Κάποιος κάποτε είπε ότι αν ο κόσμος σε θυμάται με το μικρό του όνομα, σημαίνει ότι ήσουν καλός. Υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη, υπάρχουν κι αυτοί που τη διαψεύδουν. Αυτοί που είναι στη δεύτερη κατηγορία δεν μας απασχολούν στην προκειμένη περίπτωση. Αυτοί που είναι στην πρώτη, ναι. Και συγκεκριμένα, ένας εξ αυτών. Ο Φάνης του ελληνικού μπάσκετ.

Αυτός που μια εποχή, η οποία διήρκεσε πολλά χρόνια, ήταν κάθε καλοκαίρι πρωταγωνιστής σε διάφορα μεταγραφικά σενάρια και στην ερώτηση όλων: «Πού θα πάει ο Φάνης;». Και τελικά δεν πήγαινε πουθενά, παρέμενε στον Πανιώνιο. Άλλοι στάθηκαν στο ρομαντικό του πράγματος, άλλοι έκαναν λόγο για μπασκετικό έγκλημα. Ο λόγος; Το ταλέντο του, το οποίο ξέφευγε από τα ελληνικά όρια, ίσως και τα ευρωπαϊκά.

Με ικανότητα να κατεβάζει την μπάλα σαν play maker, να εκτελεί σαν 2άρι, βοηθάει τον ψηλό σαν πάουερ φόργουορντ ή και με τη σωματική δύναμη για να παίξει σαν σέντερ αν χρειαστεί, ο Χριστοδούλου ήταν όντως ένας παίκτης που μπορούσε να κάνει τα πάντα στο παρκέ και αυτό το έβλεπαν και οι Αμερικάνοι. Ήταν, άλλωστε, ο τρίτος Έλληνας που είχε γίνει ντραφτ στο ΝΒΑ, με τους Ατλάντα Χοκς να τον επιλέγουν στο Νο90 το 1987.

Δεν έκανε ποτέ το άλμα προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού όμως. Εδώ με μεγάλη δυσκολία και στο τέλος της καριέρας του το έκανε αυτό από τη Νέα Σμύρνη στο ΟΑΚΑ… «Δε θα φύγω από την ομάδα», έλεγε ενθουσιασμένος μετά την κατάκτηση του κυπέλλου με τον Πανιώνιο το 1991 αλλά τα επόμενα χρόνια θα φλερτάρει με τη μεταγραφή, την οποία τελικά θα πάρει το 1997 για τον Παναθηναϊκό. Θα παίξει ένα χρόνο, θα κατακτήσει το πρωτάθλημα και θα ανακοινώσει το τέλος της καριέρας του, έχοντας ταλαιπωρηθεί από τραυματισμούς.

Αυτοί ίσως να προέρχονταν, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, και από τον τρόπο ζωής του. Γνωστή η αγάπη του για το τσιγάρο, αλλά και η… μη αγάπη του για τις πρωινές προπονήσεις, σύμφωνα με τον τότε προπονητή του Πανιωνίου, Βλάντο Τζούροβιτς. Ο Χριστοδούλου δεν έκανε 100% ζωή επαγγελματία και αυτό είναι και το «γαμώτο» με την περίπτωση του, αφού κανείς δεν μπορεί να ξέρει πού θα έφτανε και τι καριέρα θα πραγματοποιούσε αν δούλευε αλλιώς.

«Ο ένας χρόνος που έπαιξα μπάσκετ μαζί του ήταν ο πιο εύκολος της καριέρας μου», είπε κάποτε ο Ντίνο Ράτζα για τη συνύπαρξη τους στον Παναθηναϊκό, ο οποίος ήταν η τελευταία ομάδα του Φάνη. Και το τελευταίο διάστημα, ο τελευταίος χρόνος, στον οποίο ήταν στα φώτα της δημοσιότητας, αφού στη συνέχεια αποφάσισε να εξαφανιστεί, να απομακρυνθεί και να ζήσει όπως θέλει αυτός.

Και αυτό που ήθελε και το έκανε πράξη, ήταν να… αποσυρθεί στην Πάρο. Εκεί μένει εδώ και χρόνια, έχοντας ανοίξει και πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ στη Νάουσα. Λέγεται ότι σκέφτηκε να ασχοληθεί με το μπάσκετ του νησιού αλλά τελικά δεν υπήρξε κάτι, με τον ίδιο να εξαφανίζεται εντελώς από την επικαιρότητα αφού απέφευγε τις συνεντεύξεις, τα αφιερώματα, τις παρεμβάσεις, γενικά τα «φώτα».

Χαλαρός στο νησί, ασχολήθηκε με την οικογένεια του, με το ΠΡΟ-ΠΟ και με το Champions League, το οποίο του αρέσει να παρακολουθεί πάντα. Δεν είχε κρύψει ποτέ, άλλωστε, ότι του άρεσε το ποδόσφαιρο. Το περίεργο είναι ότι μετά την αποχώρηση του δε δείχνει να του αρέσει και τόσο το μπάσκετ ή τουλάχιστον αυτό που βλέπουμε στο ελληνικό πρωτάθλημα.

«Δεν με γεμίζει και δεν έχει και κάτι να δω… Κατ’ αρχήν δεν είναι ελληνικό και δεύτερον δεν έχει τον ανταγωνισμό που είχε τα παλιά χρόνια. Εδώ και 20 χρόνια ήξερες ότι στον τελικό θα παίξουν δύο ομάδες, οπότε τι να δεις; Φέτος ειδικά που δεν υπήρχε και ο Ολυμπιακός, το κακό παράγινε γιατί χάσαμε και τα τουλάχιστον 7-8 ντέρμπι που γίνονταν κάθε χρόνο, που έστω λίγο, κρατούσαν σε ένα επίπεδο το ενδιαφέρον…», είπε πρόσφατα σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, στην ιστοσελίδα gazzetta.gr.

Εκεί όπου επιβεβαίωσε αυτό που είχε κυκλοφορήσει ως φήμη το προηγούμενο διάστημα. Ότι είναι θετικός, δηλαδή, στο να δραστηριοποιηθεί για να βοηθήσει τον Παναγιώτη Φασούλα, ο οποίος θα διεκδικήσει την προεδρία της ΕΟΚ από τον Γιώργο Βασιλακόπουλο, τον… αιώνιο πρόεδρο, ο οποίος βρίσκεται στο στόχαστρο όλων πλέον.

Όχι και του Φάνη όμως, ο οποίος μπορεί να μην υπήρξε πρότυπο επαγγελματία, μπορεί να μην έκανε την καριέρα που πραγματικά θα μπορούσε να κάνει, αλλά δεν υπήρξε ποτέ αχάριστος και αγνώμων.

«Με τον Γιώργο τον Βασιλακόπουλο εγώ δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός, γιατί τον έχω σαν πατέρα μου και με έχει βοηθήσει πολύ και πολλές φορές σε δύσκολες στιγμές. Ωστόσο, δε νομίζω ότι αμφιβάλλουν πολλοί για το ότι έχει προσφέρει τα μέγιστα στο ελληνικό μπάσκετ και θα ήταν ευχής έργο να παραμείνει δίπλα στη νέα διοίκηση, έχοντας έναν πολύ χρήσιμο συμβουλευτικό ρόλο. Οι γνώσεις του είναι παρά πολλές κι ευπρόσδεκτες… Κοινώς, σεβασμός στους παλαιούς, χώρος στους νεότερους!», είπε.

Ειδικά όταν ανάμεσα στους νεότερους υπάρχει κάποιος που τον θυμούνται όλοι με το μικρό του όνομα. Και αυτό, όπως είπε κάποιος κάποτε, είναι απόδειξη ότι ήταν καλός…