Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις θεωρούν ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίζουν δεν είναι το ύψος των μισθών, αλλά το μη μισθολογικό κόστος και κυρίως τα λοιπά, ανελαστικά έξοδα που τα τελευταία χρόνια λόγω αυξήσεων στους συντελεστές ΦΠΑ, Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και τιμολογιακής πολιτικής έχουν αυξηθεί – σημειωτέον ότι το ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ.

Αυτό προκύπτει από τακτική εξαμηνιαία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με την εταιρία MARC AE, που αποτυπώνει το οικονομικό κλίμα στις μικρές επιχειρήσεις και θα παρουσιαστεί την ερχόμενη εβδομάδα.

Η έρευνα, που διεξήχθη πανελλαδικά σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.200 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό) καλύπτει μεγάλο εύρος θεμάτων όπως: την πορεία των βασικών οικονομικών μεγεθών των επιχειρήσεων (τζίρος, ρευστότητα, επενδύσεις κλπ), την απασχόληση, τις προβλέψεις των επιχειρηματιών για το επόμενο εξάμηνο, τις προβλέψεις για νέα «λουκέτα», τις επιταγές, το ζήτημα των μισθών και των ωρών εργασίας, τις καθυστερημένες οφειλές των επιχειρήσεων και το βαθμό αισιοδοξίας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Από τα ευρήματα προκύπτει ότι, πάνω από 8 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι επιθυμούν τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών έναντι της μείωσης του ύψους του κατώτατου μισθού.
Υπενθυμίζεται ότι ανάλογο εύρημα είχε εντοπιστεί στην έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ τον Ιούλιο του 2009, πριν το ξέσπασμα της κρίσης. «Εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο το γεγονός ότι το ύψος του μισθού θεωρούνταν σχετικά σημαντικότερο εμπόδιο πριν 2,5 χρόνια. Ωστόσο, εξηγείται εύκολα αν ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις των δύο τελευταίων ετών» εξηγεί η ΓΣΕΒΕΕ:

– Η συμπίεση των εισοδημάτων και η συνακόλουθη πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων έχουν οδηγήσει σε μείωση όχι μόνο των υπερωριών, αλλά και συνολικά των ωρών εργασίας – άρα και του μισθολογικού κόστους.

– Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν προσαρμοστεί στα επίπεδα που ορίζουν οι εκάστοτε συλλογικές συμβάσεις, καθώς ήταν συχνό το φαινόμενο να υπερβαίνουν αυτά τα όρια.

– Οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων έχουν συμβάλλει στην προσαρμογή, όπως άλλωστε δείχνουν και οι εκθέσεις του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (αύξηση μετατροπής συμβάσεων από πλήρη σε μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία κλπ).

– Οι έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το προηγούμενο διάστημα έδειχναν ότι ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων κάθε εξάμηνο (πάνω από 30%) προχωρούσε σε μείωση των ωρών εργασίας ή/ και των μισθών.

– Η δημόσια συζήτηση τους τελευταίους μήνες που αφορά στις επιπτώσεις μιας περαιτέρω μείωσης μισθών και ιδιαίτερα του κατώτατου μισθού και της κατάργησης του 13ου – 14ου μισθού, αποκάλυψε τις μεγάλες επιπτώσεις που μπορεί να έχουν τέτοιες ενέργειες στη ζήτηση, την ύφεση και τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων.

Καθίσταται επομένως σαφές για την ΓΣΕΒΕΕ ότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις έχουν ήδη προβεί σε όλες τις αναγκαίες προσαρμογές του μισθολογικού κόστους για την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους και γι’ αυτό το λόγο δεν το θεωρούν εμπόδιο.

Εν πολλοίς, η συζήτηση για το μισθολογικό κόστος είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία για τις μικρές επιχειρήσεις (99,6% των επιχειρήσεων) και κατ’ αναλογία για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, κατά την ΓΣΕΒΕΕ.