Την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% – από τα 650 ευρώ που είναι σήμερα, στα 663 ευρώ – από 1ης Ιανουαρίου 2022 ανακοίνωσε σήμερα, Δευτέρα, η κυβέρνηση, ύστερα από την ολοκλήρωση της διαβούλευσης στην οποία συμμετείχαν οι κοινωνικοί εταίροι, ερευνητικοί- επιστημονικοί φορείς και η Τράπεζα της Ελλάδος.

Οι πρώτες αντιδράσεις των ανθρώπων της αγοράς ήταν θετικές. Χαρακτηριστικά, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, έκανε λόγο για απόφαση – «χρυσή τομή» , ενώ επανέλαβε το αίτημα για μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.

«Η απόφαση αυτή», τονίζει σε δήλωσή του, «αποτελεί τη χρυσή τομή για την κοινωνική συνοχή, καθώς δίνει έστω και μικρές ανάσες στους εργαζομένους, ενώ επιφέρει επίσης μία μικρή επιβάρυνση στο σύνολο των επιχειρήσεων.

Θεωρούμε ότι για να υπάρξει απόλυτη ισορροπία, η απόφαση αυτή για αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί από μειώσεις των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων και μειώσεις των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.

Και βεβαίως, οι επιχειρήσεις για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή εξαιτίας και των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί από την πανδημία, θα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω τόσο από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, όσο και γενικότερα από άλλα κοινοτικά κονδύλια».

Το ΔΣ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς επίσης επικροτεί «τη συμβολική και ρεαλιστική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, σύμφωνα με τα επίπεδα του ετήσιου πληθωρισμού», όπως επισημαίνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, μετά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου το πρωί.

«Η απόφαση του πρωθυπουργού σηματοδοτεί τις μελλοντικές προθέσεις της κυβέρνησης για αξιοπρεπείς μισθούς και καλοπληρωμένη εργασία. Μια μικρή, αλλά σταδιακή και σταθερή αύξηση δεν θέτει σε κίνδυνο την υφιστάμενη απασχόληση, δεν προβληματίζει τις επιχειρήσεις και δεν περιορίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων, έλεγε ο Δημοσθένης», προσθέτει ο κ. Κορκίδης.

Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Γιώργος Καρανίκας, σε δηλώσεις του για το ίδιο θέμα υποστήριξε πως «η κυβέρνηση, με τη σημερινή της απόφαση για τον κατώτατο μισθό, έδειξε ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα εύλογα επιχειρήματα των εργοδοτικών και επιστημονικών φορέων, ‘παγώνοντας’ καταρχήν οποιαδήποτε μεταβολή για το τρέχον έτος».

Για να μην υπάρξουν, ωστόσο, «επιπτώσεις στην λειτουργία της επιχειρηματικότητας αμέσως μετά την πανδημία», ο κ. Καρανίκας ζητά να «εξασφαλιστεί ότι και η προβλεπόμενη από 1-1-2022 αύξηση 2% στον κατώτατο μισθό, θα αντισταθμιστεί από αντίστοιχες παροχές προς τις επιχειρήσεις, όπως είναι οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών ή/και το ύψος των εργοδοτικών εισφορών».

Και προσθέτει: «Μην ξεχνάμε ότι μετράμε ακόμα τον χρόνο “ ανάρρωσης” της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας από τις έως τώρα σφοδρές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, η εξέλιξη της οποίας ακόμα δεν μπορεί να προβλεφθεί, όπως επανειλημμένα έχει αποδειχθεί από τον Μάρτιο του 2020.

Με την ελπίδα λοιπόν, στις 31 Δεκεμβρίου, όλες οι επιχειρήσεις να είναι σε θέση να καλύψουν την αύξηση 2% στις ελάχιστες αποδοχές, η ΕΣΕΕ επαναλαμβάνει την πάγια θέση της ότι ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού πρέπει να αποτελεί αποφασιστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων. Καλούμε λοιπόν την κυβέρνηση, εφόσον το 2022 είναι πράγματι έτος ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία, να δρομολογήσει την ίδια χρονιά την επαναφορά του δικαιώματος αυτού εντός του πλαισίου διαβούλευσης για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας».