Σήμα κινδύνου εκπέμπει εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος, μικρός και μεγάλος που κολυμπά στο βυθό των ελληνικών θαλασσών στη χώρα μας, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μειώνεται η αλιευτική «παραγωγή» από το 1995 και μετά, παρ’ όλες τις τεχνολογικές αλλαγές, αλλά και να απειλείται η επιβίωσή του, όπως επισημαίνουν σε εισήγησή τους ο καθηγητή Ιχθυολογίας -Αλιευτικής Βιολογίας του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Στεργίου και ο τακτικός ερευνητής, διευθυντής του Ινστιτούτου Αλιευτικής Έρευνας, Αργύρης Καλλιανιώτης.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, σε επίπεδο πολιτικής, σύμφωνα με την εισήγηση των δύο ανδρών που θα παρουσιαστεί αύριο στο πλαίσιο του 15ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Ιχθυολόγων, είναι απαραίτητες τρεις δράσεις που αφορούν: περιορισμό της αλιευτικής προσπάθειας, κατάργηση του μέτρου των «αρνητικών» επιδοτήσεων όπως είναι ο εκσυχρονισμός των αλιευτικών σκαφών, η επιδότηση καυσίμων και η προώθηση των ευεργετικών επιδοτήσεων (σ.σ. όπως είναι αυτές για την αλιευτική έρευνα και τη θέσπιση προστατευμένων περιοχών) και η θέσπιση μεγάλης κλίμακας θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών.

Παραδεχόμενοι ωστόσο ότι η κατάσταση δεν μπορεί να αντιστραφεί μόνο με τη λήψη μέτρων από πλευράς πολιτείας, αναφέρουν και τις υποχρεώσεις των πολιτών που έγκεινται στα εξής: να μην καταναλώνουμε ψάρια με μέγεθος μικρότερο από αυτό της πρώτης γεννητικής ωρίμασης, καθώς επίσης και να μην καταναλώνουμε είδη που κινδυνεύουν ή είναι ευπαθή στην υπεραλίευση.

Ειδικότερα για το τελευταίο σημείο, στην εισήγηση γίνεται λόγος και για την συνεισφορά των σεφ και στο πλαίσιο αυτό συνιστούν να μην προτείνουν συνταγές με είδη που απειλούνται.

Παράλληλα για την αντιστροφή της κατάστασης που επικρατεί στο βυθό των ελληνικών θαλασσών, που δυστυχώς τείνουν να γίνουν αφιλόξενες προς τα ψάρια και άλλους οργανισμούς, οι δύο άντρες επισημαίνουν στην εισήγησή τους ότι η απαγόρευση της αλιείας με τράτα βυθού πρέπει να επεκταθεί τουλάχιστον μέχρι και τον Οκτώβριο.

Όπως εξηγούν, τα όποια πλεονεκτήματα έδινε η καλοκαιρινή απαγόρευση της αλιείας με μηχανότρατα, εξαιτίας της γενικής μείωσης της αλιευτικής πίεσης για τέσσερις μήνες, αναιρούνται από το γεγονός ότι η νεοσυλλογή των περισσοτέρων ειδών γίνεται πλέον τον Οκτώβριο ή και αργότερα, εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας.

Αυτό δίνει, έτσι, την ευκαιρία στις μηχανότρατες να αλιεύουν υπομεγέθη ψάρια σε μεγάλες ποσότητες, ακόμα και αν τηρούν όλα τα υπόλοιπα τεχνικά μέτρα.

Το υπάρχον πλαίσιο διαχείρισης των αλιευτικών πόρων στην Ελλάδα

Αναποτελεσματικά και αντικρουόμενα χαρακτηρίζονται από τους δύο άντρες τα τεχνικά μέτρα που λαμβάνονται για την διαχείριση των αλιευτικών πόρων στις ελληνικές θάλασσες, αφού όπως επισημαίνεται στην εισήγηση αυτά είναι στατικά (δεν αλλάζουν από χρόνο σε χρόνο) και δεν στηρίζονται σε αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών, με μοναδικές εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που αφορούν τη διαχείριση των τόνου και του ξιφία.

Παραδεχόμενοι δε, ότι το μόνο τεχνικό μέτρο που είχε ευεργετική επίδραση στην προστασία του κόσμου που ζει στο βυθό των ελληνικών θαλασσών ήταν αυτό της απαγόρευσης της αλιείας με μηχανότρατα τους καλοκαιρινούς μήνες, οι δύο άντρες υπογραμμίζουν ότι και αυτό έχει καταργηθεί «de facto» τα τελευταία τρία χρόνια.

Όπως εξηγούν το σόφισμα της αλιείας σε διεθνή νερά, τα όποια πλεονεκτήματα της απαγόρευσης της αλιείας για τις Ελληνικές μηχανότρατες έπαυσαν να ισχύουν, καθώς τα αλιευτικά πεδία πέραν των έξι ναυτικών μιλίων αλιεύονται πλέον όλο το χρόνο, ειδικά στο Βόρειο και Κεντρικό Αιγαίο.

Υπογραμμίζουν μάλιστα, ότι στην πολυειδική αλιεία ο καθορισμός γενικών τεχνικών μέτρων που θα είναι ‘ιδανικά’ για όλα τα εμπορικά είδη ενός οικοσυστήματος, είναι αδύνατος.

Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρουν ότι η επιβολή ενός ελάχιστου μεγέθους στο μάτι των διχτυών ή η απαγόρευση της αλιείας σε μια συγκεκριμένη εποχή ή ζώνη βάθους, είναι μέτρα που ναι μεν θα λειτουργήσουν ευεργετικά για λίγα είδη που έχουν την κατάλληλη εξωτερική μορφολογία, βιολογία και οικολογία, ωστόσο συνάδουν σε σοβαρά αρνητικές επιπτώσεις στα υπόλοιπα είδη.

Μεγάλες οι επιπτώσεις υπεραλίευσης στις ελληνικές θάλασσες

Μεταξύ άλλων οι εισηγητές της έρευνας επισημαίνουν στο κείμενό τους ότι είναι σημαντικά μεγάλες οι επιπτώσεις της υπεραλίευσης στις ελληνικές θάλασσες και υπογραμμίζουν ότι η ανάλυση των στοιχείων αλιευτικής παραγωγής έδειξε ότι στις ελληνικές θάλασσες τα υπεραλιευμένα και τα πλήρως εκμεταλλευμένα αποθέματα ξεπερνούν το 65% και το 32%, αντίστοιχα, του συνόλου των αποθεμάτων.

Βέβαια, σύμφωνα με τους εισηγητές, οι υπολογισμοί για την εκτίμηση της κατάστασης των αποθεμάτων στις ελληνικές θάλασσες πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αλιεία από σκάφη τρίτων χωρών, όπως της Τουρκίας που αφαιρεί τουλάχιστον 40.000 τόνους από το Αιγαίο. Έτσι, είναι πιθανό ένα μέρος της μείωσης της ελληνικής αλιευτικής παραγωγής από το 2000 και μετά να σχετίζεται και με το γεγονός ότι η Τουρκία ενεργοποίησε τα σκάφη της στο Αιγαίο.

Η αλιευτική παραγωγή σήμερα στη χώρα μας υπολογίζεται σε 130.000 τόνους (εξαιρούνται τα απορριπτόμενα αλιεύματα, που υπολογίζονται σε περίπου 40000 τόνους), συρρικνωμένη κατά 70.000 τόνους από το 1994. Βέβαια, η αλιευτική προσπάθεια (τόσο σε ιπποδύναμη όσο και αριθμό σκαφών) μειώθηκε επίσης την ίδια περίοδο.

Όμως, όπως επισημαίνεται στην εισήγηση, ο εκσυγχρονισμός των σκαφών και των εργαλείων και η αύξηση των ημερών αλιείας ανά έτος τα τελευταία χρόνια δείχνει να αντιστάθμισε την αριθμητική μείωση της αλιευτικής προσπάθειας.