Αδύνατη καθίσταται η εφαρμογή του νομοσχεδίου για την επιλογή προϊσταμένων με τον τρόπο που είναι διαρθρωμένο, υποστηρίζει η Ένωση Αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΝΑΠ της ΕΣΔΔΑ).

Η Ένωση επισημαίνει ότι το νομοσχέδιο αναδιατυπώνει διατάξεις που ήδη βρίσκονται σε ισχύ από το 2010, που έχουν αξιολογηθεί κατά κανόνα ως θετικές, αλλά δεν έχουν εφαρμοστεί. Και εκφράζει την άποψη ότι η επιλογή του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης να μην ασχοληθεί με τα προβλήματα που οδήγησαν στη μη εφαρμογή του Νόμου 3839/2010 για την επιλογή προϊσταμένων, αλλά να προχωρήσει στην εισαγωγή ενός ακόμη νομοθετήματος, αντιβαίνει σε κάθε αρχή καλής νομοθέτησης.

Συγχρόνως, υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του συγκεκριμένου νομοθετήματος «παραπέμπεται εκ προοιμίου στις καλένδες». Κι αυτό, διότι προβλέπεται ότι το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ) θα εκπονήσει ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα μέσω του οποίου θα πιστοποιούνται όλα τα μέλη των συμβουλίων συνέντευξης -ακόμη και «τα πολυδιαφημισμένα «έμπειρα» στελέχη του ιδιωτικού τομέα» όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.

Η ΕΝΑΠ διερωτάται «ποια η χρησιμότητα της εισαγωγής του σχεδίου νόμου στην παρούσα χρονική συγκυρία, δίχως την προηγούμενη διασφάλιση των προαπαιτούμενων για την εφαρμογή του». Όπως σημειώνει, απαιτείται εύλογο χρονικό διάστημα μέχρι να εκπονηθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα και με δεδομένο το χρόνο που θα απαιτηθεί για την πιστοποίηση των μελών των συμβουλίων συνέντευξης.

Αμφισβητείται η ετοιμότητα του ΑΣΕΠ να αναλάβει την αξιολόγηση και επιλογή 36.211 προϊσταμένων μεταξύ 138.984 δυνητικών υποψηφίων. Τονίζεται ότι για τη βασική εφαρμογή του νόμου απαιτείται η έκδοση 13 δευτερογενών ρυθμίσεων (Υπουργικών Αποφάσεων και Προεδρικών Διαταγμάτων).

Σημειώνεται ότι το νομοσχέδιο δημιουργεί 32 (κατ’ ελάχιστο) νέα όργανα και επιτροπές αξιολόγησης χωρίς αποσαφηνισμένες αρμοδιότητες. Άρα, για να λειτουργήσει το νέο σύστημα επιλογής προϊσταμένων θα πρέπει να εντοπισθούν, εκπαιδευθούν, πιστοποιηθούν και τοποθετηθούν στα όργανα τουλάχιστον 120 άτομα που θα τα στελεχώσουν.

Τέλος, η ΕΝΑΠ στηλιτεύει το γεγονός ότι οι «ιδιώτες – εμπειρογνώμονες» που εντάσσονται στη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, είναι μεταξύ άλλων «συνταξιούχοι δικαστικοί ή συνταξιούχοι ανώτατοι δημόσιοι λειτουργοί ή δημόσιοι υπάλληλοι». «Η αντίφαση μεταξύ λόγων και έργων είναι εμφανής», υποστηρίζει η ΕΝΑΠ, διότι δεν είναι δυνατόν συνταξιούχοι να αξιολογούν τις ικανότητες των υποψηφίων να καινοτομούν.

Σε περίπτωση που το σ/ν ψηφιστεί, η ΕΝΑΠ σημειώνει ότι θα πρέπει να απαλειφθεί ο περιορισμός για τους υπαλλήλους που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, έτσι ώστε να μπορούν να επιλεγούν για την κατάληψη θέσεων ευθύνης, μιας και η κατάσταση αυτή δεν οφείλεται σε δική τους υπαιτιότητα.

Αιτείται να προβλεφθεί ρητά, ότι οι απόφοιτοι της ΕΣΔΔΑ έχουν τη δυνατότητα να είναι υποψήφιοι για οποιαδήποτε θέση ευθύνης, ανεξαρτήτως του τίτλου σπουδών τον οποίο κατέχουν και του κλάδου στον οποίο υπηρετούν, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση.

Σημειώνει ότι η επιλογή προϊστάμενων θα πρέπει να έρχεται ως συνέχεια ενός ολοκληρωμένου συστήματος ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου της διοίκησης. Δεν είναι δυνατό να κρίνεται κάποιος ως άξιος μάνατζερ ούτε με μόνο κριτήριο τα χρόνια που έχει δουλέψει, αλλά φυσικά ούτε και με μόνη την απόδοσή του σε μία στιγμή της καριέρας του, τη στιγμή της συνέντευξης. Σύμφωνα με το παραπάνω, θα πρέπει να σταθμίζονται και τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων (μεταπτυχιακά, διδακτορικά, αποφοίτηση από την ΕΣΔΔΑ κ.λπ.).

Η ΕΝΑΠ τάσσεται υπέρ της παραμονής των προϊσταμένων που έχουν επιλεγεί αξιοκρατικά, ιδιαίτερα εκείνων που επελέγησαν με το ν. 3839/2010, μέχρι την εφαρμογή των νέων διατάξεων και τονίζει ότι πρέπει να απαλειφθούν όλες οι εναλλακτικές προτάσεις και τα «ψιλά γράμματα».