Ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου προσέφυγε χθες ένας κάτοικος Αρχαγγέλου, στη Ρόδο, κατά μιας συντοπίτισσάς του, που λειτουργεί γραφείο χαρτομαντείας και καφεμαντείας στην κατοικία της, και κατά παντός άλλου υπευθύνου με έγκληση για απάτη.

Του ανταποκριτή μας από το dimokratiki.gr στη Ρόδο

Η εγκαλούμενη, όπως τονίζει ο καταγγέλλων, με σκοπό το περιουσιακό όφελος, τον έπεισε για τις ιδιαίτερες δήθεν ικανότητές της αλλά και της συνεργάτιδάς της και του υποσχέθηκε λύση στο πρόβλημά του, παραπλανώντας τον, εκμεταλλευόμενη τον ψυχικό πόνο του και την ευπιστία του.

Το ιστορικό της υπόθεσης, όπως αυτό περιγράφεται από το θύμα, δεν έχει προηγούμενο στο νησί της Ρόδου.

Ο Ροδίτης είχε χωρίσει από τη σύντροφό του τον Αύγουστο του 2016 και ενώ βρισκόταν σε προσωπικό αδιέξοδο, η εγκαλούμενη φέρεται να τον προσέγγισε και εκμεταλλευόμενη τα αισθήματα απομόνωσης και απόγνωσης που τον διακατείχαν τον έπεισε ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει να λύσει το πρόβλημά του, πείθοντας την πρώην συμβία του να επιστρέψει στο σπίτι τους.

Επισκέφθηκε το σπίτι της περίπου δεκαπέντε φορές κατά την διάρκεια του επόμενου μήνα, επισκέψεις που του έδιναν την ελπίδα ότι σύντομα θα έχει την λύση στο πρόβλημα που αντιμετώπιζε.

Σύμφωνα με την έγκληση, στις αρχές Οκτωβρίου του 2016 τον κάλεσε στην κατοικία της και του είπε χαρακτηριστικά ότι έχει τη λύση για το πρόβλημά του και αυτή απαιτεί την συνεργασία μιας γνωστής της «μάγισσας», κατοίκου Τουρκίας, ενώ του ζήτησε να της καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ προκειμένου να προχωρήσει στην εκτέλεση της πρότασής της. Φέρεται να του εξήγησε, ότι η συνεργάτιδά της αυτή, η οποία ήταν ιδιαίτερα έμπειρη και ικανή κατά τα λεγόμενά της, με την χρήση κατάλληλων βοτάνων, «διάβασμα» ευχών και ξορκίων κατά την διάρκεια της νύχτας σε υπόγειες τοποθεσίες σε βάθος σαράντα μέτρων, θα κατάφερνε να λύσει το πρόβλημά του.

Η «χαρτορίχτρα» φέρεται να ασκούσε απόλυτη επιρροή στο θύμα, που τονίζει ότι έβλεπε στο πρόσωπό της τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να τον βοηθήσει σε αυτή τη δύσκολή φάση της ζωής του και να δώσει τέλος στο πόνο που βίωνε, ενώ έδειχνε να ενδιαφέρεται πραγματικά για εκείνον και να συμμερίζεται την ψυχική του δοκιμασία.

Στα τέλη ίδιου μήνα, μόλις έλαβε από την εργασία του τον μισθό του, τα ετήσια επιδόματα και δώρα, τα κατέβαλε στην εγκαλούμενη κι αυτή ανέλαβε να επικοινωνήσει με την συνεργάτιδά της.

Στις αρχές Νοεμβρίου του έτους 2016, και αφού κανένα αποτέλεσμα δεν υπήρξε, φέρεται να της ζήτησε να συνομιλήσει με την συνεργάτιδά της προκειμένου να του εξηγήσει τις ενέργειές της και ενώ αυτή αρχικά του αρνήθηκε, μια ώρα αργότερα τον κάλεσε στο κινητό του τηλέφωνο μια άγνωστη γυναίκα, η οποία παριστάνοντας την συνεργάτιδά της, επιβεβαίωσε όλα αυτά που η εγκαλούμενη του είχε πει.

Στο επόμενο διάστημα η εγκαλούμενη, που ασκούσε πλέον καταλυτική επιρροή σε εκείνον, του ανέθετε καθ’ ολη την διάρκεια της ημέρας διάφορες αγροτικές, οικοδομικές και οικιακές εργασίες προκειμένου να βρίσκεται απομονωμένος από συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα.

Τον Δεκέμβριο του έτους 2016 τον ενημέρωσε ότι η συνεργάτιδά της αντιμετωπίζει δυσκολίες λόγω του χαρακτήρα της πρώην συμβίας του και ότι θα πρέπει να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 4.000 ευρώ προκειμένου να συνεχίσει τις ενέργειές της, να κάμψει την αντίστασή της και να επιτύχει την επιστροφή της.

Δεν είχε τα χρήματα και του ζήτησε να εκποιήσει περιουσιακά του στοιχεία και συγκεκριμένα δύο ακίνητά του (αγρούς). Κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών περίπου μηνών, υπέγραψε διάφορα έγγραφα που του προσκόμισε πάντα για την εξεύρεση αγοραστών για τα ακίνητά του, χωρίς, όπως λέει, να τα διαβάσει, αφού το πνευματικό του επίπεδο και η σχέση εξάρτησής του δεν του επέτρεπαν να την αμφισβητήσει, ούτε άλλωστε κατά την άποψή του είχε κανένα λόγο για να το κάνει, διότι θεωρούσε ότι συμπάσχει μαζί του και συνδράμει στην προσπάθειά του να λύσει το πρόβλημα που αντιμετώπιζε.

Τον Ιούνιο του έτους 2017 εκποίησε τον ένα αγρό και της κατέβαλε, όπως υποστηρίζει, το τίμημα των 4.000 ευρώ.

Ακολούθως, όπως ισχυρίζεται, του ζήτησε το ποσό των 15.000 ευρώ προκειμένου να συνεχίσει τα «μάγια» και τον έπεισε, εφόσον γνώριζε ότι δεν διέθετε χρήματα, να της μεταβιβάσει, ως δικαιοπάροχος, την κυριότητα του δεύτερου ακινήτου του.

Τις επόμενες ημέρες συνάντησε τυχαία την πρώην συμβία του, η οποία, αφού της εξιστόρησε όλα τα προαναφερόμενα, τον επέπληξε και του τόνισε πως η εγκαλούμενη τον εξαπατά προκειμένου να του αποσπά χρηματικά ποσά, προσπαθώντας να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Έκτοτε απέφευγε την εγκαλούμενη και το Νοέμβριο του 2019 του κοινοποιήθηκε απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, όπου με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσε ότι η εγκαλούμενη απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα με χρησικτησία το ακίνητό του.