Η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ κατά το φετινό χειμώνα ανέδειξε τις σοβαρές αδυναμίες της ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της ενέργειας.

Γράφει η Ελίζα Βόζενμπεργκ*

Είναι αλήθεια ότι η ανατροπή της εφοδιαστικής αλυσίδας μετά την κρίση της  πανδημίας, η ραγδαία άνοδος του πληθωρισμού και η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εντάσεις στο μέτωπο της Ουκρανίας, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό ενεργειακό παζλ.

Ειδικά η τιμή του φυσικού αερίου, από την οποία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό το τελικό κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, εξαιτίας της μεγάλης ζήτησης μετά το άνοιγμα της οικονομίας, των χαμηλών αποθεμάτων, των αργών παραδόσεων υγροποιημένου αερίου και της χαμηλής παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Με αυτά τα δεδομένα, η μεγάλη εξάρτηση της Ευρώπης από το φυσικό αέριο ως βασική πηγή ενέργειας και από τη Ρωσία ως το μεγαλύτερο προμηθευτή σε ποσοστό που πλησιάζει το 40%, οδήγησαν στη σημερινή δύσκολη κατάσταση.

Μάλιστα κατά τους τελευταίους μήνες και ενώ η ενεργειακή κρίση κορυφωνόταν μαζί με την ένταση στην Ουκρανία, η Ρωσική πλευρά περιέκοψε τις βραχυπρόθεσμες εξαγωγές προς την ΕΕ, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με τα χαμηλά αποθέματα στις ευρωπαϊκές αποθήκες, κατέστησε ιδιαίτερα ευάλωτη την Ευρώπη απέναντι στις διαθέσεις της Ρωσίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες και από τη στιγμή που ο πρόεδρος Πούτιν άναψε το φυτίλι στην Ουκρανία, δεν προκάλεσε έκπληξη ότι δια στόματος Μεντβέντεφ, μετά την απόφαση της Γερμανίας να παγώσει την πιστοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream-2, απείλησε την Ευρώπη ότι “θα βρεθεί σ’ έναν νέο κόσμο, στον οποίο θα πληρώνει 2.000 ευρώ για χίλια κυβικά μέτρα αερίου”.

Αυτές οι δραματικές εξελίξεις και η δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΕΕ, επαναφέρουν τους προβληματισμούς για την αποτελεσματικότητα της ενεργειακής της πολιτικής.

Βασικά σημεία ανησυχίας αποτελούν η μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές ενεργειακών πόρων, η περιορισμένη διαφοροποίηση ενεργειακών πηγών, οι ασταθείς τιμές στο χρηματιστήριο ενέργειας, η διογκούμενη παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση, οι κίνδυνοι ασφάλειας για τις χώρες παραγωγής και διαμετακόμισης και η ανάγκη αύξησης του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις παραπάνω αδυναμίες ήδη από τη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Οκτωβρίου με αφορμή την από τότε διαφαινόμενη ενεργειακή κρίση είχε προτείνει μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία θα έθετε αναχώματα στην ενεργειακή περιπέτεια, με την οποία θα βρίσκονταν αντιμέτωποι το χειμώνα οι ευρωπαίοι πολίτες.

Σε κοινό μέτωπο με Γαλλία, Ισπανία και άλλα κράτη μέλη, πρότεινε συνολική αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος σε  διαρθρωτικό επίπεδο, με έμφαση σε παρεμβάσεις όπως
η αγορά φυσικού αερίου συνολικά από την ΕΕ και η αύξηση της αποθήκευσης αερίου, ούτως ώστε να έχουμε λιγότερες βραχυπρόθεσμες στρεβλώσεις στην αγορά, όταν χρειαζόμαστε μεγαλύτερες ποσότητες  αερίου.

Μάλιστα ο Έλληνας Πρωθυπουργός ανέδειξε το στρατηγικό ρόλο που δύναται να διαδραματίσει στο ενεργειακό πεδίο η Ανατολική Μεσόγειος. Αφ’ ενός με το φυσικό αέριο που μπορεί να μεταφερθεί σε υγροποιημένη μορφή από την Αίγυπτο προς την Ελλάδα και από εκεί προς το ευρωπαϊκό δίκτυο φυσικού αερίου και αφ’ ετέρου με την ηλεκτρική ενέργεια, η οποία επίσης μπορεί να παράγεται στη Βόρεια Αφρική με ιδιαίτερα φθηνό κόστος και εν συνεχεία να μεταφέρεται μέσω καλωδίων από την Αίγυπτο στην Ευρώπη μέσω Ελλάδας.

Είναι προφανές ότι το πρόβλημα στην ενεργειακή στρατηγική της ΕΕ πηγάζει από το διαφορετικό μείγμα ενεργειακών πηγών που διαθέτει ή προτεραιοποιεί κάθε κράτος μέλος. Επί παραδείγματι η Γαλλία είναι υπέρμαχος της πυρηνικής ενέργειας, Αυστρία, Ολλανδία, Σουηδία και Δανία απορρίπτουν ως μη βιώσιμη κάθε δραστηριότητα ορυκτού φυσικού αερίου και Γερμανία, Ολλανδία, Ισπανία και Βέλγιο υποστηρίζουν την εισαγωγή πράσινου υδρογόνου, στην οποία αντιτίθενται Ουγγαρία, Πολωνία και Εσθονία.

Το ενεργειακό παζλ της ΕΕ αποτελεί μία δύσκολη εξίσωση, όμως οι πρόσφατες εξελίξεις κατέδειξαν τη χρησιμότητα ενός κεντρικού ευρωπαϊκού μηχανισμού με στόχο την απορρόφηση των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας ειδικά προς όφελος των ευάλωτων νοικοκυριών. 

Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποθεματοποίηση φυσικού αερίου, μεταρρύθμιση της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μείωση της εξάρτησης από χώρες εξαγωγείς αερίου, ενεργειακή ανεξαρτησία μέσω διαφοροποίησης των ενεργειακών προμηθειών και βελτίωση του συστήματος εμπορίας ρύπων.

Η ενεργειακή κρίση και η γεωπολιτική αναταραχή που βιώνει η ΕΕ καθιστούν αναγκαία μία κοινή στρατηγική, κατά το επιτυχημένο πρότυπο της αντιμετώπισης της κρίσης της πανδημίας. Η ισχύς της ενιαίας αγοράς των 450 εκ καταναλωτών μπορεί να τη στηρίξει και να εγγυηθεί την ενεργειακή αυτονομία και ασφάλεια της Ευρώπης.

*Η Ελίζα Βόζενμπεργκ είναι Ευρωβουλευτής της ΝΔ