Τον Μάρτιο του 1938, η 8η στρατιά της Βέρμαχτ εισέβαλε στο αυστριακό έδαφος χωρίς να αντιμετωπίσει την αντίσταση του στρατού. Απεναντίας έγινε δεκτή με ναζιστικές σημαίες, λουλούδια και παραληρήματα εθνικιστικά. Γράφει η Χαρά Κιούση Ο Χίτλερ περιχαρής πανηγύριζε στην πλατεία Ηρώων της Βιένης την προσάρτηση (Anschluss) της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία. Η ενθουσιώδης υποδοχή και αποδοχή της διακήρυξης από το πλήθος, φθάνει από τα παράθυρα στο εσωτερικό της αστικής κατοικίας του εβραίου καθηγητή Γιόζεφ Σούστερ. Πενήντα χρόνια αργότερα ο πνευματικός αυτός άνθρωπος αυτοκτονεί, πέφτοντας στο πλακόστρωτο της Πλατείας. Η αφοσιωμένη του οικονόμος Τσίτελ, ο αδελφός του καθηγητή Ρόμπερτ Σούστερ, επίσης καθηγητής, τα παιδιά του Άννα, ο Λούκας και η Όλγα, η Χέντβιχ σύζυγος του αυτόχειρα, συγκεντρώνονται στο σπίτι τού εκλιπόντος για την κηδεία. Μέσα σε τρεις πράξεις οι συγγενείς ψυχικά εξουθενωμένοι, απελπισμένες σκιές του παρελθόντος και του νοσηρού παρόντος, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τη μισητή πατρίδα τους, «που είναι ένας μεγάλος σωρός κοπριάς». Ο Τόμας Bernhard διαδραματίζει το έργο μέσα σε μια μέρα «προφητεύοντας την άνοδο εξτρεμιστικών οργανώσεων, τις πρακτικές φυλετικού διαχωρισμού και εθνικιστικών προκαταλήψεων». Η κτηνωδία του πολέμου, τα υπόγεια πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα, η νοσηρή παρουσία του θανάτου στην καθημερινότητα και στην ίδια την ουσία της ζωής, τον επηρέασαν αμετάκλητα. Ο παραλογισμός της παράδοσης στους ναζί, το κυνηγητό των Εβραίων, η περιφρόνηση και η απόρριψη για κάθετι εθνικό μέσα από αυτήν την συνθήκη αναξιοπρέπειας και ανελευθερίας, τον εξοργίζουν. Ο συγγραφέας αμείλικτος, δεν χαρίζεται σε κανένα. «Αν εξαιρέσεις την εκκλησία δεν υπάρχει κανένα άλλο θέατρο στην ύπαιθρο. Ο μοναδικός φόβος της ανθρωπότητας είναι το ανθρώπινο πνεύμα. Η μεγαλύτερη δυστυχία μου είναι ότι είμαι Αυστριακός», λέει ο Bernhard. Στο έργο στηλιτεύει επίσης και την εβραϊκή καλή κοινωνία, ως μεγαλοαστική τάξη της Βιέννης. Η απόδοση στα Ελληνικά από την Έριδα Κύργια, συντελεί στην κατανόηση της δομής του δράματος. Μια φράση αρχικά που επαναλαμβάνεται με την υποστήριξη δευτερευουσών εμμονικών προτάσεων και μουσικές αναπνοές, δίνουν έμφαση σε νοήματα καθώς ελίσσονται. Το κείμενο ανασαίνει με παύσεις και ρυθμούς γλωσσικούς, όπου υπάρχει μια κωμικότητα που δίνει βαρύτητα στο τραγικό στοιχείο. Ο συγγραφέας βλέπει κατάματα τα πράγματα, με βλέμμα πικρής ειρωνείας. Η πολεμική τακτική, ωστόσο, στη γραφή του, αποτελεί κατάφαση στη ζωή ειδωμένη από αναρχική σκοπιά. Η διαμόρφωση των χαρακτήρων μέσα από ένα παιχνίδι μεθοδευμένων αντιφάσεων και υστερικών εντάσεων, φωτίζει την ανυπόφορη πραγματικότητα. Η στάση που κρατούν οι λαϊκοί άνθρωποι στο θάνατο, οι αποτυχημένες προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις, το νόσημα της ψυχής από την πολιτική νοσηρότητα ενός σκληρού έθνους. Στήνουν μια σύγχρονη τραγωδία. Κεντρικό πρόσωπο ο αυτόχειρ, σ’ ένα έργο που αρχίζει και τελειώνει με θάνατο. Η εύστοχη σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στην αυτοχειρία και στη ματαιότητα, που μάχονται με την δημιουργικότητα και την ενέργεια του πνεύματος. Εγείρει αμφιβολίες, αντιδράσεις και αντιστάσεις στο κοινό, που ξεχύνεται σήμερα σε Πλατείες με τους δικούς του ήρωες. Οι εξαιρετικές ερμηνείες της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη – Τσίτελ, του Χρήστου Στέργιογλου – Ρόμπερ Σούστερ και της Υβόννης Μαλτέζου – Κας Σούστερ ζωγράφισαν το πνευματικό και ψυχολογικό πορτραίτο του αυτόχειρα καθηγητού. Η Κ. Καραμπέτη αγνώριστη σ’ ένα ρόλο πρόκληση, ερμηνεύει την απόλυτη αυστηρότητα, την πίεση, τη βια, τη συντριβή, την πειθαρχημένη μεταπολεμική βαρβαρότητα και ταπείνωση, κάτι που δεν της επιτρέπει να παρεκτραπεί. Με αινιγματική υπεροψία απέναντι στα πρόσωπα της οικογένειας, αφήνοντας να διαφανεί η προσωπική της σχέση με τον καθηγητή. Γεγονός που της δίνει μια αυτονομία, αυτοπεποίθηση και υπεροχή, που πηγάζει από την πνευματικότητα που της ενστάλαξε ο αυτόχειρ. Ο Χ. Στέργιογλου με υποκριτική δεινότητα συμπυκνώνει σε δυο λόγια την ψυχολογία ενός κόσμου, «το τραγικό δεν είναι ότι ο αδελφός μου δεν ζει πια εδώ, είναι ότι εμείς μείναμε πίσω». Το έργο που αρχίζει και τελειώνει μ’ ένα θάνατο, υποστηρίζεται με τις καλές ερμηνείες και των άλλων ηθοποιών. Στην τελευταία σκηνή η Υβόνη Μαλτέζου – Κυρία Καθηγητού είναι η συμβολική εικόνα αμέτρητων προσώπων του μεταπολέμου, που βίωναν τον ψυχολογικό τους θάνατο μέσα από ντροπιαστικές μνήμες «και παράλογες ιδέες». Ιδέες που δυστυχώς εκφράζονται ενοχλητικά επικίνδυνες, «στον τρόμο του παρόντος». Αυστηρά σκούρα κοστούμια και ένα βουητό ενοχλητικών απόηχων, κλείνει το πένθιμο αποχαιρετιστήριο δείπνο, ενώ ο νεκρός εξακολουθεί ως ζωντανός να καθοδηγεί τις «ακυρωμένες» υπάρξεις τους, με τα καλογυαλισμένα σχολαστικά ζεύγη των υποδημάτων του και τα φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισά του να καταμαρτυρούν «μια συνωμοσία σιωπής των ανθρώπων για το παρελθόν τους».

Πληροφορίες παράστασης

Συντελεστές Μετάφραση: Έρι Κύργια Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς Βοηθός σκηνοθέτη: Θεοδώρα Καπράλου Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου Μουσική: Γιώργος Πούλιος Φωτογραφίες-βίντεο: Γκέλυ Καλαμπάκα Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος Μια συμπαραγωγή της Λυκόφως με το Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» Ερμηνεύουν οι: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστος Στέργιογλου, Μαρία Σκουλά, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Μπινιάρης, Άννα Καλαϊτζίδου, Σύρμω Κεκέ, Παναγιώτης Εξαρχέας Ημερομηνίες και ώρες παραστάσεων Τετάρτη: 20.00 Πέμπτη και Παρασκευή: 20.30 Σάββατο: 21.00 Κυριακή: 19.00 Διάρκεια: 140 λεπτά (με διάλειμμα) Τιμές εισιτηρίων Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο απόγευμα: 16 κανονικό και 12 μειωμένο (Φοιτητικό, Ανέργων, ΑμεΑ) Σάββατο & Κυριακή: 18 κανονικό και 12 μειωμένο (Φοιτητικό, Ανέργων, ΑμεΑ) Προπώληση: ticketservices.gr/event/plateia-iroon Θέατρο Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη, Αθήνα Τηλ.: 210 8217877