Μετά την ενημέρωσή τους πως τα μπιφτέκια που κατανάλωναν κατά πάσα πιθανότητα είχαν παρασκευαστεί με κρέας που προερχόταν από γαϊδούρια ή νεροβούβαλους, οι Νοτιοαφρικανοί κρεατοφάγοι υπέστησαν νέο πλήγμα: η αγαπημένη τους λιχουδιά, ένα είδος μεζέ από κρέας, το μπιλτόνγκ, ενδέχεται να μην είναι και τόσο «αγνό» άγριο κυνήγι όσο πίστευαν, ή αναγράφεται στις συσκευασίες του.

Με αφορμή ένα προαίσθημα -και τέσσερα χρόνια προτού ξεσπάσει το διατροφικό σκάνδαλο με το αλογίσιο κρέας στην Ευρώπη- οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Γουέστερν Κέιπ είχαν αρχίσει να εξετάζουν 146 δείγματα μπιλτόνγκ από μεγάλες εταιρείες και κρεοπώλες σε όλην την Αφρική.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, ενώ όλες οι συσκευασίες που ανέγραφαν στην ετικέτα «βοδινό» ήσαν αληθείς, εκείνα τα μπιλτόνγκ που υποτίθεται ότι έπρεπε να έχουν παρασκευασθεί από κρέας κούντου -μίας μεγαλόσωμης αντιλόπης με μακριά ελικοειδή κέρατα- στην ουσία περιείχαν άλογο, χοιρινό, βοδινό, καμηλοπάρδαλη, ακόμη και καγκουρό.

«Ξεκίνησε αρχικά από περιέργεια και υποψία, διότι κάθε κομμάτι αποξηραμένου κρέατος μοιάζει με το άλλο», υπογράμμισε η ερευνήτρια Μαρία Γιουτζίνια Ντ’ Αμάτο από τα εργαστήρια DNA του Πανεπιστημίου.
«Αρχικά ελέγξαμε περιορισμένο αριθμό δειγμάτων και τα αποτελέσματα μας προκάλεσαν τέτοια κατάπληξη, που αποφασίσουμε να διευρύνουμε και να καθιερώσουμε την έρευνα», πρόσθεσε η ίδια.

Επιπλέον, το μπιλτόνγκ από ζέβρα αποκαλύφθηκε ότι παρασκευάζεται από κρέας βουνίσιας ζέβρας-ενός ζωικού είδους που απειλείται με εξαφάνιση.

Το μπιλτόνγκ, που αποτελείται από λωρίδες κρέατος από κυνήγι, ή άγριων ζώων, οι οποίες αποξηραίνονται στον αέρα, παρασκευάζεται στις περίπου 10.000 φάρμες με άγρια είδη που ευδοκιμούν στην Νότιο Αφρική και θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα της διατροφής των κατοίκων της χώρας: ένα εύγευστο και υγιεινό κρέας, με χαμηλά λιπαρά.

Έρευνες που δημοσιεύθηκαν την τρέχουσα εβδομάδα αποκάλυψαν στους καταναλωτές πως κρέας γαϊδουριού, νεροβούβαλου και άλλα μη αναγραφόμενα στις συσκευασίες συστατικά εντοπίσθηκαν σε σχεδόν τα δύο τρίτα από τα μπιφτέκια και λουκάνικα που ελέγχθηκαν στη Νότιο Αφρική.