Τα τελευταία χρόνια οι δυτικές κυρίως χώρες καλούνται να αντιμετωπίσουν μια νέα «επιδημία», που δεν είναι άλλη από το φαινόμενο της μοναξιάς. Έρευνες δείχνουν ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις ενήλικες αισθάνεται έντονα μοναξιά, ανεξαρτήτως των συνθηκών της ζωής του. Ενώ στον χώρο εργασίας, το 69% των ανθρώπων, σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, δηλώνει δυσαρέσκεια από τις κοινωνικές του επαφές.

Αν και οι επιπτώσεις του φαινομένου στην ψυχική υγεία του ανθρώπου είναι καταγεγραμμένες, λίγα είναι γνωστά για τις οικονομικές επιπτώσεις της μοναξιάς.

Τα είδη της μοναξιάς

Ουσιαστικά υπάρχουν δύο μορφές μοναξιάς. Η πρώτη μορφή είναι η συναισθηματική και η δεύτερη είναι η μοναχική διαβίωση (ή το να ζει κανείς μόνος).

Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britannica, το φαινόμενο της μοναξιάς συχνά εμφανίζεται «όταν οι κοινωνικές σχέσεις ενός ατόμου θεωρούνται από το ίδιο το άτομο ότι είναι λιγότερες σε ποσότητα, και κυρίως σε ποιότητα, από ό,τι θα επιθυμούσε». Σε αυτή την περίπτωση ο καθηγητής Capioppo εξηγεί πως η μοναξιά ταυτίζεται με τη συναισθηματική απομόνωση – μια επώδυνη εμπειρία που μπορεί να οδηγήσει σε ευερεθιστότητα, κατάθλιψη και αύξηση πρόωρων θανάτων.

Άντρας κάθεται μόνος του στο κρεβάτι

Ωστόσο, η μοναξιά μπορεί επίσης να αναφέρεται στο να ζει κανείς μόνος, χωρίς την παρουσία οικογένειας ή φίλων. Η μοναχική διαβίωση συνήθως δεν έχει τις ίδιες αρνητικές επιπτώσεις για την ψυχική υγεία του ατόμου με αυτές της συναισθηματικής μοναξιάς. Στη σημερινή κοινωνία παρατηρείται πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι ζουν μόνοι όχι επειδή το επιβάλλουν οι συνθήκες, αλλά από επιλογή.

Μάλιστα σε αυτό που οι δημογράφοι, Van De Kaa και Ron Lesthaeghe, ονόμασαν «δεύτερη δημογραφική μετάβαση» το 1987, το αρχέτυπο του ηλικιωμένου που ζει μόνος έχει αντικατασταθεί από αυτό του ενήλικου επαγγελματία –συχνά γυναίκας– με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και σταθερή εργασία.

Σε γενικές γραμμές, η συναισθηματική μοναξιά και η μοναχική διαβίωση μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν διαφορετικές ψυχικές καταστάσεις αντανακλώντας διαφορετικές στάσεις ζωής, οδηγώντας σε ποικίλα συνολικά οικονομικά αποτελέσματα. Παράγοντες όπως η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, το αυξημένο προσδόκιμο ζωής και η αστικοποίηση ωθούν όλο και περισσότερους ανθρώπους να ζουν μόνοι.

Ως εκ τούτου, οι Sandström και Karlsson αναφέρουν πως το ποσοστό των ατόμων που ζουν μόνα αυξάνεται με σταθερό ρυθμό εδώ και χρόνια. Ωστόσο, το να ζει κανείς μόνος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι μοναχικός. Οι άνθρωποι που βιώνουν έντονη συναισθηματική μοναξιά συχνά νιώθουν απομονωμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία.

Αντίθετα, έχει παρατηρηθεί πως πολλοί από αυτούς που απλώς ζουν μόνοι δεν αντιμετωπίζουν αυτό το «συναισθηματικό χάσμα» και συνεχίζουν να απολαμβάνουν μια γεμάτη και έντονη κοινωνική ζωή.

Χαλάρωση

Η «μοναχική» Ευρώπη

Ο καθηγητής οικονομικής γεωγραφίας του London School of Economics, Andres Rodriguez, και η βοηθός καθηγητή εφαρμοσμένης οικονομίας, Chiara Burlina, στην έρευνά τους που είναι δημοσιευμένη στο CEPR, περιγράφουν την περίπλοκη γεωγραφία της κοινωνικότητας/μοναξιάς στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, μέσω της χρήσης δεδομένων πριν από τον covid-19.

Οι χώρες του Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, τείνουν να είναι πιο κοινωνικές. Ωστόσο, υψηλά επίπεδα κοινωνικότητας παρατηρούνται επίσης και σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία. Ταυτόχρονα σύμφωνα με τους ερευνητές υπάρχουν έντονες περιφερειακές διακυμάνσεις εντός των χωρών και δεν υπάρχουν σαφώς αναγνωρίσιμα πρότυπα μεταξύ αστικών/αγροτικών ή πόλεων/κωμοπόλεων.

Πολλές από τις περιοχές με υψηλή συγκέντρωση ανθρώπων που ζουν μόνοι –όπως οι Βρυξέλλες, οι περισσότερες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου και το Σλέσβιχ-Χόλσταϊν στη Γερμανία– παρουσιάζουν επίσης υψηλό δείκτη κοινωνικότητας.

Οι οικονομικές επιπτώσεις

Οι ερευνητές αναφέρουν πως όταν συνδυάζονται, οι προαναφερθέντες δύο «διαστάσεις» της μοναξιάς μπορούν να καταστούν ιδιαιτέρως επιζήμιες για την οικονομία μιας χώρας. Αρχικά οι ερευνητές επικαλούμενοι τους Storper και Venables αναφέρονται στο γεγονός ότι, καθώς περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται μοναξιά ή/και ζουν μόνοι, τείνει να μειώνεται ο αριθμός των διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων, που βρίσκονται στον πυρήνα της ανάπτυξης των νέων ιδεών και της καινοτομίας.

Επιπρόσθετα, πολλοί άνθρωποι που επηρεάζονται από τη μοναξιά ενδέχεται να αποφεύγουν τη συμμετοχή σε οικονομικές δραστηριότητες. Το Center of Brain Health αναφέρει πως αυτή η αποφυγή ή και απουσία κοστίζει στην αμερικανική οικονομία κοντά στα 500 δισεκατομμύρια.

Ταυτόχρονα μια πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Warwick, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Labor Economics, διαπίστωσε ότι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι είναι περίπου κατά 12% πιο παραγωγικοί με το περιοδικό Forbes να γράφει πως η μοναξιά κοστίζει στους εργοδότες περισσότερα από 154 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε χαμένη παραγωγικότητα.

μοναξια

Ωστόσο, αναφορικά με τις οικονομικές συνέπειες της δεύτερης «κατηγορίας» της μοναξιάς, οι συγγραφείς της έρευνας αναφέρουν πως ο αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που επιλέγουν να ζουν μόνοι –και όχι επειδή το επιβάλλουν εξωτερικές συνθήκες– μπορεί (όλως παραδόξως) να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη, υπό την προϋπόθεση ότι παραμένουν ενεργοί στην αγορά εργασίας και πρόθυμοι να δικτυώνονται και να αλληλεπιδρούν με άλλους.

Οι Rodriguez και Burlina εξηγούν πως το να ζει κανείς μόνος είναι δαπανηρό και όσοι ζουν μόνοι χρειάζονται σημαντικούς οικονομικούς πόρους για να καλύψουν το κόστος στέγασης και ενοικίων. Αυτό μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να αντισταθμίσει τις ενδεχόμενες αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις από την αύξηση της «μοναξιάς» στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Αντιθέτως, το φαινόμενο της συναισθηματικής μοναξιάς επηρεάζει μια οικονομία μόνο με αρνητικό τρόπο, καθώς μια κοινωνία με μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που αισθάνονται τη μοναξιά αυτού του είδους διαθέτει περιορισμένη ικανότητα να δημιουργήσει πρόσθετο πλούτο.

Δεν είναι πάντα σαφές, σύμφωνα με τους ερευνητές, κατά πόσο και με ποιον τρόπο πρέπει να παρέμβει μια κυβέρνηση σε τόσο «προσωπικά» ζητήματα, καθώς πολλές φορές το να ζει ή να είναι κανείς μόνος μπορεί να είναι αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής.

Ωστόσο, το γεγονός ότι οι οικονομικές συνέπειες του φαινομένου γίνονται αισθητές όχι μόνο σε ατομικό, αλλά και σε συνολικό επίπεδο, απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή από τους φορείς χάραξης πολιτικής.