Πόσες και πόσες περιπτώσεις καλλιτεχνών δεν έχουν εμφανιστεί στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα, οι οποίοι ενώ η μουσική που δημιούργησαν άγγιξε αρκετούς ανθρώπους, εξαφανίστηκαν κάτω από ένα πέπλο ανωνυμίας. Εάν μία δισκογραφική δεν πιστέψει στις προοπτικές της μουσικής δύσκολα κάποιος έβγαινε από την αφάνεια. Ειδικά στα χρόνια όπου η ροκ μουσική ήταν ένα είδος που συνδυάστηκε με διάφορα κοινωνικά γεγονότα και καταστάσεις κοινωνικής αντίστασης, μετά το 1960 δηλαδή. Το Ντιτρόιτ στις ΗΠΑ μία κλασική «δύσκολη» εργατούπολη όπου η μουντάδα και η εξαθλίωση είναι τα πρώτα χαρακτηριστικά που διακρίνει κάποιος από τη στιγμή που επισκεφτεί την πόλη. Σε αυτό το πλαίσιο ταξικών αντιπαραθέσεων ο Sixto Rodriguez έζησε και δημιούργησε μουσική, συναισθηματική που μίλησε στις καρδιές ελάχιστων ανθρώπων. Χτίστης το πρωί και μουσικός σε καφέ τα βράδια, ήταν σύγχρονος του Bob Dylan όταν εκείνος «κατακτούσε» της μικρές σκηνές στη Νέα Υόρκη. Μόνο που οι καριέρες τους ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες καθώς ο Rodriguez έβγαλε απλά 2 δίσκους (κι ένας έμεινε μισοτελειωμένος) στα 70ς και χάθηκε. Ένα σουρεαλιστικό ταξίδι που περνά από την πλήρη ανυποληψία (πούλησε μόλις 6 κόπιες του δίσκου), τη μάχη σε καθημερινό επίπεδο για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης αλλά και τη μάχη της επιβίωσης, στην άνοδο στο μουσικό hall of fame σχεδόν 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου ολοκληρωμένου άλμπουμ
Ιχνηλατώντας τη ζωή του
Ο ροκ φολκ, Μεξικάνος, μουσικός μεγάλωσε σε μία πόλη που γέννησε τη Μόταουν, τον Μάρβιν Γκέι και τον Στίβι Γουόντερ. Διάσημοι μουσικοί παραγωγοί ομολογούν ακόμα και σήμερα πώς ένας μόνο μπορούσε να τον συναγωνιστεί (ή μάλλον «απλά πλησιάσει») εκείνη την εποχή και τον έλεγαν… Bob Dylan. Η στιχουργική του ικανότητα, οι μελωδίες του, η φωνή του, τα ίδια τα κομμάτια έπρεπε να είχαν απογειώσει τη φήμη του. Τι έφταιξε; Γιατί δεν αγόρασε κανείς τους δίσκους του; Κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Παρόλο που όπως είπε ο ίδιος «ένα αρκετά γνωστό άτομο της μουσικής βιομηχανίας μου είχε πει το 1970 πως θα χρειαστώ 10 χρόνια να κάνω το breakthrough στα μουσικά δρώμενα». Έπεσε έξω μόλις κάποιες δεκαετίες Ο Rodriguez εκτός από τις οικοδομές που δούλευε για να βγάζει τα προς το ζην δεν ήταν ακριβώς η περίπτωση του… εξωστρεφή καλλιτέχνη. Στη σκηνή γύριζε την πλάτη στο κοινό, κι όταν έβγαινε από την πόρτα των καφέ, κανείς δεν ήξερε τίποτα για τη ζωή του. Που πήγαινε; Ηταν άστεγος; Ενας φτωχός ποιητής των δρόμων; Ένα φάντασμα; Κανείς δεν ήξερε και κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί επίσης πώς η μουσική ενός «απόκληρου» σαν και του λόγου του θα έφτανε σε αυτιά περισσότερων από τις λίγες δεκάδες που αγόρασαν τα Cold Fact και Coming from Reality. Στα τέλη της δεκαετίας του 70 έκανε μία περιοδεία στην Αυστραλία και πήρε κάποιο ραδιοφωνικό χρόνο στη Νέα Ζηλανδία, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε. Αυτές οι κινήσεις του απέφεραν μία σχετική αναγνωρισιμότητα αλλά τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα επακολουθούσε όταν οι Νοτιοαφρικάνοι Stephen «Sugar» Segerman και Craig Bartholomew Strydom, στις αρχές του 90 έφτασαν στην Αμερική ώστε να μάθουν για το… θάνατό του.
Άγνωστος στην πόλη σου, εθνικός εμπνευστής σε μία άλλη, 13.317 χιλιόμετρα μακριά
Το ερώτημα είναι πως μάθαμε όλες αυτές τις λεπτομέρειες για την πρότερη ζωή του Sixto Rodriguez αφού περιγράφουμε έναν άνθρωπο low profile και άγνωστο; Έναν καλλιτέχνη που δεν κυνήγησε ποτέ τη φήμη όπως άλλοι καλλιτέχνες που μεγαλούργησαν την ίδια περίοδο με εκείνον. Μία έρευνα που ξεκίνησε από έναν Νοτιοαφρικάνο φανατικό θαυμαστή του κι έναν δημοσιογράφο ώστε να μπορέσουν να ανακαλύψουν τι συνέβη στον μουσικό ήρωα της νιότης τους, τους οδήγησε πίσω στο Ντιτρόιτ και… στον ίδιον. Αυτό το ταξίδι ήταν και η αφορμή του ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Μαλίκ Μπεντζελούλ ο οποίος ταυτίστηκε με την -σαν της σταχτοπούτας- απίστευτη ιστορία του μουσικού που έγινε το ηχητικό μπακγκράουντ της εξέγερσης κατά του Απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική. Το ντοκιμαντέρ «Searching For Sugar Man» («Ψάχνοντας τον Βασιλιά της Σκόνης») κέρδισε το βραβείο όσκαρ για το καλύτερο ντοκιμαντέρ, το 2013.
Κανένας δεν γνώριζε πως με κάποιο μαγικό τρόπο τα τραγούδια του «ταξίδεψαν» με τον αέρα, σαν τη γύρη που μπολιάζει τα φυτά που την έχουν ανάγκη, και «φύτρωσε» ένα μουσικό, πολιτικό και κοινωνικό κίνημα στην καρδιά της ταραγμένης Νότιας Αφρικής. Με τους δίσκους του να καταστρέφονται από τους λογοκριτές, χιλιάδες φαν να τους αγοράζουν παράνομα, γενιές να μεγαλώνουν με τους στίχους του, την αφρικανική εναλλακτική underground κοινότητα των 90ς μουσικών να παραδέχονται ότι αυτός ήταν η έμπνευσή τους. Πωλήσεις που ξεπέρασαν το Βασιλιά Έλβις και τους Rolling Stones
Το σοκ μιας ολόκληρης χώρας και η αποκατάσταση
Μόνο ως «σοκ και δέος» μπορεί να χαρακτηριστεί η αντίδραση των Νοτιοαφρικάνων στην ανακοίνωση των νέων πως ο Rodriguez ζει. Και μάλιστα κατοικεί ακόμα στο σπίτι του στο Ντιτρόιτ, σε ένα από τα 27 διαφορετικά σπίτια που είχε αναγκαστεί να αλλάξει μιας και η ζωή δεν του τα έφερε και ακριβώς… δεξιά. Η ανακάλυψη έγινε το 1998 με τον μουσικό να απομυθοποιείται μπροστά στα μάτια των οπαδών λέγοντας στην κάμερα «έχασα τη δουλειά μου δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα» και το φόντο είναι τα πλάνα του Μπεντζελούλ στο χρεωκοπημένο Ντιτρόιτ. Μέχρι και το 1997, χρονολογία κατά την οποία η μεγαλύτερη κόρη του Ροντρίγκεζ βρήκε στο ίντερνετ μία ιστοσελίδα αφιερωμένη στον πατέρα της, ο μουσικός αγνοούσε την επιτυχία και την σημαντικότητα των τραγουδιών του στην χώρα της Αφρικής. Αφού επικοινώνησε με τους διαχειριστές της ιστοσελίδας και έμαθε για την επιτυχία του εκεί, ξεκίνησε για την πρώτη νοτιοαφρικανική περιοδεία, η οποία περιλάμβανε έξι συναυλίες ενώπιον χιλιάδων οπαδών του. Το κρατικό τηλεοπτικό κανάλι της χώρας, το SABC TV μετέδωσε το ντοκιμαντέρ Dead Men Don’t Tour: Rodriguez in South Africa 1998. Ομως η πραγματική επιτυχία ίσως να μην μετριέται έτσι όπως μας έμαθαν. Ο Sixto Diaz Rodriguez, 75 ετών σήμερα, συνεχίζει ακόμα να περπατάει χαμογελαστά σαν ακριβοθώρητο φάντασμα τους δρόμους του Ντιτρόιτ, γνωρίζοντας έστω και αργά πως άγγιξε τις καρδιές και άλλαξε τις ζωές των ανθρώπων που άκουσαν προσεχτικά τι σιγοτραγουδούσε. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend