Ύστερα από αρκετές ημέρες αεροπορικών και πυραυλικών επιθέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν η εκεχειρία που ανακοίνωσε ο Αμερικάνος πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, την Τρίτη αφότου βομβάρδισε πυρηνικές εγκαταστάσεις της Ισλαμικής Δημοκρατίας φαίνεται να κρατάει. Ωστόσο, ένα ερώτημα παραμένει: Γιατί η Ρωσία με την οποία η Τεχεράνη υπέγραψε συμφωνία ασφάλειας στις αρχές του χρόνου δεν βοήθησε το Ιράν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης;

Ο Dimitar Bechev, διευθυντής του Προγράμματος Dahrendorf στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του St Antony’s College, γράφει στο Foreign Policy πως η επιλογή του Πούτιν καθοδηγείται από αδυναμία. Όταν τα πράγματα σοβαρεύουν, εξηγεί ο Bechev, η Ρωσία δεν διαθέτει ούτε τη βούληση ούτε την ικανότητα να παρέμβει στην ισορροπία δυνάμεων της Μέσης Ανατολής.

Ωστόσο, η απόφαση να κρατηθεί μακριά αντικατοπτρίζει και τις αντικρουόμενες επιδιώξεις της Μόσχας, καθώς τα συμφέροντά της απαιτούν να διαχειρίζεται ένα σύνθετο σύνολο σχέσεων με περιφερειακούς παίκτες, συμπεριλαμβανομένων των αντιπάλων και ανταγωνιστών του Ιράν.

Ο Bechev αναφέρει πως, μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η Ρωσία βελτίωσε σημαντικά τις σχέσεις της με το Ιράν. Η Μόσχα χρειαζόταν την Τεχεράνη πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το αντίστροφο. Οι Ιρανοί προμήθευσαν τη Ρωσία με τα drones Shahed και σχετική τεχνολογία, που χρησιμοποιήθηκαν για να βομβαρδίσουν ουκρανικές πόλεις και υποδομές.

Το Ιράν επίσης μοιράστηκε δοκιμασμένες μεθόδους για την παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων, επιτρέποντας στον «σκιώδη στόλο» από ρωσικά δεξαμενόπλοια να αξιοποιήσει την εμπειρία του Ιράν. Οι δύο χώρες άρχισαν επίσης να ενισχύουν τις σιδηροδρομικές και λιμενικές υποδομές τους, με στόχο την ενδυνάμωση μιας βορρά-νότου εμπορικής οδού μέσω της Ευρασίας.

Η στάση της Ρωσίας μετά την επίθεση της Χαμάς

Η Ρωσία έχει ανταποδώσει έως έναν βαθμό σύμφωνα με τον συγγραφέα τη στήριξη του Ιράν. Μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ την 7η Οκτωβρίου, η Ρωσία φάνηκε να στηρίζει τον αντι-ισραηλινό συνασπισμό.

Μια αντιπροσωπεία της Χαμάς έφτασε στη Μόσχα αργότερα τον Οκτώβριο, δήθεν για να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση ομήρων με ρωσική υπηκοότητα. Τον Ιανουάριο του 2024, αντιπροσωπεία των Χούθι συναντήθηκε με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, Μιχαήλ Μπογκντάνοφ. Και, σύμφωνα με την αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών, η ρωσική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών, η GRU, φέρεται να βοήθησε την πολιτοφυλακή της Υεμένης να επιτεθεί σε δυτικά πλοία που διέρχονταν την Ερυθρά Θάλασσα.

Μετά την ισραηλινή επίθεση που σκότωσε τον πολιτικό ηγέτη της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγιε, τον Αύγουστο του 2024 ο Πούτιν εξέφρασε στήριξη προς το Ιράν το οποίο βρέθηκε υπό άμεση επίθεση από το Ισραήλ και επικοινώνησε με τον Ανώτατο Ηγέτη Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ζητώντας αυτοσυγκράτηση. Ενώ σε αντίθεση με τα τωρινά δρώμενα, δεν κάλεσε τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Επιπρόσθετα, ενώ το Ισραήλ προσπαθούσε να εμφανιστεί ουδέτερο στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, η Μόσχα υπέγραψε συμφωνία ασφάλειας με την Τεχεράνη τον Ιανουάριο του 2025.

Παρ’ όλα αυτά, η αντίδραση της Ρωσίας στον πιο πρόσφατο γύρο μαχών Ιράν-Ισραήλ δείχνει ότι η «φιλία» της με την Τεχεράνη ίσως τελικά να μην είναι τόσο ισχυρή, ώστε να δικαιολογεί μια στρατιωτική επέμβαση.

Ο Bechev αναφέρει πως μέσα στους πέντε μήνες από τη σύναψη της συμφωνίας ασφάλειας με την Τεχεράνη, η Ρωσία δεν παρέδωσε καμία ουσιαστική στρατιωτική συνδρομή, όπως συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας για χρήση εναντίον ισραηλινών αεροσκαφών. Τα προηγμένα μαχητικά Su‑35 που αγόρασε η Τεχεράνη το 2023 δεν έχουν ακόμη παραδοθεί, αναγκάζοντας το Ιράν να βασίζεται σε αμερικανικά αεροσκάφη της δεκαετίας του 1970.

Μαθήματα από το παρελθόν

Ο συγγραφέας του άρθρου εξηγεί πως το Κρεμλίνο αναμφίβολα πήρε μεγάλο ρίσκο την τελευταία φορά που αποφάσισε να παρέμβει ενεργά στη Μέση Ανατολή και να αναπτύξει στρατεύματα στη Συρία το 2015. Αλλά στη συνέχεια, στην προσπάθεια να αποκομίσει διπλωματικά οφέλη, ανέπτυξε μια σχετικά ισορροπημένη προσέγγιση. Η Μόσχα προσπάθησε να παρακάμψει τις τοπικές αντιπαλότητες μιλώντας σε όλους τους περιφερειακούς παράγοντες: στο Ιράν και το Ισραήλ, στον Άσαντ και τη συριακή αντιπολίτευση, καθώς και στον πρόεδρο Ερντογάν και το PKK.

Τώρα, παρά τη στροφή της προς το Ιράν, η Ρωσία επιδιώκει να επαναφέρει αυτή την ισορροπία. Η ρωσική ηγεσία και η κοινωνία γενικότερα διατηρούν μια σχέση «αγάπης–μίσους» με το Ισραήλ. Η Μόσχα συχνά παρουσιάζει το Ισραήλ ως παράρτημα της αμερικανικής ηγεμονίας, ωστόσο πολλοί Ρώσοι θαυμάζουν την ισχυρή εξωτερική πολιτική του Ισραήλ και την τάση του να χρησιμοποιεί στρατιωτική δύναμη για να δημιουργεί τετελεσμένα παρά τη διεθνή κατακραυγή.

Πρόσφατα, ο Πούτιν δήλωσε ότι «σχεδόν 2 εκατομμύρια άνθρωποι από την πρώην Σοβιετική Ένωση και τη Ρωσική Ομοσπονδία ζουν στο Ισραήλ. Σήμερα, πρόκειται σχεδόν για μια ρωσόφωνη χώρα».

Η κατεύθυνση της Ρωσίας τελικά αντανακλά, σύμφωνα με τον Bechev, την περιορισμένη επιρροή της στη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα δεν βρίσκεται σε θέση να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως βασικό παίκτη στην περιοχή και ούτε θα έχει ποτέ τόσο μεγάλο συμφέρον όσο οι τοπικές χώρες.

Συνεπώς, ο συγγραφέας καταλήγει πως προτεραιότητα της Ρωσίας παραμένει η υποταγή της Ουκρανίας και η διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας στον μετασοβιετικό χώρο. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία θα συνεχίσει να συναλλάσσεται με όλους τους περιφερειακούς παίκτες, συμπεριλαμβανομένου και του Ισραήλ. Η ιρανική ηγεσία γνωρίζει πολύ καλά αυτή τη στάση.