«Θεωρώ ότι ξεκινάμε από μια καλύτερη αφετηρία» τόνισε, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων για το τοπίο που διαμορφώνεται στην οικονομία μετά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, ο υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Στέργιος Πιτσιόρλας.

Ο κ. Πιτσιόρλας αναφέρθηκε στις προσδοκίες που υπάρχουν από τον τουρισμό, σε μεγάλες επενδύσεις που ήδη γίνονται στη χώρα, σε αναπτυξιακές κινήσεις στην ενέργεια, στις μεταφορές, στη βιομηχανία, κ.α. και στο διεθνές ενδιαφέρον έχει καταγραφεί για επενδύσεις στη χώρα και πρόσθεσε: «Αυτό που περιμένουμε είναι σημαντική αύξηση των θέσεων απασχόλησης».

«Η Ελλάδα πια βαδίζει σε ένα δρόμο ασφαλή» είπε ο κ. Πιτσιόρλας, υπογραμμίζοντας ότι το κλίμα αβεβαιότητας που υπήρχε κατά την προηγούμενη περίοδο έχει εκλείψει και πρόσθεσε: «Θεωρώ ότι μπαίνουμε σε καινούργια περίοδο».

Ερωτώμενος, για το θέμα των συμβασιούχων ο κ. Πιτσιόρλας, πρόσθεσε ότι «η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια» για να διευθετήσει το πρόβλημα.

Σε ομιλία του σε εκδήλωση του «Δικτύου Αριστερών Δημοκρατών», στην αίθουσα συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης, ο κ. Πιτσιόρλας επεσήμανε, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ότι με αφορμή την κρίση «όλοι δοκιμάστηκαν» και ότι «βρισκόμαστε σε μια αφετηρία από νέες βάσεις να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα». Υπογράμμισε, ότι πρέπει να αλλάξει η νοοτροπία και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας και πρόσθεσε : «Θεωρώ ότι ξεκινάμε από μια καλύτερη αφετηρία». «Στη νέα περίοδο που μπαίνουμε πρέπει να δημιουργήσουμε ένα φιλικό, προς τις επενδύσεις, περιβάλλον» είπε ο υφυπουργός, τονίζοντας ότι αυτό ήταν ιστορικά «εχθρικό» στη χώρα μας, ως προς τις επενδύσεις. Πρόσθεσε ότι είναι απαραίτητο να ξεπεραστούν πολλές από τις αντιλήψεις «που ήταν εδραιωμένες στη μεταπολίτευση» και σε μεγάλο μέρος είναι υπεύθυνες για τη σημερινή κατάσταση και πρόσθεσε: «Να το πάρουμε από την αρχή, αλλά αλλάζοντας πολλά…».

«Έχουμε ανάγκη να διαμορφώσουμε ένα νέο εθνικό σχέδιο για την ανάπτυξη και την πρόοδο της χώρας» είπε ο κ. Πιτσιόρλας. Επεσήμανε ότι «υπάρχουν δύο χρόνια καθαρού πολιτικού χρόνου, ενόψει των επόμενων εκλογών τον Σεπτέμβριο του 2019» για «να διαπιστώσουμε που υπάρχουν προγραμματικές συμπτώσεις που υπάρχουν αποκλίσεις» και πρόσθεσε: «Στόχος μας είναι μια μεγάλη καινούργια πλειοψηφία να μπορέσει να διαχειριστεί τις τύχες του τόπου».

Από την πλευρά του, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης υπογράμμισε ότι οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν γύρω από το θέμα της κρίσης και της ανάπτυξης είναι τρεις, η πρώτη ότι την κρίση την έφερε το χρέος, που όμως «παρά το γενναίο κούρεμα που έγινε πριν πέντε χρόνια» δεν έχει μειωθεί, αντιθέτως, αυξήθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεύτερη ότι η Ελλάδα δεν προχωρά μεταρρυθμίσεις, αλλά «η Ελλάδα έχει μια επίδοση διπλάσια της Ε.Ε. κατά μέσο όρο» και «η θεωρία των διαρκών μεταρρυθμίσεων δε μας οδήγησε εκεί που νόμιζαν ότι θα μας οδηγήσει στην ανάπτυξη και την απασχόληση» και τρίτον, η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης, όμως «η αξία των εξαγωγών είναι στάσιμη» και η όποια ισορροπία επιτεύχθηκε στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιτεύχθηκε λόγω της μείωσης των εισαγωγών.

«Διαψεύστηκαν κυρίαρχες θεωρίες και η επανάληψη τους απαιτεί κριτική επανεξέταση γιατί αυτές διαψεύστηκαν» είπε ο κ. Χριστοδουλάκης. Τόνισε, ότι η κρίση οδήγησε σε μια «μεγάλη αποεπένδυση», την οποία χαρακτήρισε το νούμερο ένα πρόβλημα, ενώ κατέταξε στην τρίτη θέση ως πρόβλημα το θέμα του χρέους. Υπογράμμισε ότι «το βασικό λάθος της διαπραγμάτευσης ήταν ότι ανασύρθηκε και πάλι η προτεραιότητα του χρέους» σε μια διαπραγμάτευση που αφορούσε τη δόση των 8,5 δισ. με αποτέλεσμα, όπως είπε οι δανειστές να κατευθυνθούν σε αναζήτηση λύσης, με απαιτήσεις για αύξηση του ύψους των πλεονασμάτων. Είπε ότι «η συμφωνία πρέπει να αλλάξει» και «το 3,5% πλεόνασμα πρέπει να γίνει 1,5%» και για τα επόμενα χρόνια να ακολουθείται ο μέσος όρος πλεονασμάτων της Ευρωζώνης.

«Το θέμα της συζήτησης είναι πως θα ανορθωθεί αυτή η διαδικασία αποεπένδυσης» είπε ο πρώην υπουργός Οικονομικών, και πρόσθεσε ότι το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η φυγή κεφαλαίων και θα πρέπει αυτό να είναι το πρώτο που πρέπει να απασχολεί την κυβέρνηση, πως αυτά τα κεφάλαια θα επιστρέψουν. Πρόσθεσε, τέλος, ότι είναι «ασύμφορη, ατελέσφορη και επαχθής η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα».