Η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) ψηφίζει την Κυριακή για την εκλογή του «προέδρου» της περιοχής αυτής, η οποία αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία και οι κάτοικοι της οποίας ελπίζουν σε ένα μεγαλύτερο άνοιγμα στον κόσμο.

Το κύριο έργο του νικητή των εκλογών θα είναι η διεξαγωγή των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία, που είναι μέλος της ΕΕ και ελέγχει τα τρία τέταρτα του νησιού.

Όμως οι περίπου 300.000 κάτοικοι της ΤΔΒΚ δεν τρέφουν μεγάλες ελπίδες, γνωρίζοντας πως ο «πρόεδρος» θα κληρονομήσει μία κατάσταση την οποία κανένας ηγέτης, κανένα ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών, δεν κατάφερε να διευθετήσει εδώ και πάνω από 40 χρόνια.

«Είναι καθήκον μου να ψηφίσω», δηλώνει ωστόσο ο Αχμέντ Σαντίν, 29 ετών, ο οποίος θα ήθελε να πιστεύει σε ένα επικείμενο τέλος της «απομόνωσης» της ΤΔΒΚ. «Δεν υπάρχει μέλλον εδώ, έχει κλείσει».

Καθισμένη μπροστά από το κατάστημά της στην παλιά αγορά του κατεχόμενου βόρειου τμήματος της Λευκωσίας, η Ερχάμ Τέιλορ ονειρεύεται επίσης ότι τα πράγματα αλλάζουν. «Θέλουμε να μπορούμε να αναπνέουμε ελεύθερα και να κάνουμε εμπόριο χωρίς εμπάργκο». Λέει η 62χρονη γυναίκα, το μαγαζάκι της οποίας ξεχειλίζει από πανέρια, μαντίλια και ψιλοπράγματα.

Η ΤΔΒΚ ζει «ενωμένη» με την Τουρκία, οι ακτές της οποίας απέχουν περίπου 80 χλμ. Για τον υπόλοιπο κόσμο η περιοχή αυτή είναι μία κατεχόμενη ζώνη την οποία προσάρτησε η Άγκυρα το 1974 αντιδρώντας σε ένα εθνικιστικό πραξικόπημα που είχε σκοπό την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Περίπου 1.000 κυανόκρανοι του ΟΗΕ επιτηρούν την «πράσινη γραμμή» η οποία χωρίζει το νησί από την ανατολή μέχρι τη δύση, ενώ δεκάδες χιλιάδες τούρκοι στρατιώτες “σταθμεύουν” στη βόρεια Κύπρο.

«Οι άνθρωποι γεννιούνται, ζουν, αποκτούν παιδιά και πεθαίνουν περιμένοντας ότι οι ηγέτες θα επιλύσουν την κατάσταση. Μάταια», λέει η Ερμίν Τζολάκ, δικηγόρος ειδικευμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην προσπάθεια να εξηγήσει την αυξανόμενη αδιαφορία του πληθυσμού.

«Το κυπριακό πρόβλημα» είναι το κυριότερο διακύβευμα της προεκλογικής εκστρατείας των επτά υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και ο απερχόμενος «πρόεδρος» Ντερβίς Έρογλου.

Οι αφίσες τους γεμίζουν τις προσόψεις των κτιρίων στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Λευκωσίας, στην Αμμόχωστο, την Κερύνεια και τη Μόρφου, στις μεγάλες πόλεις όπου πραγματοποίησαν τις συγκεντρώσεις τους. Η συμμετοχή προμηνύεται αυξημένη, σύμφωνα με τους ειδικούς.

Τη δημόσια συζήτηση απασχόλησε επίσης το ακανθώδες θέμα των σχέσεων της ΤΔΒΚ με την Τουρκία, η οποία συμβάλλει στο 30% του προϋπολογισμού και χρηματοδοτεί ένα μεγάλο μέρος των υποδομών.

«Θέλω ο μελλοντικός “πρόεδρος” να μην παίρνει εντολές από την Τουρκία ούτε και από οποιαδήποτε άλλη χώρα», λέει η Ερχάμ Τέιλορ. «Δεν θέλουμε καμία ανάμιξη».

Ο Έρογλου κατηγορείται από τους αντιπάλους του ότι είναι υπερβολικά προσκείμενος στην Άγκυρα. Ωστόσο πολλοί αμφιβάλλουν κατά πόσον αυτή η εξάρτηση θα είναι λιγότερο ισχυρή αν κερδίσει κάποιος από τους άλλους δύο επικρατέστερους υποψηφίους, ο πρώην δήμαρχος της κατεχόμενης Λευκωσίας Μουσταφά Ακιντζί ή η πρόεδρος της «βουλής» Σιμπέλ Σιμπέρ.

«Οι υποψήφιοι είναι όπως οι χορεύτριες της κοιλιάς που δεν πρέπει να στενοχωρούν την Τουρκία και ταυτόχρονα [πρέπει να] δείξουν ότι μπορούν να το κάνουν αν το θελήσουν», εξηγεί ο αναλυτής Μέτε Χατάι.

Για πρώτη φορά, η προεκλογική εκστρατεία σημαδεύτηκε και από άλλα θέματα, αν και σύμφωνα με το «σύνταγμα» ο «πρόεδρος» δεν έχει πολλές εξουσίες εκτός από τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων. «Για τον κοινό άνθρωπο, ο “πρόεδρος” πρέπει επίσης να ασχοληθεί με το περιβάλλον, την εκπαίδευση ή την υγεία», υπογραμμίζει ο Αχμέντ Σοζέν, αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Μεσογείου στην Αμμόχωστο.

Δηλώνει επίσης πως έχει εκπλαγεί που η συζήτηση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας αφορούσε επίσης ευαίσθητα ζητήματα όπως «η διαφθορά ή ο νεποτισμός».

Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος για τον οποίο η Γκαμζέ Καραντερί πρόκειται να ψηφίσει την Κυριακή. Η 36χρονη πρώην δικηγόρος έβγαλε την τήβεννο αηδιασμένη από ένα «σύστημα» το οποίο δεν της επέτρεψε να πραγματοποιήσει το όνειρό της, να γίνει δικαστής, επειδή, όπως λέει, δεν είχε τις κατάλληλες διασυνδέσεις.

Από τότε η Γκαμζέ Καραντερί δουλεύει σε ένα κατάστημα στο παλιό καραβάν σεράι της Λευκωσίας σχεδόν για το τίποτε. Όμως «δεν εγκατέλειψα κάθε ελπίδα. Εξακολουθώ να αγαπώ τον τόπο μου», λέει.