Υπερψηφίστηκε αργά χθες το βράδυ κατά πλειοψηφία από την ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις». Υπέρ τάχθηκαν οι βουλευτές της συμπολίτευσης ενώ το καταψήφισαν οι βουλευτές της αντιπολίτευσης. Η Ολομέλεια υπερψήφισε, επίσης, πέντε υπουργικές και δύο βουλευτικές τροπολογίες.

Υπουργικές:

1. Παράταση προθεσμίας για τη γνωμοδότηση σχετικά με το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας – Τροποποίηση του άρθρου 18 του ν. 4354/2015 (Α’ 176) 2. Παράταση ισχύος διάταξης για ρύθμιση ζητημάτων δαπανών των νοσοκομείων Ε.Σ.Υ. και των Υ.Πε.

2 .Μέτρα στήριξης του κλάδου του τουρισμού, των επιχειρήσεων του πολιτισμού, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που επλήγησαν από τον κυκλώνα «Ιανός».

3. Αύξηση του ορίου ηλικίας για τον διορισμό των συμβολαιογράφων και τροποποίηση των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία των ζώων.

4. Ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας υπουργείων Εσωτερικών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Τουρισμού.

5. Ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας υπουργείου Υγείας.

Του βουλευτή του Κινήματος Αλλαγής Μ. Κατρίνη με τίτλο «Δυνατότητα διορισμού σε κενές οργανικές θέσεις δικαστηρίων»

Του βουλευτή της ΝΔ Π. Σπανάκη με τίτλο «Βελτιώσεις στον κώδικα δικηγόρων» και σχετίζεται με το έργο της διαμεσολάβησης του δικηγόρου για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας.

Με την προτεινόμενη από τον κ. Κατρίνη διάταξη, «προκειμένου να καλυφθούν κενές οργανικές θέσεις δικαστηρίων ή δικαστικών υπηρεσιών, με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία αυτών, με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης, δίνεται η δυνατότητα στους υποψηφίους της 1Κ/2Ο17 προκήρυξης του κλάδου ΠΕ γραμματέων δικαστηρίων, που διατίθενται προς διορισμό σε προσωποπαγή θέση δικαστηρίου ή δικαστικής υπηρεσίας σε εκτέλεση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης (δεδομένου ότι η κενή οργανική είχε ήδη πληρωθεί) να ζητήσουν τον διορισμό τους σε κενή οργανική θέση άλλου δικαστηρίου ή δικαστικής υπηρεσίας».

Οι προτεινόμενες από τον κ. Σπανάκη διατάξεις προβλέπουν τα εξής:

Άρθρο 1

– Τροποποίηση του άρθρου 36 του ν. 4194/2013

Η παρ. 1 του άρθρου 36 του ν. 4194/2013 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι η αντιπροσώπευση και η υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο ή αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, στα δικαστήρια, τις υπηρεσίες και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα διεθνή δικαστήρια, στα πειθαρχικά και υπηρεσιακά συμβούλια, η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η παροχή νομικών συμβουλών προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και η σύνταξη γνωμοδοτήσεων προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο και αρχή. Στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας, για την επίτευξη δε της λύσης αυτής, ο δικηγόρος επικοινωνεί και με τον οφειλέτη του εντολέα ή τον δικηγόρο αυτού στο μέτρο των εκάστοτε αναγκών και πάντα σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Επαγγέλματος. Η παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων με ή διά δικηγόρου είναι υποχρεωτική για όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο».

Άρθρο 2

– Τροποποίηση του άρθρου 140 του ν. 4194/2013 (Α’ 208)

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 140 του (ν. 4194/2013) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Το πειθαρχικό παράπτωμα έχει αυστηρώς προσωποπαγή χαρακτήρα και συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του δικηγόρου, που μπορεί να του καταλογιστεί εφόσον αυτή:».

Άρθρο 3

– Τροποποίηση του άρθρου 142 του ν. 4194/2013 (Α’ 208)

1. Η περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 142 του ν. 4194/2013 αντικαθίσταται ως εξής:

«δ) προσωρινή παύση από το δικηγορικό λειτούργημα έως δώδεκα (12) μήνες».

2. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 142 του ν. 4194/2013 προστίθεται εδάφιο ως

εξής:

«Τις πειθαρχικές ποινές της σύστασης και της επίπληξης επιβάλλει, ως πειθαρχικώς προϊστάμενος, ο Πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου.».

3. Η περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 142 του ν. 4194/2013 και η παρ. 3 του άρθρου 142 του ν. 4194/2013 καταργούνται.

Άρθρο 4

– Τροποποίηση του άρθρου 144 του ν. 4194/2013 (Α’ 208)

Η παρ. 3 του άρθρου 144 του ν. 4194/2013 καταργείται.

Άρθρο 5

– Τροποποίηση του άρθρου 145 του ν. 4194/2013 (Α’ 208)

Η παρ. 1 του άρθρου 145 του ν. 4194/2013 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Σε περίπτωση που επιβληθεί σε δικηγόρο με τελεσίδικη απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου η ποινή της οριστικής παύσης, αυτός διαγράφεται από το μητρώο του οικείου δικηγορικού συλλόγου και καταθέτει στην γραμματεία αυτού τη δικηγορική του ταυτότητα.».

Άρθρο 6

– Τροποποίηση του άρθρου 152 του ν. 4194/2013

Οι παρ. 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρο 152 του ν. 4194/2013 αντικαθίστανται από παρ. 1 ως 3 ως εξής:

«1. Προκαταρκτική εξέταση είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του.

2. Ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, ευθύς ως λάβει αναφορά με την οποία καταγγέλλονται πειθαρχικώς επιλήψιμες πράξεις δικηγόρου ή λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση από ανακοίνωση δικαστικής ή εν γένει δημόσιας αρχής για τέλεση τέτοιων πράξεων, διατάσσει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, την οποία αναθέτει σε μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Αναφορά για την οποία δεν έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο, καθώς και αναφορά η οποία δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προδήλως αβάσιμη κατ’ ουσία ή ανεπίδεκτη οποιασδήποτε εκτίμησης αρχειοθετείται με ανέκκλητη απόφαση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία ανακοινώνεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ανώνυμες αναφορές και καταγγελίες δεν λαμβάνονται υπόψη και αρχειοθετούνται αμέσως.

3. Η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία ανάθεσής της αφού προηγουμένως κληθεί να δώσει εξηγήσεις, γραπτές ή προφορικές ο κατονομαζόμενος δικηγόρος. Το μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να εξετάζει μάρτυρες και να αναζητά κάθε άλλο πρόσφορο νόμιμο αποδεικτικό μέσο».

Άρθρο 7

– Τροποποίηση του άρθρου 153 του ν. 4194/2013

Η παρ. 1 του άρθρου 153 του ν. 4194/2013 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου αποκλειστικώς από τον Πρόεδρο του οικείου δικηγορικού συλλόγου, εφόσον από την αιτιολογημένη έκθεση της προκαταρκτικής εξέτασης προκύπτουν σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο δικηγόρο. Δεν διώκεται πειθαρχικώς δικηγόρος εκ μόνης της Ιδιότητάς του ως διαχειριστή ή εταίρου Δικηγορικής Εταιρείας για τις πράξεις ή παραλείψεις αυτής, ως νομικού προσώπου. Στο έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος δικηγόρος. Στο πειθαρχικό συμβούλιο ο Πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου παραπέμπει υποθέσεις, αν κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 142».

Όπως αναφέρεται στη ανάλυση συνεπειών ρύθμισης που συνοδεύει την τροπολογία του κ. Σπανάκη, αντιμετωπίζονται τα εξής ζητήματα:

Άρθρο 1:

Αντιμετωπίζεται η ανάγκη να διαμεσολαβεί ο δικηγόρος για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης στο πλαίσιο του νόμου ή κοινώς αποδεκτής διαδικασίας, πριν από οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια, να επιχειρεί τον συμβιβασμό των υποθέσεων που είναι δεκτικές αυτού, να καταβάλλει προσπάθεια για συμβιβαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και να επικοινωνεί με τον αντίδικο του εντολέα του, έχοντας προς τούτο την έγκρισή του.

Άρθρο 2:

Αίρεται η οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με το ότι η πειθαρχική ευθύνη είναι αυτοτελής (πρβλ ΣτΕ 3871/2015).

Άρθρο 3:

Εξορθολογίζεται στο εύλογο μέτρο το όριο της επιβαλλόμενης ποινής της προσωρινής παύσης. Αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από την υπέρμετρη επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης, η οποία αποτελεί τη βαρύτατη πειθαρχική ποινή και ως εκ τούτου πρέπει να επιβάλλεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τέλος, αντιμετωπίζεται η υπέρμετρη συμφόρηση των πειθαρχικών συμβουλίων από την εκδίκασή πειθαρχικών υποθέσεων ήσσονος βαρύτητας.

Άρθρο 4:

Αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από την υπέρμετρη επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης, η οποία αποτελεί τη βαρύτατη πειθαρχική ποινή και ως εκ τούτου πρέπει να επιβάλλεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Άρθρο 5:

Αντιμετωπίζεται το ζήτημα της διαπόμπευσης των δικηγόρων στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας.

Άρθρο 6:

Με το προτεινόμενο άρθρο 152 του Κώδικα αντιμετωπίζονται ασάφειες σχετικά με την προκαταρκτική εξέταση στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας και αποτρέπονται ιδιοτελείς, ενίοτε σκόπιμες και αβάσιμες αναφορές, κατά το συγγενή θεσμό της έγκλησης του ΚΠΔ.

Άρθρο 7:

Με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 153 αποτρέπεται η πειθαρχική δίωξη δικηγόρων, που έχουν απλώς την ιδιότητα του διαχειριστή ή του εταίρου της δικηγορικής εταιρείας, χωρίς καμία προσωπική συμμετοχή στην τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος. Τέλος, κατά τον διέποντα την πειθαρχική δίωξη θεμελιώδη κανόνα, στο έγγραφο αυτής θα πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να προσδιορίζονται, επακριβώς, κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος (πρβλ. ΣΤΕ 939/2017, 156/2016, 198/2012 κ.ά.).

Στο ερώτημα της έκθεσης «Γιατί αποτελεί πρόβλημα;» αναφέρονται τα εξής:

Άρθρο 1:

Η έλλειψη εξωδικαστικής και συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών οδηγεί σε υπέρμετρη αύξηση της εκκρεμότητας στα δικαστήρια και στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης.

Άρθρο 2:

Επηρεάζει την ορθότητα των επιβαλλόμενων πειθαρχικών κυρώσεων.

Άρθρο 3:

Εξοντώνεται επαγγελματικά ο δικηγόρος και επιβαρύνεται άσκοπα το πειθαρχικό συμβούλιο.

Άρθρο 4:

Εξοντώνεται επαγγελματικά ο δικηγόρος.

Άρθρο 5:

Διαπομπεύονται οι δικηγόροι στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας.

Άρθρο 6:

Υποβάλλονται σκόπιμες και αβάσιμες αναφορές κατά δικηγόρων.

Άρθρο 7:

Διώκονται πειθαρχικά δικηγόροι που έχουν απλώς την ιδιότητα του διαχειριστή ή του εταίρου της δικηγορικής εταιρείας, χωρίς καμία προσωπική συμμετοχή στην τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και δεν προσδιορίζονται επακριβώς στο έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης, κατά Τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος.