Δίχτυ στον ποταμό Γάγγη τοποθέτησαν οι αρχές στη βόρεια Ινδία, μετά τον εντοπισμό δεκάδων πτωμάτων πιθανώς θυμάτων της COVID-19, που είχαν ξεβραστεί στις όχθες του ποταμού.

Δίχτυ τοποθετήθηκε στον ποταμό στο ύψος των συνόρων με το κρατίδιο Ούταρ Πραντές όπου ενισχύθηκαν και οι περιπολίες, όπως γνωστοποίησε ο υπουργός Υδάτινων Πόρων του κρατιδίου Μπιχάρ.

Ο εντοπισμός 71 πτωμάτων στο κρατίδιο Μπιχάρ αναζωπύρωσε τους φόβους ότι ο νέος κορονοϊός μαστίζει ήδη την τεράστια αγροτική ενδοχώρα της Ινδίας, στην οποία ζουν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της, όπως σημειώνει το ΑΜΠΕ.

Η κυβέρνηση του κρατιδίου «επιλήφθηκε της τραγικής υπόθεσης των πτωμάτων που επέπλεαν» στα νερά του Γάγγη, πρόσθεσε ο υπουργός, εκφράζοντας τη λύπη του για την τραγωδία και την ζημιά που προκλήθηκε στον ποταμό Γάγγη.

Ο υπουργός σημείωσε ότι νεκροψίες που έγιναν έδειξαν ότι οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν πριν από 4 με 5 μέρες.

Σύμφωνα με κατοίκους που ρωτήθηκαν από το AFP, τα πτώματα μπορεί να εγκαταλείφθηκαν στον ποταμό, που είναι ιερός για τους ινδουιστές, από συγγενείς, οι οποίοι δεν θα διέθεταν τα μέσα για να αγοράσουν ξύλα για την αποτέφρωσή τους ή αναγκάστηκαν να το κάνουν λόγω της έλλειψης χώρου στα αποτεφρωτήρια που έχουν γεμίσει από θύματα της πανδημίας του νέου κορονοϊού.

Σύμφωνα με τις εφημερίδες, 25 πτώματα βρέθηκαν επίσης στην περιοχή Γκαχμάρ, στο Ούταρ Πραντές.

Τρομακτικές εκτιμήσεις

Ο αριθμός των νεκρών από την COVID-19 στην Ινδία ξεπέρασε σήμερα το ένα τέταρτο του εκατομμυρίου, αλλά πολλοί ειδικοί εκτιμούν ότι ο πραγματικός απολογισμός των νεκρών είναι πολύ υψηλότερος από την ώρα που η επιδημία εξαπλώθηκε πέραν των μεγάλων πόλεων, στις αγροτικές ζώνες της Ινδίας, όπου σπανίζουν τα νοσοκομεία και δεν τηρούνται σωστά τα μητρώα.

Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης παρακολουθούν συστηματικά τους δείκτες που καταγράφουν την εξέλιξη της επιδημίας της covid-19 στην Ινδία, αναπαράγοντας τους αριθμούς που ανακοινώνονται καθημερινά από επίσημους φορείς της χώρας. Όμως επιδημιολόγοι στην Ινδία και στο εξωτερικό, αλλά και μελέτες διεθνών ινστιτούτων συμφωνούν ότι οι αριθμοί των κρουσμάτων και των θανάτων που ανακοινώνονται στην Ινδία δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα κλάσμα των πραγματικών αριθμών που παρουσιάζει η κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι.

Σήμερα ανακοινώθηκε επισήμως ότι η Ινδία ξεπέρασε το όριο των 250.000 θανάτων από την έναρξη της επιδημίας. Ομως τα στοιχεία που συγκεντρώνονται επί τόπου παραπέμπουν σε πολλαπλάσιο αριθμό θανάτων.

Το υπουργείο Υγείας της Ινδίας ανακοίνωσε σήμερα 4.205 νέους θανάτους κατά το τελευταίο 24ωρο, επί συνόλου 254.197 από την έναρξη της επιδημίας.

Ο επίσημος αριθμός των νέων κρουσμάτων είναι 350.000, επί συνόλου 23,3 εκατομμυρίων. Ομως, οι υπολογισμοί του Institute of Health Metrics and Evaluation στις ΗΠΑ οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μόνο το 3% έως 4% των πραγματικών κρουσμάτων εκπροσωπείται στα στοιχεία που ανακοινώνονται.

Στην χώρα του 1,3 δισεκατομμυρίου κατοίκων, το επιδημικό κύμα έχει πλημμυρίσει τα νοσοκομεία, τα κρεματόρια και τα νεκροταφεία. Και αν και οι μεγάλες πόλεις δείχνει να έχουν περάσει από την κορύφωση της επιδημίας, ο ιός επελαύνει στην ινδική ύπαιθρο όπου ζουν τα δύο τρίτα του πληθυσμού.

Οι «επίσημοι» θάνατοι δεν αντιστοιχούν στους ενταφιασμούς

«Οι θάνατοι είναι πολύ περισσότεροι από αυτό που δείχνουν τα στοιχεία», δηλώνει ο Αναντ Μπαν, ανεξάρτητος ερευνητής Πολιτικής της Υγείας και Βιοηθικής. «Ακόμη και ο πολλαπλασιασμός των επίσημων αριθμών επί τρία ή επί τέσσερα θα ήταν υποεκτίμηση».

Τα στοιχεία δεν αντιστοιχούν στα πραγμαιτκά γεγονότα, για παράδειγμα στο κρατίδιο Γουτζαράτ, γενέτειρα του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι. Ενδεικτικά, στην πόλη Ραϊκότ, ο λόγος των «επίσημων» θανάτων και των θανάτων που κατέγραψαν οι τοπικές αρχές στο διάστημα 1-23 Απριλίου ήταν 154 προς 723. Ενώ στην πόλη Μπαρούχ κατά την ίδια περίοδο, ο λόγος ήταν 23 επισήμως ανακοινωμένοι προς 600 κηδείες.

Στο Λαχνάου, πρωτεύουσα του Ουτάρ Πραντές, ο νεκροθάφτης του μουσουλμανικού νεκροταφείου λέει ότι πριν από την επιδημία οι καθημερινοί ενταφιασμοί ήταν 4-5. «Σήμερα, 45 νεκροί της covid ενταφιάστηκαν εδώ».

Παντού στην Ινδία, οι επίσημοι αριθμοί των θανάτων δεν αντιστοιχούν, έως απέχουν πολύ, με τους αριθμούς των ενταφιασμών. Σύμφωνα με τον τοπικό Τύπο, το ίδιο ισχύει για το Νέο Δελχί.

Η μάχη των δεδομένων

«Η εκτίμησή μας είναι ότι το 50% των θανάτων δεν καταγράφεται από την κυβέρνηση», δηλώνει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο υπεύθυνος 26 κρεματορίων της ινδικής πρωτεύουσας.

Όμως, επιδημιολόγοι και άλλοι ειδικοί παρακολουθούν τους αριθμούς των υπερβαλλόντων θανάτων και θεωρούν ότι οι θάνατοι της επιδημίας μπορεί να είναι κατά 60% έως 70% περισσότεροι από αυτούς που παραδέχεται η ινδική κυβέρνηση, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ επικαλούμενο την εφημερίδα Guardian.

Εκπρόσωπος του κυβερνώντος εθνικιστικού ινδουιστικού κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι αρνήθηκε ότι μπορεί να υπάρχει υποεκτίμηση των θανάτων και θεωρεί ότι η απόσταση ανάμεσα σε επίσημους και πραγματικούς αριθμούς είναι αποτέλεσμα «πολιτικών ελιγμών».

«Υπάρχει μαζική υποτίμηση των θανάτων και των κρουσμάτων», λέει μία 22χρονη φοιτήτρια. «Η κυβέρνηση λέει ότι η δείκτης θετικότητας μειώνεται και ότι η κατάσταση βελτιώνεται. Πώς είναι αυτό δυνατόν όταν τα πτώματα ρίχνονται κατά δεκάδες στα ποτάμια;».

«Στην Ινδία, δεν πολεμούμε μόνο την πανδημία, αλλά επίσης δίνουμε μία σοβαρή μάχη για τα δεδομένα, την ανακοίνωση των δεδομένων και την διαφάνεια», δηλώνει ο Ρίτζο Μ. Tζον, οικονομολόγος και ερευνητής Δημόσιας Υγείας.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους η Ινδία μαγειρεύει τα στοιχεία στους καταλόγους των θανάτων. Ο ένας είναι η παντελής αποτυχία του συστήματος δημόσιας υγείας που δυσχεραίνει την καταγραφή των εκατομμυρίων ανθρώπων που περνούν από τα νοσοκομεία, τις κλινικές και εκείνων που πεθαίνουν στα σπίτια τους. Αν και μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, η κεντρική κυβέρνηση και οι τοπικές κυβερνήσεις δαπανούν ένα αξιοθρήνητο ποσοστό του ΑΕΠ στην δημόσια υγεία, λιγότερο από το 1%, ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο, αναφέρει σε άρθρο της στην εφημερίδα Guardian η Ανκίτα Ράο.

Αλλά η συστημική αποτυχία είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ. Το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία επένδυσε στην επιτυχία της διαχείρισης του πρώτου κύματος της επιδημίας και δεν θέλει να αφήσει αυτό το αφήγημα να πάει χαμένο. Καθώς τα πτώματα καίγονταν στις πυρές του Ουτάρ Πραντές τον Απρίλιο, ο τοπικός πρωθυπουργός Γιόγκι Αντιτιανάθ, άνθρωπος του Μόντι, έλεγε ότι όλα βρίσκονται υπό έλεγχο, αρνούμενος να επιβάλει νέο lockdown, ακόμη και αφού προβλήθηκε και ο ίδιος θύμα από την νόσο.

Η κυβέρνηση Μόντι υιοθέτησε της ρητορική του αρνητή, έκλεισε τα μάτια για να μην βλέπει το κακό που έρχεται για να διασώσει την διεθνή εικόνα της χώρας και την θέση του κυβερνώντος κόμματος στο εσωτερικό της Ινδίας. Η κυβέρνηση Μόντι είχε μία επιλογή: να σώσει την εικόνα της ή να σώσει ζωές. Και επέλεξε τον μαζικό όλεθρο.