Σκληρή κριτική ασκεί η Alpha Bank στις αναλύσεις περί μη βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους και περί μη επάρκειας της ισχύουσας (μετά την ανακεφαλαιοποίηση) κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών της χώρας, στη σημερινή, εβδομαδιαία, ανάλυση της για την οικονομικές εξελίξεις.

Σύμφωνα με την Alpha Bank, τις τελευταίες εβδομάδες έχει, παραδόξως, ενταθεί η παραπληροφόρηση περί μη βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους.

Η εξέλιξη αυτή είναι πραγματικά εξαιρετικά περίεργη, διότι συμβαίνει σε μια περίοδο κατά την οποία όλες οι προβλέψεις περί καταποντισμού της ελληνικής οικονομίας και περί αποτυχίας της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας το 2013 και το 2014 έχουν διαψευστεί παταγωδώς.

Συμβαίνει, ειδικότερα, σε μια περίοδο στην οποία:

α) Σημειώνεται σημαντική βελτίωση του οικονομικού και επενδυτικού κλίματος στην (και για την) Ελλάδα, και το χρηματιστήριο συνεχίζει την ανοδική του πορεία, υπερβαίνοντας τις 1.323 μον. την 4.3.2014, με το επιτόκιο των ελληνικών 10ετών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά να διαμορφώνεται ήδη κάτω του 7,0%, δηλαδή στα χαμηλότερα επίπεδα από την αρχή του 2010.

β) Ήδη η πτώση του δείκτη όγκου των πωλήσεων των καταστημάτων λιανικού εμπορίου περιορίστηκε δραστικά στο -2,4% σε ετήσια βάση στο 4ο 3μηνο του και ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο ανήλθε στο 82,4 τον Φεβρ. 2014, από 79,9 τον Ιαν. 2014 και από 60,3 τον Φεβρ.2013.

γ) Όλα τα δεδομένα συνηγορούν για μια περαιτέρω δυναμικά ανοδική πορεία του εξωτερικού τουρισμού στη χώρα, μετά την εντυπωσιακή άνοδό του το 2013.

δ) Ο δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) στη βιομηχανία σημείωσε νέα άνοδο στο 51,3 τον Φεβρ. 2014, από το 51,2 τον Ιαν. 2014 και από 43 τον Φεβρ.2013.

Σε αυτό το περιβάλλον των εξαιρετικά ευνοϊκών οικονομικών εξελίξεων για την Ελλάδα, εξακολουθούν να παρουσιάζονται αρνητικές εκτιμήσεις για την δυνατότητα της Ελλάδος να εξυπηρετήσει το σημερινό – δραστικά μειωμένο και αναδιαρθρωμένο – δημόσιο χρέος της και για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των συστημικών τραπεζών της χώρας, τα οποία έχουν ήδη αναπληρωθεί και ενισχυθεί με κεφάλαια άνω των €30 δισ από το Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και από τον ιδιωτικό τομέα.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές οι εκτιμήσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά την θεωρούμενη ανεπάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, στηρίζονται συνήθως σε καταθλιπτικές προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (πτώση του ΑΕΠ πατά -4,8% το 2013 και επιπλέον πτώση κατά -2,9% το 2014 και νέα πτώση κατά -0,3% το 2015 και ελάχιστη ανάκαμψη κατά 1,0% το 2016) που, με βάση τις οικονομικές εξελίξεις που προαναφέρθηκαν, και με βάση τις εκτιμήσεις των πραγματικών επενδυτών, έχουν ήδη διαψευστεί πανηγυρικά.

Το χρέος

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία περί της μη βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους και αυτή έχει τώρα αλλάξει ριζικά, αφού φαίνεται να γίνεται σταδιακά κατανοητό το γεγονός ότι το παρουσιαζόμενο σήμερα υψηλό χρέος, στο 177,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2013, έχει μέση σταθμισμένη διάρκεια από το 2016 19,5 έτη και είναι εξαιρετικά χαμηλότοκο στο σύνολό του, με αποτέλεσμα να συνεπάγεται εξαιρετικά χαμηλές δανειακές ανάγκες για τη χώρα, όπως αναλύεται στη συνέχεια:

Με βάση τις εξελίξεις όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού 2013 (Π2013) και τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και των αποκρατικοποιήσεων το 2014, έχουν ήδη καλυφθεί πλήρως οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας το 2014, με μόνη εναπομένουσα προϋπόθεση την έγκαιρη καταβολή των προγραμματισμένων δόσεων του χρηματοδοτικού πακέτου για την Ελλάδα που αποφασίστηκε τον Νοέμβριο 2012.

Επίσης, το 2015 οι λήξεις χρέους και οι πληρωμές τόκων ανέρχονται στα 25,8 δισ και καλύπτονται κατά €21,8 δις από:

α) το πρωτογενές πλεόνασμα (6 δισ.)

β) τις αποκρατικοποιήσεις και την πώληση μετοχών των τραπεζών που κατέχει το ΤΧΣ (συνολικά 4,5 δισ.)

γ) από τις δόσεις του ΔΝΤ (7,1 δισ.)

δ) από την αναβολή πληρωμών τόκων (3 δισ. ή περισσότερο) και

ε) από την επιστροφή των κερδών από των Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τραπεζών (ΕΚΤ) από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους

Οι εναπομένουσες δανειακές ανάγκες το 2015, ύψους 4 δισ. περίπου μπορεί να καλυφθούν εύκολα από την αγορά και μάλιστα αυτό μπορεί να γίνει ήδη από το 2014.

Σε κάθε περίπτωση, η κάλυψη των δανειακών αναγκών της Ελλάδος το 2014-2015 εξαρτάται αποκλειστικά από την ομαλή καταβολή των δόσεων της χρηματοδοτικής ενίσχυσης από την τρόικα.

Εάν υποθέσουμε ότι η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας το 2014-2015 θα εξελιχθεί όπως προαναφέρθηκε, με ευθύνη τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της τρόικα, τότε η δανειακή επιβάρυνση της Ελλάδος μετά το 2016 απλοποιείται εντυπωσιακά.

Η μέση ετήσια δαπάνη εξυπηρέτησής του χρέους (πληρωμές χρεολυσίων και τόκων) δεν θα υπερβαίνει πια το 7,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην περίοδο 2016-2024 και θα διαμορφώνονται κάτω του 6,0% του ΑΕΠ στην περίοδο 2016-2049.

Είναι προφανές, ότι η διατύπωση απόψεων περί μη βιωσιμότητας του Ελληνικού δημοσίου χρέους όταν οι μέσες ετήσιες συνολικές δανειακές ανάγκες του Ελληνικού δημοσίου, όπως εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν την 31.12.2014, δεν υπερβαίνουν το 1% του ΑΕΠ στην επόμενη 10ετία (2015-2024), δημιουργεί τουλάχιστον εύλογα ερωτηματικά.

Αναπτυξιακό κύμα

Η Ελλάδα μπορεί να περιμένει μια αναπτυξιακή ώθηση από την ουσιαστική εκμετάλλευση των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων που σήμερα καθίσταται δυνατή:

α) μετά την εντυπωσιακή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας

β) με την αυξημένη προσφορά υψηλού επιπέδου εργατικού δυναμικού (με βάση τα διεθνή δεδομένα) και

γ) με τον εκ βάθρων εξορθολογισμό της λειτουργίας των αγορών εργασίας και προϊόντων.

Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με την συστηματική προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και των αποκρατικοποιήσεων και με την εκμετάλλευση των κεφαλαίων από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ-27, καθιστούν τώρα τη χώρα ιδανικό τόπο εγκατάστασης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε πολλούς παραγωγικούς κλάδους και προσέλκυσης Ξένων Άμεσων Επενδύσεων σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από ότι στο παρελθόν.

Στο πλαίσιο αυτό, το 1ο εντυπωσιακό δείγμα αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας ήταν από τον τουρισμό και τις εξαγωγές αγαθών που συνέβαλαν στην ανακοπή της πτωτικής πορείας του ΑΕΠ της χώρας το 2013 και θα συμβάλλουν στην ανάκαμψη από το 2014.

Το 2ο δείγμα αναπτυξιακής δυναμικής θα εκδηλωθεί μέσα στο 2014 με την επανέναρξη των επενδύσεων σε σημαντικά έργα υποδομής και με την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που σηματοδοτούν ένα σημαντικό όγκο επενδύσεων στα επόμενα έτη.

Το 3ο δείγμα επιτάχυνσης της ανάπτυξης θα είναι από τη συνδυασμένη ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας με την ελληνική βιομηχανία – με την προσέλκυση και σημαντικών ΞΑΕ σε πολλούς από τους ανωτέρω τομείς.
Το 4ο δείγμα ανάπτυξης θα προκύψει από την επάνοδο των ελληνικών καταθέσεων στη χώρα και την θετική πιστωτική επέκταση με επαναδραστηριοποίηση και της αγοράς ακινήτων και με προσέλκυση σημαντικών κεφαλαίων από το εξωτερικό στη σημαντική αυτή αγορά.

Το 5ο δείγμα δυναμικής ανάπτυξης θα είναι η ανάπτυξη των συνδυασμένων μεταφορών στη χώρα με την εκμετάλλευση των λιμένων, των αεροδρομίων και των οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών και την ανάδειξη της χώρας ως σημαντικού διεθνούς διαμετακομιστικού κέντρου.

Αναμένονται, επίσης, σημαντικές επενδύσεις στην ενέργεια και στην υγεία ακόμη και με εξαγωγικό προσανατολισμό, κ.ο.κ..

Επομένως, η υψηλή ανάπτυξη της χώρας μετά το 2016 είναι τώρα δυνατή και η υλοποίησή της θα διευκολύνει την επίτευξη των αναγκαίων πρωτογενών πλεονασμάτων, σε συνδυασμό και με την σταδιακή αλλά συστηματική βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού της χώρας που μπορεί να συμβάλλει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων με ρυθμούς υψηλότερους από το ονομαστικό ΑΕΠ ακόμη και με μείωση των φορολογικών συντελεστών τόσο στους έμμεσους όσο και στους άμεσους φόρους.

Επομένως, τα πρωτογενή πλεονάσματα κάθε άλλο παρά αποτελούν αντιαναπτυξιακό παράγοντα για την ελληνική οικονομία, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι αναλυτές, καταλήγει.