Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και ειδικά προς το τέλος αυτής, ο ποδοσφαιρικός πλανήτης γνώρισε και ερωτεύτηκε τη Νάπολι του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, την ομάδα που έκανε την επανάσταση της στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου τότε, νικώντας τον πλούσιο ιταλικό βορρά έχοντας για ηγέτη τον Αργεντίνο.

Την ίδια περίοδο, στην Ελλάδα, λάμβανε χώρα επίσης μια ποδοσφαιρική επανάσταση, η οποία είχε ως επίκεντρο τη Λάρισα. Και για ηγέτη δεν είχε έναν, αλλά πολλούς. Και δεν ήταν Αργεντίνοι, Βραζιλιάνοι, Ιταλοί ή οτιδήποτε άλλο, αλλά Έλληνες. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, Λαρισαίοι. Θεσσαλοί.

Μια ομάδα… ντόπιων, η οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1988 -και έγινε η πρώτη επαρχιακή που το καταφέρνει αυτό, ξεπερνώντας την τεράστια επιτυχία της Καστοριάς με το κύπελλο του 1980- ως φυσιολογική εξέλιξη της δουλειάς που γινόταν. Γιατί εκείνη δεν ήταν μια ομάδα μιας χρήσης, μιας χρονιάς, αλλά μια ομάδα που είχε αρχίσει να χτίζεται χρόνα πριν και έκανε όλα τα απαραίτητα βήματα μέχρι να φτάσει στην κορυφή.

Το πρώτο, φυσικά, ήταν η στελέχωση της. «Θα φτιάξουμε μια ομάδα με παιδιά δικά μας, από τον κάμπο», ήταν η απόφαση του αείμνηστου προέδρου Αντώνη Καντώνια όταν έμπαιναν τα 80’s και έτσι έγινε. Κολομητρούσης, Ζιώγας, Αλεξούλης, Καραπιάλης, Βαλαώρας, Μητσιμπόνας, Γκαλίτσιος, Τσιώλης, για να αναφέρουμε κάποιους, ήταν από εκεί, δικοί τους και θα ήταν η βάση της ομάδας που θα εντυπωσίαζε τα επόμενα χρόνια.

Η νίκη επί του Ολυμπιακού στο Καραϊσκάκη με 1-0 το 1983, χάρη στο γκολ του Μαλουμίδη, ήταν το αποτέλεσμα που έκανε τους Θεσσαλούς να πιστέψουν ότι τα επόμενα χρόνια θα μπορούσαν να κοιτάξουν και πιο ψηλά. Και ήταν ήδη εκεί, αν σκεφτούμε ότι εκείνη τη χρονιά η ΑΕΛ του Γιάτσεκ Γκμοχ βγήκε στην Ευρώπη. Και μπορεί ο Πολωνός προπονητής να αποχώρησε για χάρη του Παναθηναϊκού, δεν αποχώρησαν όμως και οι επιτυχίες από τη Λάρισα.

Η κατάκτηση του κυπέλλου του 1985, με το εμφατικό 4-1 επί του πρωταθλητή ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ, ήταν, κρίνοντας εκ των υστέρων, η προειδοποίηση για αυτό που ερχόταν. Όχι το 1986-87, αν και ο Γκμοχ είχε επιστρέψει στον πάγκο της, αφού οι συνεχείς διακοπές του πρωταθλήματος και οι απεργίες των ποδοσφαιριστών δεν επέτρεψαν στην ομάδα να βρει ποτέ ρυθμό, αλλά το 1987-88. Τη σεζόν που η ΑΕΛ θα… μάθαινε μπάλα την Ελλάδα.

«Είχα πιάσει τον Γκμοχ και του είχα πει ότι κάθε χρόνο παρουσίαζε κάτι νέο, αλλά εκείνη τη στιγμή έκανε ό,τι και πριν πέντε χρόνια. Τον πείραξε, εκνευρίστηκε και απάντησε όπως έπρεπε», θυμήθηκε σε μια συνέντευξη του ο Χρήστος Λεβέντης, γενικός αρχηγός της ομάδας εκείνα τα χρόνια. Ποια ήταν, λοιπόν, η απάντηση του Πολωνού προπονητή; Το 4-4-2 σε ρόμβο, κάτι που η Ελλάδα δεν είχε ξαναδεί.

Ο Αλεξούλης αμυντικό χαφ, οι Βουτυρίτσας και Τσιώλης εσωτερικοί και ο Καραπιάλης στην κορυφή, με τους παίκτες να βρίσκονται με κλειστά μάτια και παράλληλα να τρέχουν. Να τρέχουν πολύ, αφού ο Γκμχοχ είχε μεγάλο κόλλημα -και το είχε δείξει από την πρώτη του θητεία- με τη δουλειά στη φυσική κατάσταση. Έτσι, από εκείνο το 3-1 επί του πρωταθλητή Ολυμπιακού στην πρεμιέρα στο Αλκαζάρ, η ΑΕΛ δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω της.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί για εξωαγωνιστικούς λόγους, με τη γνωστή υπόθεση «τα ούρα του Τσίγκοφ». Η ανακοίνωση ότι ο Βουλγαρός ποδοσφαιριστής είχε βρεθεί θετικός σε ντόπινγκ κοντρόλ μετά τη νίκη επί του Παναθηναϊκού, στις 27 Δεκεμβρίου 1987, έχοντας κάνει χρήση της ουσίας κοδεΐνη, η οποία υπήρχε σε ένα φάρμακο που είχε πάρει επειδή ήταν κρυωμένος τις μέρες πριν το ματς, σήμανε συναγερμό.

Οι αντιδράσεις του κόσμου και η πορεία στην εθνική οδό θα έχουν ως αποτέλεσμα τελικά να αλλάξει ο νόμος και η ΑΕΛ να αποφύγει το -4, το οποίο θα της στερούσε τον τίτλο. Με βάση το νόμο, άδικο αυτό που έγινε. Με βάση τον… ποδοσφαιρικό νόμο, δίκαιο, αφού η Λάρισα είχε παρουσιάσει την καλύτερη ομάδα και αυτό ήταν κάτι που το αναγνώριζαν όλοι.

Μια ομάδα που έκανε 14 νίκες και μια ισοπαλία εντός έδρας, μια ομάδα που νικούσε τους «μεγάλους» και δεν έπεφτε θύμα εκπλήξεων από τους «μικρούς», μια ομάδα που έπαιζε μπαλάρα, μια ομάδα που αποθέωνε την αξία του μεγάλου Βαλαώρα, μια ομάδα που ήταν μια παρέα. Και αυτό δεν γράφεται επειδή έτσι συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά επειδή είναι η αλήθεια.

«Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει μόνος του ή να χάσει σε μια ομάδα ποδοσφαίρου. Με βοήθησε η ομάδα και τη βοήθησα και εγώ. Ήταν ένα πολύ καλό γκρουπ παικτών που βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Ένα σώμα μια ψυχή που λέει και ο ύμνος της ΑΕΛ.

Το πιο σημαντικό είναι ότι όλοι ευχαριστιόμασταν παρά τη σκληρή δουλειά, την προσπάθεια που κάναμε και ήρθε το τελικό αποτέλεσμα. Πάρα πολλοί έχουν μερίδιο στην επιτυχία αυτή. Μας βοήθησε όλη η πόλη και όλος ο κόσμος που ερχόταν στο γήπεδο για να μας παροτρύνει», έχει πει ο Βασίλης Καραπιάλης, για μια ομάδα που ήταν χρόνια μαζί και απαρτιζόταν από ανθρώπους που είχαν τις ίδιες συνήθειες.

Η πρωταθλήτρια ΑΕΛ του 1987-88, αυτή που κατέκτησε τον τίτλο την 1η Μαΐου 1988 με την γκολάρα του αείμνηστου Μητσιμπόνα κόντρα στον Ηρακλή (1-0), ήταν μια ομάδα που είχε στο ρόστερ της ένα Σερραίο που μεγάλωσε στη Θεσσαλία (Χρήστος Μιχαήλ), δύο ξένους (Κανιέμπα, Τσίγκοφ) και όλοι οι άλλοι ήταν παιδιά του κάμπου.

Αυτού του κάμπου που έκανε εκείνη την περίοδο τη δική του επανάσταση, κάνοντας όχι τον ποδοσφαιρικό πλανήτη αλλά την ποδοσφαιρική Ελλάδα να γνωρίσει και να ερωτευτεί εκείνη την ΑΕΛ…

ΥΓ: Εντυπωσιακό φυσικά και το γεγονός ότι ο Γιάτσεκ Γκμοχ απολύθηκε αμέσως μετά τη μαθηματική εξασφάλιση του τίτλου, την προτελευταία αγωνιστική, επειδή είχε συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό.