Στα 30 δισ. ευρώ ανέρχεται ο συνολικός τζίρος του λιανεμπορίου τροφίμων, κινούμενος στα αντίστοιχα επίπεδα της Ολλανδία, της Ελβετίας και του Βελγίου, με τις επενδύσεις της τελευταίας οκταετίας να ξεπερνούν τα 6 δισ. ευρώ.

Τούτο επισημαίνει μελέτη του Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, υπογραμμίζοντας ωστόσο την περιορισμένη συμμετοχή που έχει το οργανωμένο λιανεμπόριο στο συνολικό τζίρο. Αντιπροσωπεύει μόλις το 40%, ήτοι 11,5-12,5 δισ. ευρώ. «Αυτό υποδηλώνει», αναφέρεται στη μελέτη, «σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης στο μέλλον για το οργανωμένο λιανεμπόριο που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής των μη ειδικευμένων καταστημάτων στις συνολικές πωλήσεις του λιανεμπορίου τροφίμων στην Ευρώπη, με 63% περίπου όταν ο Ευρωπαϊκός Μέσος Όρος είναι 84%».

Το λιανεμπόριο τροφίμων έχει το πιο διαδεδομένο πανελλήνιο δίκτυο καταστημάτων και με 57.000 σημεία πώλησης εξυπηρετεί 10 εκατομμύρια καταναλωτές. Την τελευταία 10ετία την μεγαλύτερη ανάπτυξη δικτύων είχαν τα αρτοποιεία (+25%) και τα σουπερμάρκετ (+17,5%). Τα σουπερμάρκετ παρά το μικρό ποσοστό καταστημάτων που εκπροσωπούν (περίπου 4.400 και σε ποσοστό 9,5%) έχουν μια ευρεία πανελλαδική κάλυψη και υψηλή πυκνότητα αφού αντιστοιχεί ένα κατάστημα σουπερμάρκετ ανά 2.600 κατοίκους περίπου (για γεωγραφικούς, κοινωνικούς και θεσμικούς λόγους) όταν οι αντίστοιχοι αριθμοί για ΗΠΑ είναι 8.600, Αγγλία είναι 9.600 και Γαλλία 5.100.

Στη δεκαετία του 2000, η απασχόληση στο λιανεμπόριο τροφίμων αυξήθηκε κατά 30% (από τις μεγαλύτερες κλαδικές αυξήσεις στην Ελλάδα), ενώ στο λοιπό λιανεμπόριο αυξήθηκε μόνο κατά 4,3%. Σήμερα στον κλάδο απασχολούνται 190.000 άτομα.

Οι επενδύσεις στον κλάδο, κρίνονται ως ιδιαίτερα σημαντικές αφού την περίοδο 2002-2010 ξεπερνούν τα 6 δις ευρώ. Όπως σημειώνεται στην μελέτη, οι επενδύσεις αυτές δεν έχουν επιδοτηθεί και αφορούν το σύνολο της χώρας με μεγάλη διασπορά στην επαρχία εξαιτίας των πανελλαδικών δικτύων καταστημάτων. Το οργανωμένο λιανεμπόριο παρά την περιορισμένη του συμμετοχή στον κλάδο όσον άφορα τις πωλήσεις, εκπροσωπεί το 63% των επενδύσεων αυτών. Τα 2/3 των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί, αφορούν στην τεχνολογική και οργανωτική αναβάθμιση του δικτύου με στόχο την βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, μείωση του κόστους εφοδιασμού, νέες υπηρεσίες στους καταναλωτές κλπ.

Όσον αφορά την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, που αντιπροσωπεύει την αξία που παράγεται για τον σχηματισμό του ΑΕΠ (ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος), αυτή υπολογίζεται σε 14.025 εκατ. ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στο 7,01% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της Ελλάδας.

Ως προς την κερδοφορία (EBITDA) το οργανωμένο λιανεμπόριο βρίσκεται σε παρόμοια επίπεδα με αυτά του εξωτερικού με τα αποτελέσματα του (3,6%) να βρίσκονται κοντά στον μέσο όρο (4,2%) δείγματος γνωστών σουπερμάρκετ (best practices) του εξωτερικού.

Επιπλέον, η έρευνα της εξέλιξης των τιμών των προϊόντων του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων στην Ελλάδα παρέχει μία σαφέστατη ένδειξη ότι το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων και η αντίστοιχη βιομηχανία (προμηθευτές) έχουν κάνει μία σημαντική προσπάθεια για να απορροφήσουν ένα σημαντικό μέρος της επιπλέον φορολογίας αλλά και να μειωθούν ουσιαστικά οι τιμές των προϊόντων. Ο προσαρμοσμένος δείκτης τιμών, χωρίς τις αυξήσεις του ΦΠΑ, παρουσιάζει μείωση κατά -1,61%. Συγκρίνοντας επίσης το τυπικό καλάθι της νοικοκυράς (τον Απρίλιο 2011) δείχνει ότι το ελληνικό οργανωμένο λιανεμπόριο έχει σημαντικά χαμηλότερο μέσο καλάθι από την Αγγλία (κατά 16%) και ελαφρά χαμηλότερο από την Ισπανία (κατά 2%). Αν αφαιρεθεί το ΦΠΑ τότε το μέσο καλάθι στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο κατά 22% και 7% αντίστοιχα της Αγγλίας και Ισπανίας.

Οι προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου επηρεάζονται από διάφορους σημαντικούς παράγοντες. Τέτοιοι είναι οι αναδυόμενες αγοραστικές τάσεις των Ελλήνων καταναλωτών, η σημασία των καινοτόμων επώνυμων προϊόντων ευρείας κατανάλωσης, αλλά και η ενίσχυση των πωλήσεων των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου, σημαντικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσει «η αναμόρφωση του αναχρονιστικού θεσμικού πλαισίου εμπορίου και συναλλαγών και η αναβάθμιση των υποδομών στην Ελλάδα, αφού υπάρχει σημαντική επιβάρυνση του κόστους αλυσίδας εφοδιασμού από ελλιπείς οδικές υποδομές, από αναχρονιστικούς κανονισμούς λειτουργίας των Ι.Χ. φορτηγών, των αποθηκών διανομής και των ίδιων των καταστημάτων σουπερμάρκετ».

Η επίλυση των παραπάνω προβλημάτων μπορεί να εξοικονομήσει μερικές εκατοντάδες εκατομμυρίων Ευρώ από το κόστος λειτουργίας των καναλιών διανομής του λιανεμπορίου τροφίμων. Χαρακτηριστικά, ο περιορισμός των μηνιαίων μεταφορών σε Ι.Χ. φορτηγά που χρησιμοποιούνται στην μεταφορά/διακίνηση των προϊόντων μπορεί να επιφέρει έξτρα κόστος ανά τεμάχιο μέχρι 0,12 ευρώ.