Ο «Νονός» είναι μια από τις ταινίες που πρέπει να δεις πριν πεθάνεις! Αυτό το κινηματογραφικό αριστούργημα, που θεωρείται ευρέως ως μία από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, όχι μόνο διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τη μαφία, αλλά επηρέασε ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο η Μαφία σκέφτεται για τον εαυτό της.

Υπάρχουν πραγματικές ηχογραφήσεις του FBI από πραγματικούς μαφιόζους που αναφέρουν το κλασικό έργο του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ένας Δον έπαιξε κάποτε το σάουντρακ της ταινίας στο γάμο της κόρης του, και ακόμη και ο υποδιοικητής των Γκαμπίνο, ο Σαλβατόρε Γκραβάνο, είπε κάποτε: «Πάντα έλεγα στους ανθρώπους, ακριβώς όπως στο Νονό “Αν έχετε έναν εχθρό, αυτός ο εχθρός γίνεται εχθρός μου”». Ωστόσο, ενώ ο Νονός είναι πλέον αγαπητός μεταξύ των γκάνγκστερ, υπήρξε μια εποχή που η Μαφία προσπάθησε με κάθε τρόπο να εμποδίσει την ταινία να γυριστεί.

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα πράγματα σχετικά με το αριστούργημα του Κόπολα, λοιπόν, που αφορά σε μια μαφιόζικη οικογένεια στη Νέα Υόρκη του 1940, και τη μάχη των μελών της για την κυριαρχία με τις άλλες ηγετικές οικογένειες της μαφίας, είναι ότι ήταν εξίσου περιπετειώδης εκτός οθόνης όσο και εντός.

Πράγματι, πυροδότησε έναν πόλεμο ανάμεσα σε δύο από τις πιο ισχυρές δυνάμεις στην Αμερική της δεκαετίας του 1970: τους τιτάνες του Χόλιγουντ και τους Ιταλοαμερικανούς επικυρίαρχους του οργανωμένου εγκλήματος. Επίσης, έσωσε την Paramount Pictures από την καταστροφή -και οι τρεις ταινίες κέρδισαν συνολικά στο box office 512 εκατομμύρια δολάρια– και άλλαξε για πάντα την κινηματογραφική παραγωγή.

Η πραγματική ιστορία πίσω από το «απειλούμενο» κλασικό γκανγκστερικό έργο, που παραμένει η καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ

Ο «Νονός» θεωρείται ευρέως ως μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, με τον εμβληματικό σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα ίσως να περίμενε να κλέψει λίγη από την προσοχή της μαφίας όταν ξεκίνησε να διασκευάσει το επικό μαφιόζικο μυθιστόρημα του Μάριο Πούζο «Ο Νονός». Ωστόσο, δεν συγκέντρωσε λίγη, αλλά, τελικά, πολλή από την προσοχή της Μαφίας της εποχής. Και δεν ήταν το είδος της προσοχής του τύπου «καλά θα κάνεις να βρεις αυτές τις λεπτομέρειες» ή «στην πραγματικότητα δεν τρώμε ζυμαρικά τόσο συχνά». Ήταν περισσότερο του τύπου «μπορεί να σκοτώσουμε ανθρώπους αν επιμείνεις να κάνεις αυτή την ταινία». Φοβούμενος, ωστόσο, τα πρόσθετα φώτα της δημοσιότητας, ο μαφιόζος Τζόζεφ Κολόμπο κήρυξε πόλεμο στην ταινία και έκανε ό,τι μπορούσε για να σταματήσει την παραγωγή. Τελικά, έκανε στους παραγωγούς μια προσφορά που δεν μπορούσαν να αρνηθούν, και η ταινία επιτράπηκε να συνεχιστεί.

Ο λόγος που η μαφία δεν ήθελε να ολοκληρωθεί ποτέ η ταινία

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η ιταλοαμερικανική Ένωση Πολιτικών Δικαιωμάτων -οργάνωση που δεν σχετιζόταν καθόλου με τη μαφία, αλλά ήταν εντελώς αρνητική απέναντι στον νόμο και την τάξη- με αρχηγό τον Τζόζεφ Κολόμπο απαίτησε από την Paramount Pictures να βάλει στο ράφι τον «Νονό». Κουρασμένη να βλέπει τους Ιταλούς να απεικονίζονται ως μοχθηροί κακοποιοί, η Ένωση διοργάνωσε συγκεντρώσεις σε όλη τη Νέα Υόρκη, συγκεντρώνοντας 500.000 δολάρια για να σταματήσει την παραγωγή.

Ωστόσο, η Λίγκα δεν ήταν τόσο ευγενής όσο φαινόταν. Η οργάνωση ιδρύθηκε το 1970 από τον Τζόζεφ Κολόμπο, αρχηγό της εγκληματικής οικογένειας Κολόμπο, μιας από τις διαβόητες πέντε οικογένειες της Νέας Υόρκης. Αηδιασμένος από αυτό που θεωρούσε φυλετική παρενόχληση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, ο Κολόμπο δημιούργησε τη Λίγκα Πολιτικών Δικαιωμάτων για να αντιδράσει. Και όταν άκουσε για το γκανγκστερικό έπος της Paramount, αποφάσισε ότι κανείς δεν θα έβλεπε ποτέ αυτή την ταινία. Ίσως ανησυχούσε για τα στερεότυπα. Ή ίσως δεν ήθελε όλη την ανεπιθύμητη προσοχή που θα προκαλούσε η ταινία.

Ωστόσο, όταν οι διαμαρτυρίες και οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις δεν έπιασαν τόπο, ο Κολόμπο έγινε ακόμη πιο απειλητικός. Αν και κανείς δεν θανατώθηκε ή τραυματίστηκε, τελικά, τα πράγματα σίγουρα έγιναν έντονα. Οι μαφιόζοι άρχισαν να παρακολουθούν τον παραγωγό Αλ Ράντι και στη συνέχεια ανέβασαν την ένταση σπάζοντας όλα τα παράθυρα του σπορ αυτοκινήτου του. Του άφησαν μάλιστα ένα σημείωμα, προειδοποιώντας τον να σταματήσει την ταινία αλλιώς, λοιπόν, κάτι πολύ κακό θα συνέβαινε.

Το στέλεχος της Paramount, Ρόμπερτ Έβανς, έλαβε ένα απειλητικό τηλεφώνημα που του έλεγε να φύγει από την πόλη, αλλιώς κάποιος θα του έσπαγε το πρόσωπο και θα έκανε κακό στο παιδί του. Συνδικάτα που ελέγχονταν από τη μαφία αρνούνταν να αφήσουν τον Κόπολα να γυρίσει σε ορισμένες γειτονιές, και κάποιος έκλεψε ακριβό κινηματογραφικό εξοπλισμό κάτω από τη μύτη του σκηνοθέτη. Τα γραφεία της Paramount στη Νέα Υόρκη χρειάστηκε ακόμη και να εκκενωθούν αφού λάβανε απειλητικά τηλεφωνήματα για βόμβα… δύο φορές.

Η συνάντηση μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών και η λύση που οδήγησε στην ολοκλήρωση της ταινίας

Τελικά, η Paramount αποφάσισε να συγκαλέσει συνάντηση με τους γκάνγκστερ. Ο Αλ Ράντι συναντήθηκε με τον Τζόσεφ Κολόμπο στο ξενοδοχείο Park Sheraton και οι δυο τους συζήτησαν τι έπρεπε να κάνουν με τον «Νονό». Παραδόξως, ο Κολόμπο είχε μόνο μια απαίτηση. Τα γυρίσματα θα μπορούσαν να συνεχιστούν αν η λέξη «Μαφία» διαγραφόταν από το σενάριο. Η λέξη «Μαφία» εμφανιζόταν συνολικά, μόλις, μία φορά σε ολόκληρο το σενάριο, κάτι που ο Αλ Ράντι γνώριζε, γι’ αυτό και δέχτηκε τους όρους του Κολόμπο με μεγάλη ευκολία.

Μετά τη συνάντηση, ο Κολόμπο ήταν ξαφνικά ενθουσιασμένος με την ιδέα μιας μαφιόζικης ταινίας. Οι γκάνγκστερ άρχισαν να εμφανίζονται στα γυρίσματα για να επισκεφθούν το καστ και το συνεργείο, ενώ έκαναν ιδιαίτερη προσπάθεια να συνομιλήσουν με τον Μάρλον Μπράντο. Ο Κολόμπο χρησιμοποίησε την επιρροή του ακόμη και για την επιλογή ενός σημαντικού χαρακτήρα. Ως παιδί, ο Τζιάνι Ρούσο δούλευε για το αφεντικό του εγκλήματος Φρανκ Κοστέλο και ήταν ένας από τους τύπους που βοήθησαν στη διαπραγμάτευση της μικρής διαφοράς μεταξύ της Paramount και της μαφίας. Για τη σκληρή δουλειά του, ο Κολόμπο φρόντισε να του δώσει το ρόλο του Κάρλο Ρίζι, του γαμπρού του Ντον Κορλεόνε.

Η τραγική κατάληξη του Κολόμπο και η τεράστια επιτυχία της ταινίας

Καθώς ο Φράνσις Φορντ Κόπολα γύριζε τις σκηνές όπου ο Μάικλ Κορλεόνε εξοντώνει τους εχθρούς του, λίγα τετράγωνα πιο πέρα ένας εκτελεστής πυροβολούσε τον Τζόζεφ Κολόμπο στο κεφάλι. Ο γκάνγκστερ που είχε δουλέψει τόσο σκληρά για να διαγράψει τη Μαφία από τον «Νονό» βγήκε από την ταινία επειδή τράβηξε πολύ την προσοχή στις Πέντε Οικογένειες. Όλες οι συγκεντρώσεις, οι διαμαρτυρίες και οι συνεντεύξεις του είχαν αποτύχει. Το αφεντικό του εγκλήματος πέρασε την υπόλοιπη ζωή του παράλυτος, και τελικά πέθανε το 1978. Και η ταινία, εναντίον της οποίας είχε αρχικά αγωνιστεί, κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας και απέκτησε κινηματογραφική αθανασία.