Ο Σι Τζινπίνγκ βγήκε ενισχυμένος από το συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, αφού αναδείχθηκε εκ νέου επικεφαλής του και κατά συνέπεια της χώρας για τρίτη συναπτή θητεία.

Τα πέντε επόμενα χρόνια έχει να αντιμετωπίσει αρκετές προκλήσεις, οι βασικές εκ των οποίων αφορούν στην οικονομία, την Ταϊβάν, τον κορονοϊό και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων αναλύει τα «μέτωπα» που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει ο Σι Τζινπίνγκ

Οικονομία

Έπειτα από δεκαετίες γοργής οικονομικής ανάπτυξης, η Κίνα είναι αντιμέτωπη με την επιβράδυνση της οικονομίας της.

Η οικονομική κατάσταση της χώρας επιδεινώθηκε από την πολιτική «μηδενικής covid» που προωθεί ο Σι, εξαιτίας της οποίας επιβάλλονται συχνά lockdown με αποτέλεσμα να πλήττεται η οικονομική δραστηριότητα.

Εξάλλου η κινεζική οικονομία είναι αντιμέτωπη με υποτονική κατανάλωση, κρίση στον κλάδο των ακινήτων και περιορισμό της δραστηριότητας στους κλάδους της τεχνολογίας και της ενισχυτικής διδασκαλίας.

«Δεν δημιούργησε ο Σι Τζινπίνγκ αυτά τα οικονομικά προβλήματα», δήλωσε η Μαρί- Φρανσουάζ Ρενάρ, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Clermont- Auvergne και ειδική σε θέματα κινεζικής οικονομίας. «Αντίθετα, ο τρόπος δράσης του τα επιδείνωσε διότι προκάλεσε αβεβαιότητα» πρόσθεσε.

Η απόφαση του Σι να διορίσει μόνο στενούς του συμμάχους στο βασικό όργανο εξουσίας, τη Διαρκή Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος, εγείρει ανησυχίες ότι θα προκρίνει την ιδεολογία εις βάρος της ανάπτυξης.

Ταϊβάν

«Η επανένωση της πατρίδας πρέπει να πραγματοποιηθεί και θα πραγματοποιηθεί» τόνισε ο Σι στη διάρκεια του συνεδρίου του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Καθώς ο Σι βγήκε ενισχυμένος από το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός στην Κίνα, ενδέχεται να προσπαθήσει να διευθετήσει το ζήτημα της Ταϊβάν, εκτίμησαν αναλυτές.

Το Πεκίνο θεωρεί το νησί των 23 εκατομμυρίων κατοίκων αναπόσπαστο μέρος του κινεζικού εδάφους, αν και η Ταϊβάν έχει εδώ και επτά δεκαετίες δική της κυβέρνηση και στρατό.

Οποιαδήποτε κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν θα προκαλέσει αναταραχή στις αλυσίδες ανεφοδιασμού σε όλο τον κόσμο, καθώς το νησί αποτελεί τον σημαντικότερο παραγωγό ημιαγωγών παγκοσμίως.

Μια τέτοια στρατιωτική επέμβαση θα προκαλούσε την αγανάκτηση της Δύσης, θα απομόνωνε την Κίνα και θα έφερνε Πεκίνο και Ουάσινγκτον πιο κοντά από ποτέ σε μια άμεση πολεμική σύγκρουση.

Η ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας οξύνθηκε ακόμη περισσότερο μετά τον Αύγουστο, όταν επισκέφθηκε την Ταϊβάν η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι.

Μηδενική covid

Η στρατηγική αυτή επέτρεψε στην Κίνα να διατηρήσει τον αριθμό των νεκρών από την πανδημία γύρω στις 5.000, βάσει των επίσημων στοιχείων. Ωστόσο, οι αντιδράσεις είναι πλέον πολλές από τους επιχειρηματικούς κύκλους, καθώς η πολιτική αυτή οδηγεί σε lockdown που πλήττουν την οικονομία.

Σχεδόν τρία χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων κρουσμάτων της covid-19 στην Ουχάν της Κίνας, ολοένα και περισσότεροι Κινέζοι νιώθουν κουρασμένοι και αγανακτισμένοι από τα υγειονομικά μέτρα που επιβάλλονται με ζήλο.

Κίνα κορονοϊός

«Θέτουμε τους ανθρώπους και τη ζωή τους πάνω απ’ όλα», υπογράμμισε ο Σι στη διάρκεια του συνεδρίου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η πολιτική αυτή δεν πρόκειται να αναθεωρηθεί σύντομα.

«Καμία χαλάρωση δεν αναμένεται πριν το 2024», εκτίμησε σήμερα ο αναλυτής Τζούλιαν Έβανς- Πρίτσαρντ του Capital Economics.

Ανθρώπινα δικαιώματα

Δέκα χρόνια αφότου αναδείχθηκε για πρώτη φορά στην προεδρία της Κίνας ο Σι, η κοινωνία των πολιτών έχει σχεδόν εξαφανιστεί, η αντιπολίτευση έχει φιμωθεί και δεκάδες ακτιβιστές έχουν βρεθεί στη φυλακή.

Στην επαρχία Σιντζιάνγκ το Πεκίνο κατηγορείται ότι έκλεισε σε «στρατόπεδα» τουλάχιστον ένα εκατομμύριο ανθρώπους, κυρίως μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων. Δυτικές έρευνες κάνουν λόγο για «αναγκαστική εργασία» και «γενοκτονία» στη Σιντζιάνγκ εξαιτίας των «αναγκαστικών» στειρώσεων και αμβλώσεων.

Η Κίνα απορρίπτει τις κατηγορίες αυτές, παρά την έκθεση του ΟΗΕ που τις χαρακτήρισε «αξιόπιστες».

Η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι πιθανό να βελτιωθεί στη διάρκεια της τρίτης θητείας του Σι.

Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό «να εντείνει τις επιθέσεις του» στα δικαιώματα αυτά, όχι μόνο στο εσωτερικό της Κίνας αλλά και «παγκοσμίως», εκτίμησε η Σόφι Ρίτσαρντσον, διευθύντρια του Human Rights Watch για την Κίνα.