Απορρίφθηκαν σήμερα από τον πρόεδρο της Λευκορωσίας Αλεξάντρ Λουκασένκο τα αιτήματα για χάρη των που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για την αιματηρή βομβιστική επίθεση σε σταθμό του μετρό του Μινσκ στη Λεικορωσία.

Η άρνηση του Λουκασένκο να επιδείξει επιείκεια και να μετατρέψει τις ποινές των δύο καταδίκων αίρει το τελευταίο εμπόδιο που απέμενε για να προχωρήσει η εκτέλεση.

Οι 25χρονοι Ντμίτρι Κονόβαλοφ και Βλάντισλαβ Κόβαλεφ κρίθηκαν ένοχοι για την πυροδότηση μιας βόμβας σε σταθμό του μετρό της λευκορωσικής πρωτεύουσας τον περασμένο Απρίλιο, όπου είχαν σκοτωθεί 15 και είχαν τραυματιστεί πάνω από 200 άνθρωποι.

«Ο πρόεδρος Αλεξάντρ Λουκασένκο αποφάσισε να μην απονείμει χάρη στους Ντμίτρι Κονόβαλοφ και Βλάντισλαβ Κόβαλεφ. Η απόφαση βασίστηκε στον ακραίο κίνδυνο και τις σοβαρές συνέπειες για την κοινωνία από τα εγκλήματα που διέπραξαν», μετέδωσε η κρατική τηλεόραση ανακοινώνοντας την απόφαση του Λουκασένκο.

Οι Κονόβαλοφ και Κόβαλεφ είχαν διαπράξει επίσης βομβιστικές επιθέσεις το 2005 και το 2008, στις οποίες είχαν τραυματιστεί δεκάδες άνθρωποι. Εισαγγελείς είχαν υποστηρίξει ότι ένα από τα βασικά κίνητρα των δύο υπόπτων ήταν να αποδείξουν ότι βρίσκονταν υπεράνω του νόμου. Καταδικάστηκαν σε θάνατο το Νοέμβριο. Βάσει του νόμου, οι θανατώσεις κρατουμένων στη Λευκορωσία γίνονται με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κρανίου.

Διεθνείς οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επικρίνουν την κυβέρνηση του Λουκασένκο για τη συνέχιση της επιβολής της εσχάτης των ποινών. Η Λευκορωσία είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη και στην πρώην Σοβιετική Ένωση όπου μπορούν ακόμη να εκτελούνται κατάδικοι.

Η μητέρα του Κόβαλεφ, Λιούμποφ, που λέει ότι ο γιος της καταδικάστηκε άδικα για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, κατήγγειλε ότι οι αρχές δεν επέτρεψαν σε δικηγόρο να τον δει. Η ίδια είχε ταξιδέψει στο Στρασβούργο, όπου μίλησε στο Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά της καταδίκης του γιου της.

Πέντε μήνες μετά την έναρξη της δίκης τους, ο Κόβαλεφ είχε πει στο δικαστήριο ότι ομολόγησε μόνο αφού άκουσε τον Κονόβαλοφ, παιδικό του φίλο, να ουρλιάζει σε ένα κοντινό κελί στη φυλακή όπου βρίσκονταν.