Το τέλειο έγκλημα αποτελεί ζητούμενο για κάθε κακοποιό που σέβεται τον εαυτό του, μόνο που όπως έχει αποδείξει η εγκληματική ιστορία, είναι κάτι που ευκολότερα λέγεται παρά γίνεται.

Ανεξιχνίαστες υποθέσεις υπάρχουν βέβαια ένα σωρό και κάποιες από αυτές θα ήταν σοβαρές υποψηφιότητες για το τέλειο έγκλημα.

Εδώ όμως θα δούμε μια ελαφρώς διαφορετική ιστορία, την οποία θα θυμηθούν σίγουρα οι λάτρεις του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Ο μέγας μετρ του σινεμά μάς την αφηγήθηκε στο «Βρόχο» του το 1948, το υπέροχο δράμα δωματίου που έμεινε γνωστό και ως «Θηλιά» (Rope).

Οι ευκατάστατοι φοιτητές και εραστές Nathan Leopold και Richard Loeb επιστράτευσαν την ανωτερότητά τους, όπως πίστευαν τουλάχιστον, όχι μόνο για να κάνουν έναν φόνο, αλλά και για να τη βγάλουν καθαρή.

«Έγκλημα του αιώνα» το χαρακτήρισε από την πρώτη στιγμή ο σκανδαλοθηρικός Τύπος. Για τους δυο νεαρούς δολοφόνους και ακραία νοσηρούς εγκεφάλους όμως δεν ήταν παρά το δικό τους τέλειο έγκλημα.

Όχι γιατί δεν θα πιάνονταν, αλλά γιατί πίστεψαν πως δικαιούνταν ακόμα και να σκοτώσουν χωρίς συνέπειες. Κανείς δεν ήταν εξάλλου σαν αυτούς…

Προοίμιο: Τα εγκληματικά μυαλά των Leopold και Loeb

Εκείνο το απόγευμα της 10ης Νοεμβρίου 1923, ο Νathan Leopold ήταν κακόκεφος. Είχε συμφωνήσει να οδηγήσει με τον φίλο και εραστή του Richard Loeb από το πανεπιστήμιο του Σικάγο ως το πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, ώστε να εκδικηθεί ο Loeb την παλιά του αδελφότητα.

Κατάφεραν πράγματι να κλέψουν μερικά αντικείμενα, τίποτα το φοβερό πάντως, κάτι ρολόγια και μερικές δεκάδες δολάρια. Στο ταξίδι της επιστροφής, ο Leopold ήταν πολύ σκεφτικός. Πολύς κόπος για τόσο μικρή ανταμοιβή, σκεφτόταν, και διαμαρτυρόταν στον σύντροφό του.

Ο Loeb κατάφερε τελικά να του φτιάξει το κέφι, διαβεβαιώνοντάς τον πως είχε συλλάβει την ιδέα για το «τέλειο έγκλημα», όπως του είπε χαρακτηριστικά. Οι δύο νεαροί φοιτητές είχαν κάνει αρκετές διαρρήξεις μαζί, αλλά και κάποιους εμπρησμούς, κανένα όμως από τα εγκλήματά τους δεν είχε κριθεί επαρκές για να σκαρφαλώσει σε κάποιο πρωτοσέλιδο.

Ο Loeb ήθελε να κάνει το έγκλημα για το οποίο θα μιλούσε όλο το Σικάγο. Και γιατί μόνο το Σικάγο και όχι όλος ο κόσμος; Και τι καλύτερο για πρωτοσέλιδο από μια απαγωγή και φόνο ενός παιδιού;

Αν ζητούσαν μάλιστα και λύτρα από τους γονείς, ακόμα καλύτερα. Τα λύτρα θα έκαναν το έργο τους ακόμα δυσκολότερο, ήξεραν πως δεν είναι εύκολο να πάρεις τα λεφτά χωρίς να σε πιάσουν.

Η απαγωγή ωστόσο ενός παιδιού ήταν τόσο μοχθηρό έγκλημα που θα τους έδινε τη ζοφερή φήμη που αποζητούσαν.

Leopold και Loeb

Οι δύο νεαροί είχαν γνωριστεί το καλοκαίρι του 1920. Και οι δυο τους είχαν μεγαλώσει σε ένα ακριβό προάστιο του Σικάγο, προέρχονταν από πλούσιες οικογένειες, με πολύ καλές διασυνδέσεις. Ο Leopold ήταν μάλιστα τόσο καλός μαθητής που έγινε δεκτός στο πανεπιστήμιο του Σικάγο μόλις στα 15 του.

Το σημαδιακό 1924, ο 19χρονος Leopold σπούδαζε νομική και όλοι έλεγαν πως είχαν μπροστά τους τον επόμενο μεγαλοδικηγόρο του Σικάγο. Αντίστοιχη πορεία είχε και ο 18χρονος Loeb: γόνος πάμπλουτης οικογένειας κι αυτός, διακρίθηκε ακαδημαϊκά και βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Σικάγο στα 14 του.

Πολλά κοινά δεν είχαν ως άνθρωποι, ο Loeb ήταν αλαζόνας και εξωστρεφής, ενώ ο Leopold κοινωνικά αδέξιος και σχεδόν μισάνθρωπος. Τους συνέδεε ωστόσο ο έρωτάς τους. Και το πάθος τους για καταστροφή. Αλλά και η αγάπη για τα γραπτά του Νίτσε, ειδικά για τον υπεράνθρωπό του.

Ο Loeb «δίδασκε» στους συμφοιτητές του για τον μυθικό υπεράνθρωπο του φιλοσόφου, τους έλεγε πως ακόμα και ο φόνος ήταν αποδεκτός για αυτόν, καθώς ο ανθρώπινος νόμος δεν τον άγγιζε, ούτε και η τρέχουσα ηθική.

Ο Leopold δεν είχε καμία αντίρρηση στο δολοφονικό σχέδιο του εραστή του. Πέρασαν μέρες και μέρες εκείνο τον χειμώνα σκαρώνοντας στα χαρτιά το τέλειο έγκλημα. Αποφάσισαν για λύτρα 10.000 δολαρίων, πώς όμως θα τα αποσπούσαν χωρίς να πιαστούν;

Το σχέδιό τους ήταν ό,τι καλύτερο είχαν σκεφτεί ποτέ: θα ανάγκαζαν τον πατέρα του θύματος να πετάξει το πακέτο με τα λεφτά από κινούμενο τρένο, κι εκείνοι θα περίμεναν κάπου εκεί κοντά με το αυτοκίνητό τους.

Η εκτέλεση του τέλειου εγκλήματος

Το απογευματάκι της 21ης Μαΐου 1924, οι Leopold και Loeb όργωναν με το νοικιασμένο όχημά τους τις ακριβές γειτονιές του Σικάγο, αναζητώντας το θύμα τους. Ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν, όταν ο Loeb διέκρινε ξαφνικά στον δρόμο τον ξάδερφό του, Bobby Franks.

Ο πατέρας του Bobby ήταν πλούσιος επιχειρηματίας που θα μπορούσε να πληρώσει τα τσουχτερά λύτρα. Ο 14χρονος μπήκε πρόθυμα στο αυτοκίνητο, στη θέση του συνοδηγού, βλέποντας τον ξάδερφό του στο πίσω κάθισμα.

Ο Loeb ήταν να αναισθητοποιήσει το θύμα χτυπώντας το με ένα ξύλο στο κεφάλι. Μόνο που παρά τα παρατεταμένα χτυπήματά του και το αίμα που ανάβλυζε, ο Bobby είχε ακόμα τις αισθήσεις του. Προσπαθώντας να τον κάνει να σταματήσει, τον έπνιξε. Τα κλάματα και οι φωνές έπαψαν επιτέλους, αναφώνησαν ανακουφισμένοι οι δυο νεαροί εγκληματίες.

Μόνο που το τέλειο έγκλημα που είχαν σχεδιάσει στο χαρτί πήγε περίπατο. Τώρα είχαν να ξεφορτωθούν το πτώμα και ήταν ανάστατοι. Κι έτσι έκαναν το μοιραίο λάθος. Την ώρα που έριχναν τη σορό σε ένα χαντάκι έξω από την πόλη, τα γυαλιά που είχε ο Leopold στην τσέπη του σακακιού του έπεσαν στο λασπωμένο έδαφος.

Επιστρέφοντας στην πόλη, τα δυο παιδιά ταχυδρόμησαν κανονικά το γράμμα με τα λύτρα, το οποίο θα βρισκόταν την επομένη στο σπίτι των Frank. Μέχρι τις 8:00 το πρωί εκείνης της μέρας όμως, είχε εντοπιστεί και το πτώμα του παιδιού από περαστικό.

Η οικογένεια επιβεβαίωσε στην αστυνομία ότι το θύμα ήταν ο 14χρονος γιος τους. Το τέλειο έγκλημα ήταν τώρα λιγότερο τέλειο και κανείς τους δεν σκεφτόταν πια την ιστορία με τα λύτρα.

Η εισαγγελική έρευνα

Μεγάλο ρόλο στην υπόθεση έπαιξε ο εισαγγελέας Robert Crowe, που πήρε την υπόθεση πατριωτικά. Όταν κατάφερε να «δέσει» τον Leopold με το χαμένο ζευγάρι γυαλιών, οι δύο φοιτητές έγιναν οι Νο 1 ύποπτοι.

Δέκα μόλις μέρες μετά τον φόνο, στις 31 Μαΐου συγκεκριμένα, τα δυο αγόρια ομολόγησαν το έγκλημα και με μεγάλη προθυμία έκαναν την αναπαράστασή του.

Ο Crowe ήταν τόσο χαρούμενος που δήλωνε στον Τύπο ότι αυτή θα ήταν «η πιο ολοκληρωμένη υπόθεση που παρουσιάστηκε ποτέ σε ενόρκους». Αλλά και ότι οι δύο ύποπτοι θα καταδικάζονταν σε θανατική ποινή διά απαγχονισμού.

Οι Leopold και Loeb συνεργάζονταν υπόπτως πολύ με την αστυνομία, παρουσιάζοντας όλα τα επιβαρυντικά στοιχεία εναντίον τους. Ακόμα και τη γραφομηχανή που είχαν γράψει την επιστολή για τα λύτρα παρέδωσαν στον εισαγγελέα.

Κι αυτό γιατί πόνταραν στη δίκη. Εκεί θα κρινόταν τελικά η έκβαση του τέλειου εγκλήματος…

Η δίκη

Η δίκη δεν θα μπορούσε να μην είναι πολύκροτη, όπως ανακάλυψε γρήγορα γρήγορα ο Crowe. Ο Leopold είχε ομολογήσει πως σκότωσαν τον Bobby αποκλειστικά για χάρη της συγκίνησης.

Ο πλούτος των δύο κατηγορουμένων, οι υψηλές διασυνδέσεις των οικογενειών τους, ακόμα και η κοινωνική θέση τους στην πόλη, όλα αποτελούσαν πρόβλημα για τον εισαγγελέα. Και βέβαια η υψηλή νοημοσύνη των δύο νεαρών και το μορφωτικό τους επίπεδο.

Αλλά και ο ίδιος δεν ήταν αμελητέο μέγεθος. Στα 45 του πια, είχε μια μακρά πορεία ως γενικός εισαγγελέας της πολιτείας και ήταν έτοιμος να κατέβει για δήμαρχος του Σικάγο με τους Ρεπουμπλικανούς, μια νίκη που φάνταζε σχεδόν σίγουρη.

Το να στείλει τους δυο νεαρούς στην αγχόνη θα ήταν το αποφασιστικό βήμα για την πολιτική του καριέρα. Δεν υπολόγιζε όμως τον τρομερό δικηγόρο που προσέλαβαν αμφότερες οι οικογένειες των κατηγορουμένων, κανέναν άλλο από τον Clarence Darrow. Ο οποίος είχε στο ενεργητικό του μια σειρά από τις πλέον προβεβλημένες ποινικές δίκες των ΗΠΑ και μετρούσε εμφατικές νίκες.

Και βέβαια την προηγούμενη μόλις χρονιά, ο Darrow είχε γελοιοποιήσει τον Crowe στη δικαστική αίθουσα, κερδίζοντας εύκολα μια δύσκολη υπόθεση.

Ο δικηγόρος πόνταρε στην απέχθειά του για τη θανατική καταδίκη ώστε να μεταστρέψει υπέρ των δυο νεαρών την κοινή γνώμη. Ήθελε να μεταμορφώσει τη δίκη από ποινικό δικαστήριο σε καταγγελία της θανατικής καταδίκης, που δεν είχε όπως έλεγε θέση στο σύγχρονο ποινικό σύστημα.

Η δίκη ξεκίνησε στις 21 Ιουλίου 1924 και από την πρώτη στιγμή ο Darrow ζήτησε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη για την πνευματική κατάσταση των πελατών του. Αν ήταν διαταραγμένοι ψυχικά, τότε το έγκλημά τους είχε ιατρική βάση, επιχειρηματολογούσε.

Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι Nathan Leopold και Richard Loeb είχαν σκοτώσει τον Bobby Franks, αγόρευε στην αίθουσα. Ζητούσε ωστόσο επιείκεια στη βάση τριών παραγόντων: του νεαρού της ηλικίας τους, της ομολογίας τους και της ψυχικής τους κατάστασης.

Ήταν εξαιρετική κίνηση. Χαρακτηρίζοντάς τους ενόχους, απέφυγε τη δίκη με ενόρκους. Ο δικαστής ήταν πλέον υποχρεωμένος να απαγγείλει τις ποινές τους, που κυμαίνονταν από κάθειρξη 14 ετών ως και θανατική ποινή.

Τον υπόλοιπο Ιούλιο και τον Αύγουστο κατέθεταν στο δικαστήριο μόνο ψυχίατροι και επαγγελματίες της υγείας. Οι διασυνδέσεις των δύο οικογενειών φάνηκαν και με το παραπάνω.

Ο ίδιος ο William Alanson White, πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας, κατέθετε πως τόσο ο Leopold όσο και ο Loeb είχαν υποστεί ψυχικά τραύματα ήδη από παιδιά, στα χέρια των αυστηρών γκουβερνάντων τους.

Το πρωινό της 10ης Σεπτεμβρίου 1924, ο δικαστής Caverly ήταν έτοιμος να αναγγείλει τις ποινές. Η τελευταία μέρα της δίκης μεταδιδόταν ζωντανά στα ραδιόφωνα της πόλης, με τους κατοίκους να μαζεύονται όπου υπήρχαν ραδιόφωνα για να ακούσουν την κατάληξη του τέλειου εγκλήματος.

Ο Nathan Leopold ήταν 19 ετών και ο Richard Loeb 18 όταν έκαναν το έγκλημα. Και ήταν τελικά το νεαρό της ηλικίας τους που τους έσωσε από την κρεμάλα. Ο δικαστής τους καταδίκασε σε κάθειρξη 99 ετών για την απαγωγή και ισόβια δεσμά για τον φόνο του παιδιού.

Η ετυμηγορία χαρακτηρίστηκε νίκη για την υπεράσπιση και ήττα για την πολιτεία, που ζητούσε τη θανατική ποινή.

Τι απέγιναν

Οι μοίρες των Nathan Leopold και Richard Loeb θα έπαιρναν δρόμους χωριστούς μετά την καταδίκη τους. Ήταν το 1936 όταν ένας κρατούμενος μαχαίρωσε τον Loeb στα μπάνια των φυλακών. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, ο 30χρονος ισοβίτης πέθανε από τα τραύματά του.

Ο Leopold πέρασε 33 χρόνια στη φυλακή και βγήκε με αναστολή το 1958. Όταν βγήκε, και με όλα τα αμερικανικά (και όχι μόνο) μέσα να τον κυνηγούν για μια δήλωση, μετακόμισε στο Πουέρτο Ρίκο, όπου και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια μια ήρεμη ζωή.

Σπούδασε στο τοπικό πανεπιστήμιο και συνέχισε να δημοσιεύει μελέτες και μονογραφίες για τη μεγάλη του αγάπη, τα πουλιά. Το 1961 παντρεύτηκε μια χήρα γιατρού και ένιωσε έτοιμος να ταξιδέψει για πρώτη φορά στο Σικάγο.

Όπου και ανακάλυψε πως κανείς δεν είχε ξεχάσει το τέλειο έγκλημά του, το οποίο ανήκε πια στη σφαίρα του αστικού μύθου.

Όταν πέθανε στο Πουέρτο Ρίκο τον Αύγουστο του 1971, οι εφημερίδες θυμήθηκαν για μια τελευταία φορά το έγκλημά του. Πλέον δεν ήταν τέλειο, αλλά μυστηριώδες, ανεξήγητο και ανατριχιαστικό…