Με εφαλτήριο τη ΔΕΘ, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, καθώς η κοινωνία περιμένει να δει αν θα δοθεί πραγματική ανάσα στο οξύτατο στεγαστικό πρόβλημα που ταλανίζει χιλιάδες ελληνικές οικογένειες. Το ζήτημα της στέγασης έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πλέον επείγοντα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας. Παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, το έλλειμμα στέγης παραμένει εκρηκτικό, με τα υψηλά ενοίκια και την έλλειψη διαθέσιμων ακινήτων να καθιστούν την εύρεση κατοικίας καθημερινή πρόκληση για τα νοικοκυριά.

Από την αναξιοποίητη περιουσία του δημοσίου και τα δεσμευμένα στα χαρτοφυλάκια των servicers ακίνητα, μέχρι την άνθιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb, τα αδρανή ακίνητα ιδρυμάτων και τις εκκρεμείς κληρονομιές, η αγορά στέγασης παραμένει «παγιδευμένη». Το αποτέλεσμα είναι ένα έλλειμμα περίπου 180.000 διαθέσιμων κατοικιών, που μεγεθύνει την πίεση στις τιμές των ενοικίων και δυσκολεύει τα νέα ζευγάρια και τις οικογένειες να αποκτήσουν ή να νοικιάσουν αξιοπρεπή κατοικία.

Όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, υπάρχουν ακίνητα που θα μπορούσαν να διατεθούν για ενοικίαση, αλλά παραμένουν κλειστά είτε λόγω ανάγκης ανακαίνισης είτε λόγω ασυνεννοησίας μεταξύ κληρονόμων ή οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών. Για τον λόγο αυτόν προτείνονται φορολογικά κίνητρα, όπως τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος για όσους διαθέσουν ακίνητα που παραμένουν κλειστά, ώστε να «ανοίξει» μέρος της αδρανούς αγοράς.

Ένα πρόβλημα πολυδιάστατο

Ακίνητα στην Αθήνα κάτω από την Ακρόπολη

Τα στοιχεία δείχνουν ότι το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο: υπάρχουν περίπου 6.500 εκκρεμείς κληρονομιές, εκ των οποίων οι 4.500 παραμένουν σχολάζουσες. Επιπλέον, περισσότερα από 75.000 ακίνητα δημόσιων φορέων και ιδρυμάτων παραμένουν αδρανή, ενώ άλλα 25.000 βρίσκονται μπλοκαρισμένα σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων. Παράλληλα, εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες σε όλη τη χώρα παραμένουν κενές ή χωρίς λειτουργική αξιοποίηση.

Η εικόνα επιδεινώνεται από την άνοδο των τιμών των ενοικίων και την περιορισμένη πρόσβαση στην αγορά κατοικίας για νέα ζευγάρια και οικογένειες. Στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι πάνω από το ένα τρίτο των νοικοκυριών δαπανά πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματός του για τη στέγαση. Παράλληλα, περισσότερες από δύο εκατομμύρια κατοικίες παραμένουν αναξιοποίητες, πολλές εκ των οποίων ανήκουν στο Δημόσιο ή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χωρίς ενιαίο μηχανισμό καταγραφής ή αξιοποίησης. Το αποτέλεσμα είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι της περιουσίας υπάρχει τυπικά, αλλά πρακτικά παραμένει αδρανές, χωρίς δυνατότητα να συμβάλλει στην ανακούφιση της αγοράς στέγης.

Την ίδια στιγμή, οι βραχυχρόνιες μισθώσεις έχουν αφαιρέσει περίπου 208.000 ακίνητα από τη μακροχρόνια αγορά, όπως καταγράφει η τράπεζα Πειραιώς. Το φαινόμενο αυτό, που εξελίχθηκε σε βασικό κομμάτι του τουριστικού προϊόντος της χώρας, δημιουργεί προβληματισμούς σχετικά με τη στεγαστική πίεση στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και ανισότητες στον ανταγωνισμό με τα ξενοδοχεία.

Με όλα αυτά στο τραπέζι, η ΔΕΘ γίνεται το σημείο αναφοράς για την κυβέρνηση. Η κοινωνία περιμένει να δει αν οι εξαγγελίες θα προσφέρουν ουσιαστικές λύσεις ή θα περιοριστούν σε επικοινωνιακές χειρονομίες. Η επόμενη μέρα θα δείξει αν τα μέτρα θα μπορέσουν να μειώσουν το έλλειμμα στέγης, να αξιοποιήσουν τα αδρανή ακίνητα και να δώσουν πραγματική ανακούφιση στις οικογένειες που αγωνίζονται για ένα σπίτι σε μια αγορά που συνεχίζει να πιέζει ασφυκτικά τους πολίτες.