Σε έναν αγώνα για τον έλεγχο των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού έχει μετατραπεί η εμπορική σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, καθώς οι δύο χώρες περιορίζουν την ανταλλαγή κρίσιμων τεχνολογιών. Πρόκειται για μια νέα εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει μακροχρόνιες συνέπειες για δεκάδες βιομηχανίες.
Οι New York Times γράφουν πως την περασμένη εβδομάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέστειλαν ορισμένες πωλήσεις προς την Κίνα εξαρτημάτων και λογισμικού που χρησιμοποιούνται σε κινητήρες αεροσκαφών και ημιαγωγούς, ως απάντηση στο Πεκίνο που πρόσφατα περιόρισε τις εξαγωγές ορυκτών που είναι κρίσιμα για μεγάλους τομείς της μεταποίησης.
Αυτός ο «πόλεμος» των αλυσίδων εφοδιασμού, που έρχεται να προστεθεί στους δασμούς που έχουν επιβάλει οι δύο χώρες στις εισαγωγές εκατέρωθεν, έχει προκαλέσει, σύμφωνα με τους Times μεγάλη ανησυχία σε εταιρείες που δηλώνουν ότι δεν μπορούν να κατασκευάσουν τα προϊόντα τους χωρίς εξαρτήματα από αμφότερες τις πλευρές.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η αεροπορική βιομηχανία έχει αναδειχτεί τόσο σε όπλο όσο και σε θύμα αυτής της σύγκρουσης.

«Η τεχνολογία κινητήρων τζετ που κινεί τα αεροπλάνα, καθώς και τα συστήματα πλοήγησης που τα ελέγχουν, προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ανεπτυγμένα από εταιρείες όπως η General Electric», γράφουν οι Times υπογραμμίζοντας ωστόσο πως «Ένας κινητήρας τζετ δεν μπορεί να κατασκευαστεί χωρίς την Κίνα, καθώς τα ορυκτά που επεξεργάζονται εκεί είναι απαραίτητα για ειδικές επιστρώσεις και εξαρτήματα που επιτρέπουν στον κινητήρα να λειτουργεί ομαλά σε υψηλές θερμοκρασίες».
Το Πεκίνο περιόρισε τις εξαγωγές αυτών των ορυκτών, γνωστών ως σπάνιες γαίες, τον Απρίλιο, μετά την απόφαση του προέδρου Τραμπ να επιβάλει υψηλούς δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές.
Η κίνηση αυτή απειλεί άμεσα την προηγμένη μεταποιητική βιομηχανία των ΗΠΑ – συμπεριλαμβανομένων και έργων που υλοποιούνται από πολλούς εργολάβους του υπουργείου Άμυνας, με τους Times να αναφέρουν πως τον Μάιο η Ford Motor έκλεισε προσωρινά εργοστάσιο στο Σικάγο, αφού ένας από τους προμηθευτές της ξέμεινε από μαγνήτες που χρειάζονται για την κατασκευή αυτοκινήτων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν επιβάλλοντας τους δικούς τους περιορισμούς στην τεχνολογία. Την περασμένη εβδομάδα, Αμερικανοί αξιωματούχοι ανέστειλαν ορισμένες άδειες που επέτρεπαν σε αμερικανικές εταιρείες να εξάγουν τεχνολογία αεροπλάνων στην Κίνα, καθώς και άλλες που σχετίζονται με τη βιοτεχνολογία και τους ημιαγωγούς, σύμφωνα με πρόσωπα που γνωρίζουν την υπόθεση.
Την ίδια στιγμή, αξιωματούχοι του υπουργείου Άμυνας, του υπουργείου Εσωτερικών και του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας επιταχύνουν τις προσπάθειες για την ανεύρεση περισσότερων εγχώριων πηγών σπανίων γαιών, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης κρατικής χρηματοδότησης για νέα ορυχεία και εγκαταστάσεις επεξεργασίας, σύμφωνα με πρόσωπα που γνωρίζουν την υπόθεση.
Όμως οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια ενδέχεται να χρειαστεί χρόνια, καθώς κατά μέσο όρο στις Ηνωμένες Πολιτείες απαιτούνται 29 χρόνια για την ανάπτυξη ενός μόνο ορυχείου, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της S&P.
Η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει επίσης το ενδεχόμενο να συμπεριληφθούν σημαντικοί Κινέζοι κατασκευαστές μικροτσίπ, καθώς και θυγατρικές τεχνολογικών κολοσσών όπως η Alibaba, η Tencent και η Baidu, σε μια λεγόμενη «λίστα οντοτήτων», η οποία τους απαγορεύει να εμπορεύονται με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι Times γράφουν πως το πεδίο για αυτή τη νέα μάχη προετοιμάζεται εδώ και χρόνια από τις δύο χώρες. Οι δύο οικονομίες προσπαθούν να προστατεύσουν τα στρατηγικής σημασίας αγαθά τους από τον έλεγχο του αντιπάλου τους, διαφοροποιώντας τις πηγές προμηθειών.
Αφού ο κ. Τραμπ επέβαλε δασμούς στην Κίνα κατά την πρώτη του θητεία, πολλές αμερικανικές εταιρείες ίδρυσαν εργοστάσια σε χώρες εκτός Κίνας, όπως το Βιετνάμ και το Μεξικό. Ο Σι Τζινπίνγκ, ο ηγέτης της Κίνας, επιδίωξε να μειώσει την εξάρτηση της χώρας του από ξένες πηγές ενέργειας και τεχνολογίας, διοχετεύοντας τεράστιες επενδύσεις σε εργοστάσια παραγωγής ημιαγωγών, φωτοβολταϊκών πάνελ και ηλεκτρικών οχημάτων.
Από το 2022, οι Ηνωμένες Πολιτείες επεκτείνουν σταθερά, σύμφωνα με τους Times ένα παγκόσμιο σύστημα ελέγχου των προηγμένων ημιαγωγών, με σκοπό να εμποδίσουν τη μεταφορά της σχετικής τεχνολογίας στην Κίνα. Οι κανονισμοί αυτοί στοχεύουν στον περιορισμό της πρόσβασης της Κίνας στην τεχνητή νοημοσύνη και τους προηγμένους υπολογιστικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνατοτήτων.
Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ έχουν απαγορεύσει ακόμα και σε εταιρείες άλλων χωρών να πωλούν προϊόντα στην Κίνα, εάν κατά την κατασκευή τους χρησιμοποιούν αμερικανικά εξαρτήματα, τεχνολογία ή λογισμικό.

Ως αντίδραση σε αυτούς τους περιορισμούς και τους νέους δασμούς του Αμερικανού πρόεδρου το Πεκίνο θέσπισε ένα σύστημα αδειοδότησης που του επιτρέπει να παρακολουθεί και να εγκρίνει τις πωλήσεις σπανίων γαιών -και των μαγνητών που κατασκευάζονται από αυτές- σε εταιρείες παγκοσμίως.
Όταν ο κ. Τραμπ αύξησε τους δασμούς προς την Κίνα στο 145% τον Απρίλιο, το Πεκίνο απάντησε στοχεύοντας τις εξαγωγές σπανίων γαιών, διακόπτοντας πολλές από αυτές.
Τον Μάιο, Αμερικανοί και Κινέζοι αξιωματούχοι κανόνισαν μια συνάντηση στη Γενεύη σε μια προσπάθεια αποκλιμάκωσης της εμπορικής έντασης.
Οι διαπραγματευτές συμφώνησαν στη Γενεύη να μειώσουν τους δασμούς. Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η Κίνα δήλωσε ότι θα «αναστείλει ή θα άρει τα μη δασμολογικά αντίμετρα που έλαβε κατά των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Απρίλιο», σύμφωνα με κοινή δήλωση.
Ωστόσο, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δηλώνουν ότι οι κινεζικές αποστολές των κρίσιμων ορυκτών δεν έχουν ακόμη επιστρέψει στα προηγούμενα επίπεδά τους.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social την Παρασκευή, ο Αμερικανός πρόεδρος έγραψε ότι η Κίνα «ΠΑΡΑΒΙΑΣΕ ΠΛΗΡΩΣ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΗΠΑ», προσθέτοντας: «ΤΕΛΟΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΛΟΣ!»
Ο Lin Jian, εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, αρνήθηκε την κατηγορία σε ενημέρωση Τύπου την Τρίτη, δηλώνοντας ότι η Κίνα έχει «επιμελώς εφαρμόσει» το συμφωνηθέν πλαίσιο που επετεύχθη στη Γενεύη.

Οι Times γράφουν πως η Κίνα εξορύσσει το 70% των σπανίων γαιών παγκοσμίως, αλλά πραγματοποιεί τη χημική επεξεργασία για το 90% αυτών. Η χώρα παράγει επίσης πάνω από το 80% των μπαταριών στον κόσμο, πάνω από το 70% των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, και περίπου το μισό του παγκόσμιου χάλυβα, σιδήρου και αλουμινίου, σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας.
«Η εξασφάλιση μιας εναλλακτικής προμήθειας πιθανότατα θα απαιτούσε από τις Ηνωμένες Πολιτείες να επενδύσουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια», δήλωσε ο κ. Ρόζεν, συνιδρυτής της ερευνητικής εταιρείας Rhodium Group, καθώς και συνεργασία με παγκόσμιους εταίρους πρόθυμους να εργαστούν για τη δημιουργία αλυσίδων εφοδιασμού εκτός Κίνας.
Ο Paul Triolo, εταίρος στην Albright Stonebridge Group, δήλωσε ότι υπήρξε αισθητή μείωση στις αποστολές κρίσιμων ορυκτών από τις αρχές Απριλίου, όταν ο Τραμπ επέβαλε για πρώτη φορά αστρονομικούς δασμούς στην Κίνα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τον Triolo, δεν έχουν άλλη επιλογή πέρα από το να διαπραγματευτούν με το Πεκίνο για το συγκεκριμένο ζήτημα όσο καταρτίζουν μια μακροπρόθεσμη στρατηγική με άλλες χώρες για να μειώσουν την εξάρτησή τους μέσα στα επόμενα χρόνια.