Τη χαμηλότερη επίδοση της τελευταίας διετίας κατέγραψε ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το πρώτο τρίμηνο του έτους στοιχείο που χτυπάει ήδη καμπανάκι για την επίτευξη του ετήσιου στόχου για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3%.

Από το 2017, όταν η ελληνική οικονομία πέρασε ξανά σε θετικό έδαφος αφήνοντας πίσω σωρευτική ύφεση της τάξεως του 25%, ποτέ ξανά ο ρυθμός μεταβολής δεν είχε καταγραφεί τόσο χαμηλός.

Μετά τη μηδενική μεταβολή του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2017, στη συνέχεια καταγράφηκε επέκταση από 1,8% έως και 2,1% ενώ το 2018 μετά τη δυναμική επέκταση με ρυθμό 2,6% το πρώτο τρίμηνο του έτους, το τελευταίο τρίμηνο σημειώθηκε συγκράτηση στο 1,5%.

Αναλυτές μάλιστα εκτιμούν πως το φαινόμενο δεν είναι συγκυριακό και θέτουν τον πήχη των ετήσιων προβλέψεων χαμηλότερα από το 1,9% που εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΙΟΒΕ. Οι θεσμοί από την πλευρά τους, όπως αναμένεται να φανεί και στη σημερινή έκθεση της Κομισιόν ανησυχούν για τις προκλήσεις που ανακύπτουν εξαιτίας του συνδυασμού χαμηλής ανάπτυξης και πιθανού δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Προκλήσεις με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπη από την επομένη των εκλογών η νέα κυβέρνηση.

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν αύξηση 1,3% το πρώτο τρίμηνο του έτους μετά από εποχική διόρθωση ενώ χωρίς εποχικές προσαρμογές ο ρυθμός ανάπτυξης είναι μόλις 0,9%. Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως παρά το τσουνάμι παροχών, αναδρομικών στα ειδικά μισθολόγια και επιδομάτων στο τέλος του 2018 και τις αρχές του 2019, η κατανάλωση συρρικνώθηκε οριακά σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.

Φέτος, το υπουργείο Οικονομικών μέσω του προϋπολογισμού αρχικά προέβλεπε δυναμική ανάπτυξη με ρυθμό 2,5%. Οι προβλέψεις αναθεωρήθηκαν στο 2,3%, με την Κομισιόν να θέτει τον πήχη οριακά χαμηλότερα στο 2,2%. Τράπεζα της Ελλάδος και ΙΟΒΕ έχουν  εκφράσει επιφυλάξεις εκτιμώντας πως τελικά ο ρυθμός ανάπτυξης δεν θα είναι υψηλότερος από 1,9%. Αναλυτές, μετά τη δημοσίευση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ εκτιμούν πως η τελική επίδοση θα είναι πιο κοντά στο 1,5% επισημαίνοντας δύο κυρίως στοιχεία: την αδύναμη κατανάλωση αλλά και την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών ως αποτέλεσμα της χαμηλότερης ταχύτητας ανάπτυξης της ευρωζώνης.

Οδηγός στη διατήρηση της ανοδικής κίνησης στο ΑΕΠ  στο πρώτο τρίμηνο του έτους ήταν οι αυξημένες επενδύσεις, αποτυπώνοντας κυρίως την αυξημένη δραστηριότητα στον κατασκευαστικό κλάδο και στο μεταφορικό εξοπλισμό αλλά και σε μικρότερο βαθμό, η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης.  Τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή με τις προσωρινές της εκτιμήσεις είναι μια πρώτη ένδειξη για τη δυναμική της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στην κρίσιμη φετινή χρονιά. Το κρίσιμο στοίχημα είναι η δυναμική που αναπτύσσεται, στη σκιά και της επιβράδυνσης της οικονομίας στην ευρωζώνης, στο δεύτερο αλλά κυρίως στο τρίτο – και κατεξοχήν τουριστικό – τρίμηνο του έτους που θα καθορίσουν σε ένα πολύ σημαντικό βαθμό την επίτευξη του φετινού στόχου, στον οποίο φυσικά στηρίζεται και η ομαλή εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο τρίμηνο του έτους η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,1% τόσο σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2018 όσο και σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Η μείωση αυτή έρχεται παρά το γεγονός ότι στην εκπνοή του 2018, η κυβέρνηση «έριξε» στην οικονομία περισσότερα από 2 δις ευρώ μέσω του κοινωνικού μερίσματος αλλά και της καταβολής αναδρομικών στα ειδικά μισθολόγια.

Οι εξαγωγές στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν με ρυθμό αισθητά μικρότερο από τις εισαγωγές και με χαμηλότερη ταχύτητα σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα.

Τα στοιχεία δείχνουν αύξηση των εξαγωγών κατά 4% το πρώτο τρίμηνο του έτους σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018 με τις εξαγωγές αγαθών να μειώνονται κατά 0,7% έναντι αύξησης των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 8,7%. Στις εισαγωγές, η εικόνα είναι αντίστροφη. Ταχύτερη αύξηση των εισαγωγών αγαθών με ρυθμό 9,9% έναντι αύξησης των υπηρεσιών κατά 5,5% και συνολικής μεταβολής 9,5%.