Ήταν μια δραματική ομηρία που ξεκίνησε με μια αποτυχημένη ένοπλη ληστεία τράπεζας και κατέληξε σε ένα αιματηρό επεισόδιο με πυροβολισμούς σε έναν αυτοκινητόδρομο, 54 ώρες αργότερα. Ήταν όμως και μια υπόθεση που άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση για την ευθύνη και τα όρια της ενημέρωσης και της δημοσιογραφίας. Και ήταν και ένας συγκεκριμένος δημοσιογράφος που πολλοί πίστευαν πως είχε ξεπεράσει κάθε όριο.

Η ομηρία του Γκλάντμπεκ, όπως είναι σήμερα γνωστή στη Γερμανία, παραμένει μια πληγή για τη χώρα. Διότι δύο νεαροί όμηροι έχασαν τη ζωή τους. Και διότι η αστυνομία επέτρεψε τα γεγονότα να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Αλλά και επειδή τα ΜΜΕ, αποκτώντας πρωτοφανή πρόσβαση σε ένα έγκλημα σε εξέλιξη, άρχισαν να διαγκωνίζονται για την ακροαματικότητα, με απογοητευτικές συνέπειες.

«Το Γκλάντμπεκ ήταν μια απολύτως καινούργια κατάσταση για την αστυνομία και, φυσικά, για εμάς», δηλώνει ο Udo Röbel, ο οποίος ήταν τότε 39 ετών και εργαζόταν στην ταμπλόιντ της Κολωνίας, Express. «Αν συνέβαινε σήμερα, κάθε δημοσιογράφος θα έπρεπε να σταματήσει για ένα λεπτό και να πει: “περίμενε, υπάρχουν όρια εδώ που δεν πρέπει να τα περάσω”. Τότε όμως όλοι ήμασταν σε μια κατάσταση φρενίτιδας. Απλώς δεν σταματήσαμε να σκεφτούμε τι κάναμε».

Ήταν Αύγουστος του 1988 στη Δυτική Γερμανία. Ο Dieter Degowski είχε αποφυλακιστεί τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, όπου βρέθηκε για τη συμμετοχή του σε μια σειρά από βίαια εγκλήματα. Στις 16 Αυγούστου, ο Degowski και ο συνεργός του Hans-Jürgen Rösner, εισέβαλαν σε υποκατάστημα της Deutsche Bank στο Γκλάντμπεκ, μια πόλη της Δυτικής τότε Γερμανίας. Το ζευγάρι απείλησε τους υπαλλήλους με όπλα. Πελάτες δεν υπήρχαν διότι η τράπεζα δεν είχε ανοίξει ακόμη. Μέσα σε λίγα λεπτά όμως η αστυνομία είχε φτάσει στο σημείο.

Έπειτα από διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, η αστυνομία συμφώνησε να δώσει στους δύο άντρες ένα όχημα διαφυγής και ένα χρηματικό ποσό σε μετρητά. Το ζευγάρι εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα, παίρνοντας μαζί του ομήρους δύο υπαλλήλους της τράπεζας. Η τρελή πορεία διακόπηκε κάποια στιγμή για να παραλάβουν την κοπέλα του Rösner. Την επόμενη ημέρα, νωρίς το απόγευμα, σταμάτησαν σε ένα προάστιο της Βρέμης, περίπου 230 χιλιόμετρα από το Γκλάντμπεκ.

Στη Βρέμη, ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειες να νοικιάσουν αυτοκίνητο, οι δύο άντρες εισέβαλαν σε ένα λεωφορείο με περισσότερους από 30 επιβάτες. Δημοσιογράφοι περικύκλωσαν το λεωφορείο. Ορισμένοι τραβούσαν φωτογραφίες μέσα από το λεωφορείο. Ο Rösner έδωσε μια συνέντευξη Τύπου στον δρόμο, με το πιστόλι στο χέρι.

Το λεωφορείο ξεκίνησε, κατευθυνόμενο προς το Αμβούργο. Σταμάτησε σε έναν σταθμό του αυτοκινητόδρομου, όπου οι δύο όμηροι από την τράπεζα αφέθηκαν ελεύθεροι και η κοπέλα του Rösner, Marion Löblich, πήγε για λίγο στην τουαλέτα. Μια αστυνομική δύναμη έκανε εκείνη την ώρα τη λάθος εκτίμηση της κατάστασης: Έπιασε τη Löblich την ώρα που έβγαινε από την τουαλέτα. Ο Degowski, συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε επιστρέψει, έδωσε το τελεσίγραφο: Επιστρέψτε την σε 5 λεπτά ή θα σκοτώσω όμηρο. Η αστυνομία δεν πρόλαβε την προθεσμία και ο Degowski πυροβόλησε τον 15χρονο Emanuele di Giorgi στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον.

Το λεωφορείο ξεκίνησε και πάλι και τις πρώτες πρωινές ώρες πέρασε τα σύνορα με την Ολλανδία. Οι δραπέτες εγκατέλειψαν το λεωφορείο και μεταφέρθηκαν σε ένα αυτοκίνητο, μια BMW που τους έδωσε η γερμανική αστυνομία. Όχι όμως χωρίς να πάρουν μαζί τους δύο επιβάτες, τη 18χρονη Silke Bischoff και τη φίλη της Ines Voitle. Λίγο μετά τις 07:00 μπήκαν και πάλι στη Δυτική Γερμανία.

Εκατομμύρια τηλεθεατές στη Γερμανία παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Μια από τις πιο έντονες στιγμές ήταν εκείνη που ο Rösner είπε στους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους ότι ήταν έτοιμος να δώσει ένα τέλος σε όλα και έβαλε το όπλο στο στόμα του.

Υπήρχε όμως ένας άνθρωπος που τα είχε χάσει όλα. «Είχα κάνα δυο μέρες άδεια και δεν έβλεπα τηλεόραση ούτε άκουγα ραδιόφωνο», λέει ο δημοσιογράφος Udo Röbel στο BBC. Όταν όμως μπήκε σε μια καφετέρια είδε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. «Οδήγησα κατευθείαν στη δουλειά. Ήξερα ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχήσω για το πρωτοσέλιδο εκείνη τη μέρα». Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι θα γινόταν μέρος της είδησης.

Λίγο αφότου έφτασε στο γραφείο, τον ενημέρωσαν ότι η BMW είχε πλέον παρκάρει έξω από μια εμπορική περιοχή στο κέντρο της Κολωνίας. Έτρεξε κάτω και σύντομα βρέθηκε μπροστά από το αυτοκίνητο με τους πέντε ανθρώπους μέσα του: στη θέση του οδηγού ο Hans-Juergen Rösner με το όπλο στο χέρι, δίπλα του η Marion Löblich. Στο πίσω κάθισμα οι Ines Voitle και Silke Bischoff, με τον Dieter Degowski ανάμεσά τους. Και εκείνος κρατούσε όπλο.

Δεκάδες δημοσιογράφοι και περαστικοί είχαν περικυκλώσει το αυτοκίνητο. Περνούσαν τα μικρόφωνα και τις κάμερες μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα. Η Silke Bischoff, με ένα όπλο να πιέζει τον λαιμό της, απαντούσε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων με ένα φοβισμένο χαμόγελο. Ο Degowski, με εμφανή τα σημάδια από την κατανάλωση μπίρας και αμφεταμινών που τον κρατούσαν ξύπνιο, κοκορευόταν ότι ήταν έτοιμος να σκοτώσει κάποιον. Ο Rösner συνέχιζε να επαναλαμβάνει ότι δεν πρόκειται να παραδοθούν.

Ένας φωτογράφος έφτασε και ήρεμα έστησε ένα σκαλάκι για να βγάλει μια καλή φωτογραφία. Ένας ρεπόρτερ της τηλεόρασης προετοιμαζόταν για τη συνέντευξή του και παρατηρούσε ότι ο Degowski είχε το όπλα στα πόδια του. «Μήπως να είχαμε το πιστόλι στο κεφάλι της;», ρωτά τον καμεραμάν. Κάθε έννοια ηθικής και υπευθυνότητας είχε εξαφανιστεί.

Ένα πρόσωπο έφτασε στο αμάξι και φάνηκε να αναπτύσσει μια είδους σχέση με τους απαγωγείς. Ήταν γύρω στα 30, φαινόταν νευρικός και προσπαθούσε να πείσει τους άλλους να απομακρυνθούν. Ήταν ο Udo Röbel. Ο Rösner και ο Degowski είχαν αρχίσει να κουράζονται ψυχολογικά. «Μπορούσα να δω πόσο επικίνδυνη είχε γίνει η κατάσταση». Την ώρα εκείνη ο Rösner βγήκε από το αμάξι και με το όπλο στα δύο χέρια στράφηκε προς το πλήθος.

«Τότε με ρώτησε ποιος ήταν ο πιο σύντομος δρόμος για τον αυτοκινητόδρομο. Μου είπε: “Πρέπει να φύγουμε από εδώ. Ο φίλος του είναι έτοιμος να τα χάσει τελείως”». Ο Röbel άρχισε να περιγράφει τη διαδρομή, αλλά ο Rösner ήταν ανυπόμονος. «Γιατί δεν μπαίνεις κι εσύ στο αμάξι να μας δείξεις τον δρόμο», του είπε

«Ήταν η στιγμή που έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Είχα την αίσθηση ότι μου είχε δοθεί μια ευθύνη για την κατάσταση που γινόταν ολοένα και λιγότερο ελεγχόμενη. Αλλά είχα και το ένστικτο του ρεπόρτερ που λέει: “Τη θέλω αυτή την ιστορία. Είναι δική μου”». Έτσι μπήκε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου δίπλα στη Silke Bischoff, και εκείνο ξεκίνησε.

«Το σκεφτόμουν επί χρόνια. Έχω ρωτήσει τον εαυτό μου αν ήμουν ο ρεπόρτερ από την Κόλαση ή απλώς ένας άνθρωπος, που προσπαθούσε να αποκλιμακώσει την κατάσταση και να βοηθήσει τα δύο κορίτσια. Και είναι μια δύσκολη ερώτηση. Υποθέτω ήμουν και τα δύο. Ήμουν ταυτόχρονα εκείνος που προσπαθούσε να ηρεμήσει την κατάσταση και ο γεμάτος αδρεναλίνη ρεπόρτερ στην ιστορία της ζωής του».

Ξεκίνησε λοιπόν τη συζήτηση. «Υπέθεσα ότι το αυτοκίνητο είχε κοριό και προσπαθούσα να τους κάνω να πουν κάτι που μπορεί να ήταν χρήσιμο για την αστυνομία. Αλλά τότε ο Degowski έστρεψε το όπο σε μένα και μου είπε να το βουλώσω. Συνειδητοποίησα ότι ήταν καλύτερο να μην πω τίποτα».

Ο Röbel ήταν στο αυτοκίνητο για περίπου 40 λεπτά μέχρι που έκαναν μια στάση. Καθώς έβλεπε τη BMW να απομακρύνεται, ένα συνεργείο τον πλησίασε για συνέντευξη. «Τότε ξαφνικά λύγισαν τα γόνατά μου. Συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Ότι θα μπορούσα να είμαι νεκρός».

Το δράμα έφτασε στο βίαιο τέλος του λίγα χιλιόμετρα αργότερα, 54 ώρες μετά την έναρξή του. Λαμβάνοντας τη σχετική εντολή, η αστυνομία έστησε ενέδρα στο αυτοκίνητο. Οι πυροβολισμοί άρχισαν. Οι εικόνες έχουν καταγράψει τους Rösner and Degowski με χειροπέδες, τη Marion Löblich να συλλαμβάνεται επίσης και την Ines Voitle να μεταφέρεται με ασφάλεια στην άκρη του δρόμου. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να γίνει για τη Silke Bischoff. Είχε δεχτεί μια σφαίρα στο στήθος από το όπλο του Rösner και έχασε τη ζωή της.

Κάποια χρόνια αργότερα, ο Röbel προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε μια δημόσια συζήτηση σε μια τοπική αστυνομική ακαδημία. Στη συζήτηση συμμετείχε και ο δικαστής που είχε καταδικάσει τους Rösner και Degowski σε ισόβια. «Κάποια στιγμή είπα ότι οι ρεπόρτερ δεν έπρεπε να ξεπεράσουν τη γραμμή και ότι αυτό δεν έπρεπε να συμβεί ποτέ ξανά», λέει ο Röbel. «Και τότε ο δικαστής γύρισε και μου είπε: “Μου φαίνεται ότι αποτρέψατε ένα μακελειό εκείνη την ημέρα στην Κολωνία. Αν δεν είχατε μπει στο αμάξι και οι γκάνγκστερ δεν είχαν οδηγήσει μακριά, η όλη κατάσταση θα είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο».

Δεν είχαν, πάντως, όλοι την ίδια άποψη. Η επίσημη αναφορά που προέκυψε από μια κοινοβουλευτική έρευνα, η οποία σχολίαζε και το ζήτημα των ορίων της δημοσιογραφικής έρευνας. Μετά το Γκλάντμπεκ, αναθεωρήθηκαν οι οδηγίες προς τους δημοσιογράφους στη Γερμανία προκειμένου να καταστεί σαφές ότι δεν ήταν αποδεκτό από τους δημοσιογράφους να παίρνουν συνέντευξη από εγκληματίες την ώρα που ένα έγκλημα βρισκόταν σε εξέλιξη.

Ο Dieter Degowski ζει πλέον στην ανωνυμία μετά τη νέα ταυτότητα που του δόθηκε μετά την αποφυλάκισή του. Η Marion Löblich καταδικάστηκε σε εννέα χρόνια φυλάκισης και έμεινε μέσα τα έξι. Ο Hans-Jürgen Rösner παραμένει στη φυλακή.