Τις τελευταίες ημέρες βρίσκεται σε εξέλιξη η εξαιρετικά εύθραυστη εκεχειρία μεταξύ του Ισραήλ και της παλαιστινιακής εθνικιστικής οργάνωσης Χαμάς στην πολύπαθη Μέση Ανατολή, καθώς με τη διαμεσολάβηση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός. Την ίδια ώρα οι χώρες που αναγνωρίζουν πλέον ως ανεξάρτητο το Κράτος της Παλαιστίνης φθάνουν τις 157 επί συνόλου 196 που είναι μέλη του ΟΗΕ, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε αυτές που θεωρούν πως δεν υπάρχουν καλύπτονται πλήρως ακόμη οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Πως όμως φτάσαμε στην ίδρυση του Ισραήλ το 1948 και γιατί η Παλαιστίνη δεν απέκτησε ταυτόχρονα δικό της κράτος εκείνη την εποχή αν και αυτό προέβλεπε το σχέδιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών;
Το ψήφισμα του ΟΗΕ πριν από περίπου οκτώ δεκαετίες ήταν ξεκάθαρο: Οι Εβραίοι θα δημιουργούσαν δική τους πολιτική οντότητα σε μια έκταση 5.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων και οι Άραβες σε μια έκταση 4.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Τι πήγε λάθος όμως; Γιατί τα μουσουλμανικά κράτη, με τα οποία συμπαρατάχθηκε και η Ελλάδα παρακαλώ, τάχθηκαν κατά του σχεδίου αυτού; Επειδή το θέμα είναι δύσκολο και περίπλοκο, θα το δούμε όσο γίνεται πιο αναλυτικά και επεξηγηματικά.
Οδηγός μας θα είναι το νέο βιβλίο του ιστορικού – πολιτικού επιστήμονα Ανδρέα Μπουρούτη με τίτλο «Η Αραβοϊσραηλινή Σύγκρουση – Ιστορία, διπλωματία και πολιτική, Η εποχή των πολέμων, 1917-1973» που κυκλοφόρησε προ ημερών από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Ο συγγραφέας διδάσκει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης «Σύγχρονη Διπλωματία και Πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο» και Ιστοριογραφία στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ιστοριογραφία), ενώ το 2018 εργάστηκε ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Ινστιτούτο Yad Vashem της Ιερουσαλήμ. Ας τα πάρουμε λοιπόν με τη σειρά:
Ο κίνδυνος αφανισμού των Εβραίων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Από τον Σεπτέμβριο του 1939 και την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, με την οποία σηματοδοτείται η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η μοίρα των Εβραίων της ευρωπαϊκής ηπείρου ήταν συνδεδεμένη με τον κίνδυνο αφανισμού τους. Μόνο το 1941 θανατώνονται πάνω από 1.000.000 Εβραίοι. Μέσα στους επόμενους μήνες οι δολοφονίες πολλαπλασιάζονται, με διαταγή του φύρερ Αδόλφου Χίτλερ. Επειδή όμως οι μαζικές εκτελέσεις είχαν σημαντικό κόστος διαχείρισης για τους Ναζί, αναζητούνται πιο σύντομες και φθηνότερες σε κόστος διαδικασίες εξόντωσης. Έτσι, τίθεται σε εφαρμογή η επονομαζόμενη «Τελικής Λύσης», το σχέδιο ολοκληρωτικού αφανισμού δηλαδή όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Προκρίνεται η μαζική τους θανάτωση με τη χρήση δηλητηριωδών αερίων. Για το σκοπό αυτό δημιουργούνται στρατόπεδα θανάτου σε μια σειρά από κατεχόμενες περιοχές – κυρίως της Πολωνίας. Εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι από διάφορες χώρες της γηραιάς ηπείρου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, μεταφέρονται στα στρατόπεδα θανάτου με μοναδικό κριτήριο το θρήσκευμα. Μέχρι τη λήξη του πολέμου το 1945, είχαν δολοφονηθεί περίπου 6.000.000 – ο μισός εβραϊκός πληθυσμός της ηπείρου.
Δεκάδες χιλιάδες από αυτούς που κατάφεραν να επιζήσουν, μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα για εκτοπισμένους στη Γερμανία. Στην περιοχή του Μονάχου στα τέλη του 1947 ζούσαν περίπου 78.400 Εβραίοι, οι περισσότεροι σε στρατόπεδα, όπως το Φέλνταφιγκ, και θα τους αποκαλέσουν DPs Displaced Persons («ανθρώπους χωρίς πατρίδα»). Στην περίθαλψή τους θα συνδράμουν το Εβραϊκό Πρακτορείο (ένας κεντρικός οργανισμός του παγκόσμιου εβραϊσμού που είχε ιρδυθεί το 1929), η αμερικανική οργάνωση αλληλοβοήθειας Joint Distribution Committee (JDC) και πρωτίστως η ΟΥΝΡΑ (United Nations Relief and Rehabilitation Administration – UNRRA), η κύρια οργάνωση υποστήριξης του νεοσύστατου εκείνη την εποχή Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους DPs είχαν χάσει τους δικούς τους ανθρώπους, υπέφεραν από μετατραυματικό στρες και δεν ήθελαν να επιστρέψουν στους γενέθλιους τόπους που συνδέονταν με θλιβερές αναμνήσεις και την αίσθηση της απώλειας. Μια καινούργια αρχή θα μπορούσε να τους προσφέρει έναν στόχο ζωής, μια αναγέννηση. Με τη βοήθεια μιας σειράς οργανώσεων και τις περισσότερες φορές κρυφά, χιλιάδες επιζώντες Εβραίοι επιχείρησαν να φτάσουν στην Παλαιστίνη, την οποία διοικούσαν οι Βρετανοί.
Ο ρόλος των Άγγλων στην περιοχή
Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι σιωνιστές (τα μέλη δηλαδή του εθνικοπολιτικού κινήματος των Εβραίων που είχε στόχο τη δημιουργία εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, την ιστορική γη του Ισραήλ) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν αποφασίσει την ολομέτωπη αντιπαράθεση με τις βρετανικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν συντρίψει την αραβική εξέγερση το 1939 (μια μεγάλη εξέγερση των Παλαιστινίων Αράβων ενάντια στη βρετανική αποικιακή διοίκηση και στην αυξανόμενη εβραϊκή μετανάστευση που υποστήριξε το σιωνιστικό κίνημα). Έχοντας να αντιμετωπίσουν μια ομολογουμένως δύσκολη κατάσταση, οι Βρετανοί εφάρμοζαν αυστηρές πολιτικές συλλήψεων και εγκλεισμού όσων επιχειρούσαν να εισέλθουν παράνομα στην περιοχή της Παλαιστίνης. Στην Κύπρο για παράδειγμα, που ήταν επίσης ακόμη υπό βρετανική αποικία, κλείστηκαν σε στρατόπεδα σχεδόν 55.000 Εβραίοι, μερικοί εκ των οποίων ακόμη και για τρία χρόνια.
Στα ερείπια που είχε αφήσει πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τέθηκαν μια σειρά από πιεστικά ερωτήματα για το τι θα έπρεπε να γίνει στη Μέση Ανατολή, αναδεικνύοντας το τέλειο αδιέξοδο που υπήρχε στα παλαιστινιακά εδάφη. Οι Εβραίοι επιζητούσαν τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους αλλά από την πλευρά τους, οι Άραβες της Παλαιστίνης ήθελαν να δημιουργηθεί ένα και μόνο αραβικό κράτος απαιτώντας παράλληλα να διακοπεί εντελώς η μετανάστευση Εβραίων στα εδάφη τους. «Τούτο, ενώ είχε γίνει γνωστή η γενοκτονία των Εβραίων στην Ευρώπη» γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Μπουρούτης.
Η κινητοποίηση του Εβραϊκού Πρακτορείου και τα τρομοκρατικά χτυπήματα
Από τη δική του πλευρά το Εβραϊκό Πρακτορείο που προαναφέραμε, λειτουργώντας ως εν δυνάμει κυβέρνηση, επιδίωκε τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στα πλαίσια του διαμοιρασμού των εδαφών στην Παλαιστίνη. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά τους ήταν πως ότι μετά την αποκάλυψη του Ολοκαυτώματος ήταν πολύ πιο αποφασισμένοι, συγκροτημένοι και ενωμένοι σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε έθνος, το εβραϊκό έθνος. Θα πολεμούσαν μέχρι τέλους για τη δημιουργία ενός κράτους που θα μπορούσε να υπερασπιστεί τους πολίτες του, όπως δεν είχε συμβεί στα ευρωπαϊκά εδάφη.
Το πόσο αποφασισμένοι ήταν οι Εβραίοι, ειδικά οι ακραίοι που ακολουθούσαν τρομοκρατικές τακτικές, αποδείχθηκε όταν η Ιργκούν (μια παράνομη δεξιά εβραϊκή ένοπλη οργάνωση, ανεξάρτητη από το Εβραϊκό Πρακτορείο) ανατίναξε τον Ιούλιο του 1946 το ξενοδοχείο King David στην Ιερουσαλήμ, το οποίο στέγαζε τις βρετανικές στρατιωτικές και πολιτικές αρχές. Περισσότεροι από ενενήντα άνθρωποι σκοτώθηκαν, ανάμεσά τους Εβραίοι και Άραβες. Οι Βρετανοί ήδη εξαντλημένοι από τον Β’ Παγκόσμιο Πλεμο και με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αποφάσισαν στις 14 Φεβρουαρίου 1947 να παραδώσουν την «Εντολή» όπως αποκαλούνταν (σ.σ. που είχαν λάβει επισήμως από το 1922 για τη διακυβέρνησης της περιοχής), στον νεοσύστατο ΟΗΕ που έπρεπε να βρει τη λύση. Ανακοίνωσαν την απόσυρσή τους από τα εδάφη της Εντολής έως τις 14 Μαΐου 1948.
Η δημιουργία Ειδικής Επιτροπής για την Παλαιστίνη στον ΟΗΕ

Έτσι λοιπόν ο ΟΗΕ αποφάσισε σε σύντομο χρονικό διάστημα, στη Γενική Συνέλευση του οργανισμού στις 15 Μαΐου 1947, τη δημιουργία της Ειδικής Επιτροπής για την Παλαιστίνη (United Nations Special Committee on Palestine – UNSCOP) από 11 ουδέτερα κράτη-μέλη (Αυστραλία, Καναδά, Τσεχοσλοβακία, Γουατεμάλα, Ινδία, Ιράν, Ολλανδία, Περού, Σουηδία, Ουρουγουάη και Γιουγκοσλαβία). Η UNSCOP καλείτο να μελετήσει την κατάσταση και να προτείνει λύση στη σύγκρουση μεταξύ Εβραίων και Αράβων. Πραγματοποίησε 16 δημόσιες και 36 κλειστές συναντήσεις. Μέλη της ταξίδεψαν σε Ιερουσαλήμ, Βηρυτό και Γενεύη και συναντήθηκαν με διάφορους ενδιαφερόμενους και επισήμους ενώ επισκέφθηκαν και τα στρατόπεδα διαμονής των DPs στη Γερμανία και την Αυστρία.
Το μποϊκοτάζ των Αράβων
Οι Άραβες της Παλαιστίνης αποφάσισαν, μέσω της Ανώτατης Αραβικής Επιτροπής (Arab Higher Committee) που αποτελούσε το κυριότερο πολιτικό τους όργανο κατά τη διάρκεια της Εντολής) να μποϊκοτάρουν με απαξία το έργο της Επιτροπής και να μην συνεργαστούν μαζί της. Σημαίνουσες προσωπικότητες των Αράβων «δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τις αλλαγές στον μεταπολεμικό κόσμο και τη βαρύτητα του νέου διεθνούς οργανισμού που είχε οικουμενικό χαρακτήρα και παρήγε διεθνή ισχύ με τις αποφάσεις του. Αντίθετα το Εβραϊκό Πρακτορείο, συνεργάστηκε πλήρως με την Επιτροπή. Από τις συζητήσεις φάνηκε ότι η εβραϊκή πλευρά ήταν διατεθειμένη να μειώσει τους μαξιμαλισμούς και να αποδεχθεί μία λύση διαίρεσης της περιοχής δυτικά από τον Ιορδάνη ποταμό, στις αρχές του σχεδίου της Επιτροπής Πιλ του 1937» γράφει ο κ. Μπουρούτης. Το σχέδιο του επικεφαλής της Επιτροπής, του Βρετανού αξιωματούχου William Peel πρότεινε τη δημιουργία ενός Εβραϊκού κράτους που θα εκτείνεται στη βόρεια και δυτική Παλαιστίνη και ενός Αραβικού στη νότια και ανατολική Παλαιστίνη, με μια βρετανική ζώνη να υπάρχει γύρω από την Ιερουσαλήμ και τα ιερά της μέρη.
Η απόφαση για ανεξαρτησία της περιοχής
Στις 31 Αυγούστου 1947, η UNSCOP παραδίδει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ την έκθεσή της για το ζήτημα. Συμφωνείται ομόφωνα η ανεξαρτησία της περιοχής, η ύπαρξη μιας μεταβατικής χρονικής περιόδου πριν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και μια σειρά ακόμη διαδικαστικών ζητημάτων. Ως προς τη μορφή της ανεξαρτησίας, επτά από τα μέλη (Καναδάς, Τσεχοσλοβακία, Γουατεμάλα, Ολλανδία, Περού, Σουηδία και Ουρουγουάη) κατέθεσαν σχέδιο της πλειοψηφίας που προέβλεπε τη δημιουργία δύο κρατών, ενός αραβικού και ενός εβραϊκού, διεθνές καθεστώς για την Ιερουσαλήμ και οικονομική συνεργασία των δύο ανεξάρτητων οντοτήτων. Τρεις χώρες (Ινδία, Ιράν και Γιουγκοσλαβία) κατέθεσαν πρόταση μειοψηφίας για τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους, ενώ η Αυστραλία απείχε και από τις δύο προτάσεις.
Το 56,47% των εδαφών στους Εβραίους και το 42,88% στους Άραβες
Το σχέδιο της πλειοψηφίας που αποτέλεσε και το Σχέδιο Επίλυσης προς ψήφιση από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ έδινε 56,47% των εδαφών της υπό Εντολή Παλαιστίνης στους Εβραίους και το 42,88% στους Άραβες. Η εβραϊκή πλευρά λάμβανε ένα μεγάλο μέρος της παράλιας ζώνης που ήταν εύφορο αλλά και την έρημο της Νεγκέβ, ενώ η αραβική πλευρά εδάφη στην κεντρική Παλαιστίνη και τη βόρειο Γαλιλαία. «Με το δεδομένη πάντως την υπανάπτυξη των Αράβων, τα ορεινά και άνυδρα εδάφη θα αποτελούσαν περαιτέρω πρόβλημα» κατά τον καθηγητή.
Ένα ακόμη ζήτημα υπήρχε με τη διάρθρωση των πληθυσμών. Στο τμήμα που προβλεπόταν για το εβραϊκό κράτος ζούσαν σχεδόν 500.000 Εβραίοι αλλά και 407.000 Άραβες, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίων περίμεναν να τους επιτραπεί η μετανάστευση στα παλαιστινιακά εδάφη. Αντίθετα το αραβικό τμήμα είχε ξεκάθαρη σύνθεση με 725.000 Άραβες και μόλις 10.000 Εβραίους. Πάντως γενικώς θα λέγαμε ότι γενικώς οι αποφάσεις διαίρεσης είναι δύσκολες ως προς την υλοποίησή τους και συνήθως αφήνουν όλα τα μέρη δυσαρεστημένα.
Η στάση των αντιμαχόμενων πλευρών
Παρά τις αντιρρήσεις σε επιμέρους σημεία, το Εβραϊκό Πρακτορείο αποδέχθηκε το σχέδιο της πλειοψηφίας, ωστόσο η αραβική πλευρά το καταδίκασε ασυζητητί. Τα συμπεράσματα της UNSCOP εξαγρίωσαν τους Άραβες που μέσω του Αραβικού Συνδέσμου απείλησαν με πόλεμο εάν ο ΟΗΕ υιοθετούσε αυτό το σχέδιο επίλυσης. Την ίδια στιγμή Εβραίοι, Άραβες και Βρετανοί συγκρούονταν στα παλαιστινιακά εδάφη δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα ανασφάλειας και φόβου.
Οκτώβριο του 1947, ο πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας Φεϊζάλ συναντάται με τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής για την Παλαιστίνη (UNSCOP). Αν και θεωρούνταν σχετικά μετριοπαθής, δηλώνει ξεκάθαρα ότι οι Άραβες δεν θα δέχονταν κανέναν διαμοιρασμό ή διχοτόμηση των παλαιστινιακών εδαφών. Όπως ανέφερε, η δύσκολη κατάσταση είχε προκληθεί πρωτίστως από τις ενέργειες της Μεγάλης Βρετανίας και του ΟΗΕ και δευτερευόντως από την Κοινωνία των Εθνών (τον προγενέστερο οργανισμό του ΟΗΕ). Όσον αφορά το θέμα των Εβραίων προσφύγων που ήταν εκτοπισμένοι στη Γερμανία (των DPs) αλλά και των επιζώντων του Ολοκαυτώματος που επιχειρούσαν να φτάσουν στα υπό Εντολή εδάφη, προτείνει να τους δεχθούν οι Αμερικανοί, που ήταν και πιο πλούσιοι, αφού η Παλαιστίνη ήταν φτωχή.
Η αύξηση του εθνικισμού οδηγεί σε καταπίεση των μειονοτήτων
Όλα έδειχναν πως σε κάθε περίπτωση, ο διαμοιρασμός των εδαφών δεν θα έφερνε την ειρήνη αλλά μια συνεχή διαμάχη, η οποία πολύ πιθανόν δεν θα περιοριζόταν στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του κ. Μπουρούτη: «Ο Φεϊζάλ είχε απόλυτο δίκιο στην εκτίμησή του αυτή, δίχως όμως να σημαίνει ότι ένα αραβικό κράτος στην ευρύτερη περιοχή θα αποδεχόταν μια εβραϊκή μειοψηφία εντός των εδαφών του. Η αύξηση του εθνικισμού πάντα οδηγούσε στην καταπίεση των μειονοτήτων, κάτι που διαχρονικά ακόμη και σήμερα αποτελεί υπαρκτό θέμα. Μπορούμε να το διαπιστώσουμε τόσο στη δημιουργία των νέων κρατών στην Ευρώπη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη και τη διάλυση τεσσάρων αυτοκρατοριών (Αυστροουγγαρία, Γερμανία, Ρωσία, Οθωμανική Αυτοκρατορία), όσο και στη σύγχρονη αντιμετώπιση διαφόρων μειονοτικών πληθυσμών στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, όπως για παράδειγμα στους Κούρδους της Τουρκίας».
Στη συνάντηση όμως των μελών της της Ειδικής Επιτροπής για την Παλαιστίνη (UNSCOP) με τον Σαουδάραβα πρίγκιπα Φεϊζάλ καμία πλευρά δεν πρότεινε ένα διαφορετικό, ρεαλιστικό σχέδιο, ούτε και μια συμβιβαστική λύση που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να γίνει αποδεκτή. Για τα αραβικά κράτη, κι αυτό είναι ενδιαφέρον, δεν γινόταν καμία αναφορά στον παλαιστινιακό λαό ή στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων, αφού η περιοχή της Εντολής θεωρούνταν συνέχεια των αραβικών εδαφών της Μέσης Ανατολής. Η δημιουργία δηλαδή ενός και μόνο κράτους, αραβικού, στην περιοχή ήταν η μοναδική λύση σύμφωνα με την αραβική άποψη.
«Στις αναφορές όμως ορισμένων αντιπροσώπων όπως αυτού της Γουατεμάλας για τα επιτεύγματα των Εβραίων εποίκων στις αγροτικές καλλιέργειες στην Παλαιστίνη, ο Ιρανός αντιπρόσωπος Δρ. Τζαμαλί (Jamali) αντέτεινε ότι αυτό έγινε λόγω της ανεξάντλητης εισροής δολαρίων» αναφέρεται στο βιβλίο. «Τούτο όμως ήταν ένα κρίσιμο σημείο που έδειχνε την έλλειψη κατανόησης των Αράβων στις θέσεις των άλλων χωρών, όπως και της πραγματικότητας που παρουσιαζόταν στα εδάφη της Εντολής. Για πολλές από τις χώρες, ειδικά γι’ αυτές της Ευρώπης, η παρουσία των Εβραίων στην Παλαιστίνη προσομοίαζε με αυτήν ενός δυτικού λαού, με προχωρημένες αξίες, που θα έφερνε ανανέωση στην παραδοσιακή, συντηρητική και οπισθοδρομική αραβική κοινωνία».
Τα επιτεύγματα των κιμπουτς
Από την άλλη πλευρά τα επιτεύγματα των αυτοδιαχειριζόμενων εβραϊκών οικισμών, των κιμπούτς, ήταν εξαιρετικά. Με αυτοοργάνωση, συλλογική διοίκηση και κατανομή αρμοδιοτήτων και εργασιών, τα κιμπούτς, ένας συνδυασμός σιωνιστικού πνεύματος και σοσιαλισμού, άλλαζαν την εικόνα των άνυδρων και ακαλλιέργητων περιοχών της Παλαιστίνης. «Η εικόνα λοιπόν μιας επιτυχημένης συλλογικής προσπάθειας, ισότιμα ανδρών και γυναικών, κι αυτό έχει τη σημασία του, στα μάτια της Δύσης ήταν εξαιρετική σε αντίθεση με τις πρωτόγονες αγροτικές συνήθειες των ντόπιων Αράβων, τη φτώχεια που μάστιζε την πλειοψηφία του αραβικού πληθυσμού και την εκμετάλλευση που υφίσταντο από τους πλούσιους Άραβες. Η αντιθετική αυτή εικόνα έχει υποεκτιμηθεί και δεν έχει τύχει της σημασίας που πρέπει για να μπορέσει να αξιολογηθεί η στάση του διεθνούς παράγοντα πέρα από τις διπλωματικές ή άλλες σκοπιμότητες και την πίεση που ασκούσαν οι σιωνιστές. Ούτε θα πρέπει να διαφύγει την προσοχή ότι και εντός της αραβικής κοινωνίας οι χριστιανοί βρίσκονταν σε καλύτερη κοινωνική και οικονομική θέση απ’ ό,τι οι μουσουλμάνοι, κυρίως λόγω της εξωστρέφειάς τους, κι αυτό ήταν πηγή αρκετών διενέξεων εντός του αραβικού στοιχείου» όπως τονίζεται στο βιβλίο «Η Αραβοϊσραηλινή Σύγκρουση – Ιστορία, διπλωματία και πολιτική, Η εποχή των πολέμων, 1917-1973».
Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και η έκθεση της CIA
Όσο για τις ΗΠΑ, οι οποίες εκείνη την εποχή συνιστούσαν πλέον τη νέα υπερδύναμη που αντικαθιστούσε τη Μεγάλη Βρετανία, τα πράγματα δεν ήταν ξεκάθαρα παρά το προβάδισμα που είχαν οι σιωνιστές λόγω της μεγάλης επιρροής που διέθεταν στο αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο. Ο πρόεδρος της Αμερικής Χάρι Τρούμαν ευνοούσε σαφώς τον εβραϊκό σκοπό, ενώ οι διπλωμάτες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποστήριζαν την αραβική πλευρά λόγω των πετρελαϊκών αποθεμάτων που ήταν απαραίτητα τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρώπη, στο πλαίσιο της ανασυγκρότησής της, αλλά και επειδή φοβούνταν την αύξηση της σοβιετικής επιρροής στην περιοχή.
Οι ΗΠΑ είχαν αξιολογήσει έγκαιρα το δυσεπίλυτο πρόβλημα στα παλαιστινιακά εδάφη με κίνδυνο την αποσταθεροποίηση όλης της Μέσης Ανατολής αλλά και την προσπάθεια σοβιετικής διείσδυσης. Η CIA το 1947 με έκθεσή της σημείωνε ότι οι πετρελαϊκοί πόροι ήταν απαραίτητοι για τις ΗΠΑ και η θετική στάση στο σχέδιο του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο ανεξαρτήτων κρατών στην περιοχή είχε βλάψει τις σχέσεις με τις αραβικές χώρες.
Σύμφωνα με τον συντάκτη της έκθεσης η βρετανική κυβέρνηση της Παλαιστίνης παρά την υποστήριξη που διέθετε από βρετανικά στρατεύματα (83.000 άνδρες) είχε αποτύχει να αποτρέψει τη σύγκρουση Αράβων και Εβραίων ενώ ταυτόχρονα γινόταν στόχος επιθέσεων και από τις δύο πλευρές. Η CIA προχωρούσε μάλιστα και σε εκτιμήσεις σχετικά με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση ενώ σημείωνε και τις στρατιωτικές δυνάμεις που διέθεταν οι δύο πλευρές: Η Χαγκάνα, ο ανεπίσημος εβραϊκός στρατός, υπολογιζόταν ότι διέθετε δύναμη περίπου 200.000 ατόμων, ανδρών και γυναικών, ενώ Ιργκούν και Λέχι, που θεωρούνταν εβραϊκές τρομοκρατικές οργανώσεις, 8.000 και 500 άτομα αντίστοιχα. «Οι αριθμοί τόσο για τη Χαγκάνα όσο και για την Ιργκούν είναι μάλλον υπερβολικοί» κατά τον κ. Μπουρούτη.
Οι παραστρατιωτικοί σχηματισμοί των Αράβων
Στην αραβική πλευρά υπήρχαν δύο παραστρατιωτικοί σχηματισμοί, οι Φουτούβα (Futuwwa) και Ναγιάντα (Najjada) που ελέγχονταν από την Ανώτατη Αραβική Επιτροπή (Arab Higher Committee) και τον ηγέτη της, τον μουφτή της Ιερουσαλήμ Χουσεΐνι. Οι δύο αραβικές οργανώσεις διέθεταν περίπου 30.000 άνδρες, φτωχά εξοπλισμένους, ενώ υπολογιζόταν ότι η αραβική δύναμη μπορούσε να φτάσει τους 100 με 150.000 άνδρες εάν υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις (εκγύμναση, εξοπλισμός κλπ.).
Όπως σημείωνε η CIA κλείνοντας την έκθεσή της, οι στρατιωτικοί σχηματισμοί και στις δύο πλευρές είχαν εκπαιδευτεί σε τρομοκρατικές και ανταρτικές τακτικές, κάτι που φάνηκε από τις αδυναμίες που είχαν σε μάχες ανοιχτού πεδίου ή σε συγκρούσεις εντός του αστικού ιστού. Σε περίπτωση που η σύγκρουση θα αναβαθμιζόταν σε κανονικό πόλεμο, η αμερικανική μυστική υπηρεσία ανέφερε τη βέβαιη εμπλοκή των αραβικών χωρών με την παροχή έμψυχου και στρατιωτικού υλικού, ενώ οι Εβραίοι θα μπορούσαν να εξοπλιστούν μόνο μέσω της εισαγωγής όπλων από το εξωτερικό. Η CIA επιβεβαιώθηκε στις εκτιμήσεις της και από τις δύο πλευρές, με την εμπλοκή των αραβικών χωρών στον μετέπειτα κύκλο πολέμων αλλά και με τον ανεφοδιασμό των εβραϊκών δυνάμεων μέσω της αθρόας αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού από τις ανατολικές χώρες και κυρίως από την Τσεχοσλοβακία.
Το τελικό σχέδιο δημιουργίας δύο κρατών
Κατόπιν όλων αυτών των δεδομένων, η Επιτροπή του ΟΗΕ τροποποίησε ελαφρώς το σχέδιο της πλειοψηφίας της UNSCOP, προκειμένου να συζητηθεί ακολούθως από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού. Προβλεπόταν η διατήρηση της Γιάφας ως του κύριου λιμανιού των Αράβων και ως αραβικός θύλακας εντός του εβραϊκού κράτους, ενώ τα δύο υπό ίδρυση κράτη θα είχαν συνολική έκταση, το μεν εβραϊκό 5.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το δε αραβικό 4.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το εβραϊκό κράτος θα είχε 538.000 Εβραίους και 397.000 Άραβες ενώ υπήρχε η πρόταση για μείωση του αραβικού πληθυσμού, προφανώς μέσω ανταλλαγής.
Εν μέσω διπλωματικού πυρετού και προσπάθειας επιρροής των διαφόρων κρατών του ΟΗΕ, κυρίως από την εβραϊκή πλευρά, στις 29 Νοεμβρίου 1947, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε κατά πλειοψηφία με 33 ψήφους υπέρ, 13 κατά και 10 αποχές, το Ψήφισμα 181 που προέβλεπε τη δημιουργία δύο κρατών, ενός αραβικού και ενός εβραϊκού, με παράλληλο διεθνές καθεστώς για την πόλη της Ιερουσαλήμ.
Δεν ήταν ένα απλό ψήφισμα – απόφαση του ΟΗΕ για τον διαμοιρασμό της Παλαιστίνης, καθώς συνοδευόταν από αναλυτικό σχέδιο με υποχρεώσεις, νομικές, διπλωματικές και οικονομικές προβλέψεις, που κάλυπταν τη διαδικασία παράδοσης της Εντολής από τη Βρετανία και τη δημιουργία των δύο νέων αυτών κρατών. Το σχέδιο ήταν τόσο λεπτομερές, που στο δεύτερο μέρος του είχε αναλυτική αναφορά με τοπόσημα των συνόρων των δύο κρατών και του διεθνούς καθεστώτος της Ιερουσαλήμ.
Το κρίσιμο διακύβευμα σχετικά με το ψήφισμα-απόφαση ήταν η στάση των υπερδυνάμεων. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ένωση ψήφισαν υπέρ του σχεδίου επίλυσης, ενώ η Μεγάλη Βρετανία απείχε ώστε να μη λάβει θέση και δυσαρεστήσει κάποιο από τα δύο αντίπαλα μέρη. «Μόνο τα μουσουλμανικά κράτη ψήφισαν εναντίον του σχεδίου και προς έκπληξη όλων η Ελλάδα συμπαρατάχθηκε μαζί τους, μια απόφαση που είχε αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα μας επί δεκαετίες» όπως διαβάζουμε.
Ο ρεαλισμός των Εβραίων και η άρνηση των Αράβων
Ο ΟΗΕ επιχείρησε μέσα από τις συνομιλίες και τις συναντήσεις να βρει μια μέση λύση στο φανερά δυσεπίλυτο πρόβλημα, αλλά αντιμετώπισε κλίμα καχυποψίας τόσο από την αραβική όσο και από την εβραϊκή πλευρά. Ο ρεαλισμός όμως των Εβραίων τούς έκανε να κινηθούν πιο εύστοχα και δραστήρια σε διπλωματικό επίπεδο απ’ ό,τι οι Άραβες, οι οποίοι καθολικά αρνούνταν οποιαδήποτε πιθανότητα διαμοιρασμού των περιοχών και δεν δέχονταν καν να έχουν απευθείας επαφές με τους Εβραίους εκπροσώπους.

Ήταν οι μόνιμοι κάτοικοι των εδαφών, σε αντίθεση με τους Εβραίους επήλυδες των τελευταίων σαράντα ετών. Η αραβική στάση πολύ πιθανόν προερχόταν από την πεποίθηση ότι η αριθμητική υπεροχή τους ήταν συντριπτική σε σχέση με των Εβραίων που βρίσκονταν στα εδάφη υπό Βρετανική Εντολή. Αδυνατούσαν όμως παράλληλα να αντιληφθούν τη δυναμική των συνθηκών, ειδικά όταν είχαν γίνει γνωστά όσα υπέφεραν οι Εβραίοι με τη δολοφονία σχεδόν του μισού ευρωπαϊκού πληθυσμού τους.
Ο διακηρυγμένος στόχος ολοκληρωτικής καταστροφής του Ισραήλ
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «πέρα από το σιωνιστικό κίνημα και τις επιδιώξεις του, που δεν είχαν καμία σχέση με το Ολοκαύτωμα, το ίδιο το τραγικό γεγονός είχε συνταράξει την παγκόσμια κοινότητα που αναγνώριζε ότι η ύπαρξη μιας εθνικής εστίας θα απέτρεπε την επανάληψη μιας παρόμοιας καταστροφής ενώ θα ξέπλενε και τις τύψεις ή και ευθύνες γι’ αυτό που συνέβη. Θα μπορούσε άραγε να εξασφαλιστεί ότι σ’ ένα μελλοντικό αραβικό κράτος στα παλαιστινιακά εδάφη η εβραϊκή κοινότητα ως μειονότητα δεν θα υπέφερε μια παρόμοια καταστροφή; Σε καμία περίπτωση.
Ο διακηρυγμένος στόχος της ολοκληρωτικής καταστροφής του Ισραήλ και του λαού του, ακόμη και τον 21ο αιώνα από κράτη όπως το Ιράν και οι αντιπρόσωποι (proxy) σύμμαχοί του, Χούτι, Χαμάς, Ισλαμική Τζιχάντ, Χεζμπολάχ, το επιβεβαιώνει. Οι σιωνιστές ηγέτες από την εβραϊκή πλευρά είχαν ζήσει και πολλοί από αυτούς, είχαν μεγαλώσει και μορφωθεί στην Αμερική και την Ευρώπη Γνώριζαν πολύ καλά τις δυτικές αξίες και τη βαρύτητα των διεθνών σχέσεων και των ισορροπιών. Ως εκ τούτου είχαν αποδυθεί σε μια εξαιρετική διπλωματική προσπάθεια προσεταιρισμού η οποία απέδιδε καρπούς, την ίδια ώρα που Άραβες ηγέτες, όπως ο μεγάλος μουφτής της Ιερουσαλήμ Μουσταφά Αμίν αλ-Χουσεΐνι, που είχε επανακάμψει στο προσκήνιο αλλά κανείς δεν ξεχνούσε τη συνεργασία του με τους Ναζί, αρνούνταν οποιαδήποτε συζήτηση ή διαπραγμάτευση».
Υπήρχε δε ένα χαρακτηριστικό το οποίο αδυνατούσαν να κατανοήσουν πολλοί από την αραβική πλευρά: η προσδοκία για τη δημιουργία ενός ενιαίου αραβικού κράτους σε όλη τη Μέση Ανατολή δεν είχε επιτευχθεί μεν για τους Άραβες, αλλά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν μόνο αραβικά κράτη από τη Διώρυγα του Σουέζ μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Για τον διεθνή παράγοντα, η παραχώρηση ενός μέρους των παλαιστινιακών εδαφών για τη δημιουργία ενός μικρού κράτους για τους Εβραίους φάνταζε λογική λύση, ενώ η αδιαλλαξία των Αράβων θεωρούνταν ακατανόητη. Το διεθνές σκεπτικό ήταν απότοκο του ευρωπαϊκού τρόπου σκέψης που μπορούσε να αποδεχθεί και να επιβάλει μέσες λύσεις που ενδεχομένως να δημιουργούσαν δυσαρέσκειες, αλλά όφειλαν να γίνουν αποδεκτές απ’ όλα τα εμπλεκόμενα μέρη με την προοπτική ενός ευοίωνου μέλλοντος για όλους.
Το αδιέξοδο και η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ισραήλ
Μετά το ψήφισμα – απόφαση 181 του ΟΗΕ η κατάσταση στα παλαιστινιακά εδάφη παρέμεινε ρευστή. Η εβραϊκή πλευρά ήταν σαφώς πιο οργανωμένη και το Εβραϊκό Πρακτορείο λειτουργούσε ως οιονεί κυβέρνηση. Υπήρχαν οργανωμένοι θεσμοί και διοίκηση, αφού υπήρχε συνεργασία με τους Βρετανούς στα χρόνια της Εντολής και η Χαγκάνα είχε αναβαθμιστεί και λειτουργούσε ως τακτικός στρατός. Αντίθετα η αραβική πλευρά ήταν κατακερματισμένη. Εκτός από τον Χουσεΐνι και την οικογένειά του, στη διάρκεια της αραβικής εξέγερσης (1936-1939) και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχαν προκύψει νέες δυνάμεις. Το κόμμα Ιστικλάλ και το Παλαιστινιακό Αραβικό κόμμα υπό την ηγεσία του ελληνορθόδοξου χριστιανού Εμίλ αλ-Γκουρί (Emile al-Ghuri) αναδείχθηκαν σε ισχυρούς πολιτικούς σχηματισμούς που καλούσαν σε αραβική διακυβέρνηση της περιοχής, αντιδρώντας στα εβραϊκά σχέδια.
Την περίοδο όμως 1947-1948 ο Χουσεΐνι επανέκαμψε. Μέσα από το παραδοσιακό, ισχυρό οικογενειακό-πελατειακό δίκτυο, κοινός τόπος στη Μέση Ανατολή στις διαπροσωπικές σχέσεις, ανέκτησε εκ νέου την ηγεσία της αραβικής πλευράς. Η επίκληση της ιδιότητας του ως θρησκευτικού ηγέτη του Ισλάμ έπαιζε σημαντικό ρόλο, αλλά ποτέ δεν απέκτησε την καθολική αποδοχή. Λιγότερο στη Χάιφα και περισσότερο στη Γιάφα οι τοπικές αραβικές ελίτ είχαν κακές σχέσεις μαζί του, ενώ ο αυταρχισμός του και η επιδίωξη μονοπώλησης των κρίσιμων αποφάσεων είχαν δημιουργήσει προβλήματα στη συνοχή των Αράβων της Παλαιστίνης. Επιπλέον, η άμεση εμπλοκή των αραβικών κρατών, όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και η Υπεριορδανία στη διαμάχη, έπαιρνε τον χαρακτήρα χειραγώγησης και καθοδήγησης των εξελίξεων με βάση τα δικά τους συμφέροντα.

Σημειωτέον πως ο εμίρης Αμπντάλα είχε αναβαθμιστεί από το 1946 σε βασιλιά της Ιορδανίας με την εφαρμογή του νέου συντάγματος στη χώρα και την ουσιαστική ανεξαρτησία από τους Βρετανούς. Σύμφωνα με το σύνταγμα εκείνης της χρονιάς, ο Αμπντάλα αναγνωριζόταν ως βασιλιάς στο ανεξάρτητο «Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας» (η επίσημη χρήση του νέου ονόματος της χώρας ως «Ιορδανίας» ξεκίνησε το 1949). Ο Αμπντάλα είχε κρυφές συνομιλίες με τους σιωνιστές ηγέτες και πιο συγκεκριμένα με την Γκόλντα Μέιρ (μέλος του Εβραϊκού Πρακτορείου κεντρική μορφή της πολιτικής σκηνής του Ισραήλ στις επόμενες δεκαετίες και πρωθυπουργός από το 1969 έως το 1974), όπου είχε εκφράσει την πρόθεση η Ιορδανία να ενσωματώσει τις περιοχές που προορίζονταν για την αραβική πλευρά.
Οι εκ διαμέτρου αντίθετες επιδιώξεις μεταξύ των αραβικών χωρών
Οι υπόλοιπες αραβικές χώρες είχαν τις δικές τους επιδιώξεις, προσδοκίες αλλά και φόβους. Η Σαουδική Αραβία ήταν αντίθετη στην ενδυνάμωση του χασεμιτικού βασιλείου της Ιορδανίας αφού φοβόταν ότι η σύνδεσή του με το έτερο χασεμιτικό βασίλειο του Ιράκ μπορεί να ξυπνούσε τη διάθεση ανάκτησης των χαμένων πατρογονικών περιοχών της Χετζάζης. Το ίδιο ίσχυε για τη Συρία και τον Λίβανο στην προοπτική ένωσης στη Μεγάλη Συρία. Η Αίγυπτος με τη σειρά της είχε την επιδίωξη να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του αραβικού κόσμου, κάτι που εκδηλώθηκε μερικά χρόνια αργότερα με την ανάρρηση στην εξουσία του χαρισματικού Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ. Όλοι οι αραβικοί σχεδιασμοί όφειλαν όμως να λάβουν υπόψη τους τον Χουσεΐνι και τη δεδηλωμένη πρόθεσή του να ηγηθεί της αραβικής προσπάθειας στην Παλαιστίνη.
Από τη δική του πλευρά, ο διεθνής παράγοντας βρισκόταν σε αδυναμία ελέγχου των εξελίξεων καθώς η βία κλιμακωνόταν μέρα με τη μέρα. Αν και οι ΗΠΑ μέσω του προέδρου Τρούμαν είχαν ανακοινώσει ότι στήριζαν το σχέδιο του ΟΗΕ, δεν μπορούσαν να πράξουν κάτι περισσότερο, αφού η προτεραιότητά τους ήταν στραμμένη στην ανασυγκρότηση της Ευρώπης με τις ραγδαίες αλλαγές στον πολιτικό χάρτη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την επιβολή σοσιαλιστικών, ανελεύθερων καθεστώτων στις ανατολικές χώρες. Ο ΟΗΕ από την πλευρά του μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας όρισε τον Σουηδό κόμη Φολκ Μπερναντότ ως μεσολαβητή σε μια απέλπιδα προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος.
Ανοικτή σύγκρουση
Με δεδομένη τη δήλωση των Βρετανών ότι θα αποχωρήσουν από την Παλαιστίνη στις 15 Μαΐου του 1948 όπως προαναφέραμε, οι δύο αντίπαλες πλευρές επιδόθηκαν σε μια ανοιχτή σύγκρουση για να εξασφαλίσουν τα εδάφη που τους αναλογούσαν και όσα περισσότερα κέρδη ήταν εφικτό. Ο Αραβικός Απελευθερωτικός Στρατός (Arab Liberation Army), ένα εθελοντικό σώμα μερικών χιλιάδων Αράβων, εισήλθε στα παλαιστινιακά εδάφη τον Ιανουάριο του 1948 και χιλιάδες Αράβων εθελοντών συνέχισαν να συρρέουν άτακτα. Από την πλευρά της η Χαγκάνα επιχείρησε να ελέγξει τις περιοχές που επρόκειτο να περιέλθουν στο εβραϊκό κράτος.
Αν και αρχικά η αραβική πλευρά παρουσίασε σημαντικές επιτυχίες, η Χαγκάνα άρχισε να εξοπλίζεται με όπλα και πυρομαχικά που είχαν αγοραστεί από την κομμουνιστική πλέον Τσεχοσλοβακία και πέρασε στην αντεπίθεση. Η Χάιφα έπεσε στα χέρια των Εβραίων στις 22 Απριλίου και στις αρχές Μαΐου εξασφαλίστηκε η Γιάφα φέρνοντας σε απελπισία τους Άραβες της Παλαιστίνης, οι οποίοι άρχισαν να εγκαταλείπουν εκούσια ή ακούσια τις περιοχές που ελέγχονταν από τη Χαγκάνα. Μόνο η Ιερουσαλήμ, λόγω της παρουσίας της Αραβικής Λεγεώνας του Αμπντάλα της Υπεριορδανίας, παρέμεινε σε αραβικά χέρια. Ο τελευταίος αδυνατώντας να εκτεθεί ανεπανόρθωτα στα μάτια του αραβικού κόσμου συμπαρατάχθηκε στον κοινό αραβικό σκοπό.
Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και ο πρώτος Πόλεμος της Ανεξαρτησίας
Καθώς οι τελευταίοι Βρετανοί ετοιμάζονταν να αποχωρήσουν από την Παλαιστίνη, στις 14 Μαΐου 1948 το μεσημέρι, ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης των Εβραίων, ανακοίνωσε επίσημα την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Την επόμενη μέρα, στις 15 Μαΐου, οι στρατοί των χωρών του Αραβικού Συνδέσμου, Αιγύπτου, Λιβάνου, Συρίας, Ιράκ και Υπεριορδανίας (Ιορδανίας) εισήλθαν στα παλαιστινιακά εδάφη προκειμένου να αποτρέψουν τη δημιουργία Εβραϊκού κράτους, σηματοδοτώντας τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, γνωστό και ως Πόλεμο της Ανεξαρτησίας για τους Ισραηλινούς.
Ο πόλεμος κράτησε περίπου ένα χρόνο και χαρακτηρίστηκε από σφοδρές μάχες σε διάφορα μέτωπα, όπως η Γάζα, η Ιερουσαλήμ, η Γαλιλαία και η Σαμάρεια. Οι Εβραίοι κατάφεραν να υπερασπιστούν τα εδάφη τους και να επεκτείνουν τον έλεγχο σε μεγαλύτερη έκταση από αυτήν που είχε προβλεφθεί στο σχέδιο διαμερισμού του ΟΗΕ. Στο τέλος του πολέμου, υπογράφηκαν συμφωνίες ανακωχής (1949) με τις γειτονικές αραβικές χώρες, που καθόρισαν τη λεγόμενη «Γραμμή Πράσινων Συνόρων» (Green Line).
Ωστόσο, οι Παλαιστίνιοι δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος. Η άρνηση των αραβικών κρατών να συνεργαστούν για την ίδρυση ανεξάρτητης παλαιστινιακής πολιτικής οντότητας, σε συνδυασμό με την ήττα και τον κατακερματισμό των παλαιστινιακών δυνάμεων, τους άφησε χωρίς έδαφος ελέγχου. Μεγάλο μέρος των περιοχών που προορίζονταν για το αραβικό κράτος καταλήφθηκε από το Ισραήλ, ενώ η Δυτική Όχθη πέρασε υπό τον έλεγχο της Ιορδανίας και η Γάζα υπό την Αίγυπτο. Επιπλέον, εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι έγιναν πρόσφυγες, εγκαταλείποντας τα σπίτια τους και καθιστώντας αδύνατη τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους. Έτσι, παρά τις διεθνείς αποφάσεις, οι Παλαιστίνιοι παρέμειναν χωρίς εθνική κυριαρχία και η περιοχή τους βρέθηκε υπό τον έλεγχο του Ισραήλ.
Αν και έχουν περάσει πάνω από επτά δεκαετίες από τον Πρώτο Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο, οι διαμάχες και οι εντάσεις στην περιοχή παραμένουν έντονες. Οι πρόσφατες εξελίξεις που σχετίζονται με τη συμφωνία Ισραήλ – Χαμάς και τη διάσκεψη για την ειρήνη στη Γάζα, με τις προσπάθειες αποκατάστασης της ανθρωπιστικής βοήθειας και της επιστροφής των ομήρων, δείχνουν ότι τα προβλήματα που ξεκίνησαν το 1948 συνεχίζουν να επηρεάζουν τη σταθερότητα της περιοχής. Αντικατοπτρίζουν αν μη τι άλλο, πόσο πολύπλοκη παραμένει η επίτευξη μιας διαρκούς και δίκαιης λύσης για όλες τις πλευρές.
