Δεν μιλήσαμε επί μακρόν χθες στο Eurogroup για το ελληνικό θέμα, αλλά καταφέραμε να προχωρήσουμε. Υπάρχει τώρα μια συμφωνία μεταξύ των θεσμών και της ελληνικής κυβέρνησης για τη βάση των συζητήσεων που θα συνεχιστούν και έτσι μπορούν να επιστρέψουν στην Αθήνα, δήλωσε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε δηλώσεις του μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Ecofin, στις Βρυξέλλες.

Ο Β. Σόιμπλε τόνισε επίσης ότι «οι συζητήσεις θα γίνουν επί τη βάσει των ισχυουσών συμφωνιών που έγιναν τον περασμένο Μάιο, ότι δηλαδή πρέπει να υπάρξει συμμετοχή του ΔΝΤ μετά το επιτυχές κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, ότι πρέπει να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2018 και μεσοπρόθεσμα, κάτι το οποίο δεν έχει ακόμα διευκρινισθεί τι ακριβώς σημαίνει. Οι θεσμοί και η ελληνική κυβέρνηση, συμφωνήσαμε σε πρώτο επίπεδο ποιες είναι οι αναγκαίες διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις».

«Συμφωνήσαμε επίσης να βρούμε έναν τρόπο να κάνουμε τις ανάλογες διορθώσεις σύμφωνα με την πραγματική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, δεδομένων των διαφορετικών εκτιμήσεων για την εξέλιξή της, αφού η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ υπήρξαν πάντα λίγο πιο απαισιόδοξες από ό,τι είναι στην πραγματικότητα», σημείωσε ο Γερμανός υπουργός και προσέθεσε:

«Το δύσκολο θέμα τους περασμένους μήνες ήταν ότι το ΔΝΤ επέμενε τα μέτρα να πρέπει να ψηφιστούν άμεσα από το Κοινοβούλιο. Τώρα συμφωνήσαμε τα μέτρα τα οποία θα ψηφισθούν να μην ισχύσουν αμέσως, αλλά να εξαρτηθεί η ισχύς τους από την πραγματική εξέλιξη της οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Και αυτός είναι το σωστό».

Στη συνέχεια ο Β. Σόιμπλε αναφέρθηκε σε δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για αλλαγή από τα δημοσιονομικά μέτρα σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, λέγοντας: «Δεν το κατανοώ αυτό. Όλα τα προγράμματα προβλέπουν ότι για να αποκτήσουν πρόσβαση στις αγορές οι χώρες πρέπει να αξιοποιήσουν τον χρόνο ώστε να γίνουν ανταγωνιστικές μέσω των μεταρρυθμίσεων, ώστε να μπουν -και η Ελλάδα- σε ένα βιώσιμο δρόμο ανάπτυξης. Αυτό ήταν πάντα αποφασιστικής σημασίας, η ανταγωνιστικότητα. Τώρα έχουμε μια ευρύτερη συναίνεση επ’ αυτού, και όχι τους μάλλον αφηρημένους υπολογισμούς για τη βιωσιμότητα του χρέους τον 21ο αιώνα. Χρειαζόμαστε μια ανταγωνιστική οικονομία και μια βιώσιμη ανάπτυξη τώρα και φτάσαμε σε ένα καλό σημείο».

«Δεν έχουμε φτάσει στο τέλος. Η δουλειά θα συνεχιστεί και θα είναι δύσκολη, αλλά δείξαμε στην ελληνική κυβέρνηση έναν δρόμο -και εδώ θέλω να υπογραμμίσω ότι ο επικεφαλής του Eurogroup, o κ. Ντάισελμπλουμ, συνέβαλε πολύ ώστε να είναι δυνατό να γίνουν όλα αυτά κατανοητά στην κοινή γνώμη στην Ελλάδα και ιδίως στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να λάβει τις ανάλογες αποφάσεις, αλλά να κατανοήσουν όλοι οι αρμόδιοι τι είναι σημαντικό ώστε να μπει η Ελλάδα στον δρόμο της ανάπτυξης», κατέληξε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών.