Από τότε που ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, ανέλαβε τα καθήκοντα του στον Λευκό Οίκο, οι ειδήσεις για αυξήσεις ή μειώσεις των δασμών και η επιβολή διαφόρων προστατευτικών μέτρων είναι πλέον ένα καθημερινό φαινόμενο. Πώς όμως ένα οικονομικό εργαλείο του οποίου η χρήση, πέρα από συγκεκριμένες βιομηχανίες, θεωρούνταν σε μεγάλο βαθμό κομμάτι του παρελθόντος, βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο της εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής των κρατών;  

Η ιστορία έχει δείξει ότι οι μετατοπίσεις από το ελεύθερο εμπόριο σε προστατευτικές πολιτικές συμπίπτουν με περιόδους έντασης. Ο προστατευτισμός διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην όξυνση των εντάσεων πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς το 1944 έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη φιλελεύθερη οικονομική τάξη των πραγμάτων. Σκοπός αυτού του νέου συστήματος ήταν να αποτελέσει ένα πλαίσιο οικονομικής και διεθνούς συνεργασίας για την ανάκαμψη των χωρών μετά τον πόλεμο.

Το εξωτερικό του ξενοδοχείου Mt. Washington στο Bretton Woods, Νιου Χάμσαϊρ, όπου εκπρόσωποι από 44 έθνη είχαν συγκεντρωθεί για το Νομισματικό Συνέδριο του ΟΗΕ, την 1η Ιουλίου 1944.

Η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), η οποία αργότερα θεσμοθετήθηκε ως Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), ενίσχυσε αυτές τις προσπάθειες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τη δεκαετία του 1990, οι θεσμοί αυτοί ήταν αποτελεσματικοί στην προώθηση της παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσης στη Δύση. Μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πολλά πρώην σοβιετικά κράτη υιοθέτησαν αυτό το οικονομικό σύστημα, οδηγώντας στη διάδοση της λεγόμενης «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον».

Ωστόσο, η Συναίνεση της Ουάσινγκτον αποδείχτηκε επιζήμια, σύμφωνα με το Georgetown Security Studies Review, καθώς η έμφαση στην απελευθέρωση των αγορών και την απορρύθμιση δεν λάμβανε υπόψη τους ιδιαίτερους περιορισμούς των διαφόρων οικονομιών, όπως η Ρωσία και χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους μετέβαλαν το γεωπολιτικό περιβάλλον, ωθώντας βιομηχανικές χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες να ανακατευθύνουν οικονομικούς πόρους προς ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας και στρατιωτικές επεμβάσεις. Ταυτόχρονα, η ανάδειξη άλλων οικονομιών, όπως της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (η οποία προσχώρησε στον ΠΟΕ το 2001), προκάλεσε ανησυχίες στις ΗΠΑ σχετικά με την οικονομική τους κυριαρχία.

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008 επιδείνωσε την οικονομική αβεβαιότητα και την εγχώρια ανισότητα, τόσο εντός όσο και εκτός των κρατών-μελών του ΠΟΕ, ενισχύοντας την τάση προς τον προστατευτισμό.

Μέσα στα επόμενα χρόνια άρχισε να αναπτύσσεται ένα έντονο κλίμα συντηρητισμού όσον αφορά την οικονομία, τη μετανάστευση και άλλες πολιτικές. Στη Βρετανία το κίνημα του ευρωσκεπιτκισμού κορυφώθηκε το 2016 με την ψήφιση της εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2016 ή αλλιώς Brexit.

Ταυτόχρονα το ίδιο χρονικό διάστημα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού Ωκεανού, ένας αναπάντεχος υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ενθουσίαζε τα συντηρητικά πλήθη με το αγαπημένο του πολιτικό σλόγκαν: Κάντε την Αμερική σπουδαία ξανά (Make America Great Again).

Μια παραλλαγή της αγαπημένης φράσης του Ντόναλντ Τραμπ έγινε για πρώτη φορά δημοφιλής από τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο, Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος χρησιμοποίησε το σύνθημα «Let’s Make America Great Again» για την προεκλογική του εκστρατεία το 1980.

Ο Τζορτζ Χ. Ου. Μπους και μια άγνωστη γυναίκα ρίχνουν μια ματιά πίσω από ένα διαχωριστικό με μια αφίσα του Ρόναλντ Ρίγκαν.

Ο Ντόναλντ Τραμπ φέρεται να επινόησε τη φράση «Make America Great Again» τον Νοέμβριο του 2012, λίγο μετά την ήττα του Μιτ Ρόμνεϊ στις προεδρικές εκλογές από τον Μπαράκ Ομπάμα. Ο Τραμπ κατέθεσε αίτηση για την κατοχύρωσή του ως εμπορικό σήμα και ανακοίνωσε το σύνθημα της εκστρατείας του την ίδια ημέρα που δήλωσε επίσημα υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, στις 16 Ιουνίου 2015. Αυτή η ημερομηνία μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britannica ως η απαρχή του κινήματος MAGA.

Η προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ προσέλκυσε γρήγορα ισχυρή υποστήριξη από συντηρητικούς ψηφοφόρους της εργατικής τάξης.

Αυτοί οι ψηφοφόροι έβλεπαν το επιχειρηματικό υπόβαθρο του Τραμπ ως μια ένδειξη ότι κατανοούσε πραγματικά τις λειτουργίες μιας οικονομίας, ενώ δεν μετέφραζαν την έλλειψη οποιασδήποτε πολιτικής εμπειρίας σαν ελάττωμα αλλά σαν κάτι που υποδήλωνε ότι δεν είχε «μολυνθεί» από τη διαφθορά που εκείνοι συνέδεαν με την Ουάσινγκτον.

Ο ενθουσιασμός του κινήματος MAGA, σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια απέναντι στη Χίλαρι Κλίντον από μερίδα ανεξάρτητων ψηφοφόρων σε ορισμένες πολιτείες, οδήγησε στη νίκη του Τραμπ στις εκλογές – ένα αποτέλεσμα που προκάλεσε έκπληξη όχι μόνο σε μεγάλο μέρος της χώρας, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.

Το 2018 ο Τραμπ επέβαλε για πρώτη φορά δασμούς στις εισαγωγές από το Μεξικό, τον Καναδά, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Κίνα.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, Μελάνια, καταχειροκροτείται από την κόρη του Ιβάνκα Τραμπ πριν από την ανακοίνωσή του ότι θα είναι υποψήφιος για την προεδρία, στο λόμπι του Trump Tower στη Νέα Υόρκη στις 16 Ιουνίου 2015.

Μέχρι το τέλος της πρώτης του θητείας του, οι διάφορες πολιτικές του Τραμπ, από τους δασμούς και τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης του Covid μέχρι την αντιμετώπιση του κινήματος Black Lives Matter κατέστησαν τον Αμερικανό πρόεδρο ιδιαίτερα αντιδημοφιλή με στους ανεξάρτητους ψηφοφόρους. Αυτό το γεγονός οδήγησε στην ήττα του από τον Δημοκρατικό αντίπαλό του, Τζο Μπάιντεν, τον Νοέμβριο του 2020.

Πάντως αξίζει να σημειωθεί πως η κυβέρνηση του Μπάιντεν κράτησε αρκετούς από τους δασμούς του Τραμπ συνδυάζοντάς τους με επιδοτήσεις σε αμερικανικές βιομηχανίες. 

Οι επακόλουθες γεωπολιτικές εξελίξεις συνέβαλαν σημαντικά στην ενίσχυση του φαινομένου της αποπαγκοσμιοποίησης, στην αναβίωση του προστατευτισμού και την ενίσχυση του πολιτικού κινήματος του Τραμπ.  

Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας μετά την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και η επακόλουθη ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη ανάγκασαν τα κράτη, σύμφωνα με το ΔΝΤ να επανεξετάσουν την εξάρτησή τους από ξένες δυνάμεις για κρίσιμους πόρους.

Ταυτόχρονα τα lockdown σε βασικά παραγωγικά κέντρα, όπως η Κίνα, οδήγησαν σε ελλείψεις βασικών αγαθών και προκάλεσαν εκτεταμένες οικονομικές αναταράξεις.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης προεκλογικής θητείας του ο Τραμπ άρχισε να παρουσιάζει τη χρήση των δασμών ως την απάντηση για όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ΗΠΑ. Τα έσοδα από την επιβολή των δασμών θα έφερναν πλούτο στη χώρα, η παραγωγή των προϊόντων θα επέστρεφε στο αμερικανικό έδαφος δημιουργώντας νέες δουλειές και οι υπόλοιπες χώρες θα άρχιζαν να σέβονται ξανά την Αμερική.

Αυτές οι προεκλογικές υποσχέσεις σε συνδυασμό με το πολιτικό αδιέξοδο στο όποιο βρέθηκε το Δημοκρατικό κόμμα μετά την παραίτηση του Μπάιντεν από τον αγώνα για την προεδρία είχαν ως αποτέλεσμα ο Τραμπ να βρεθεί ξανά μέσα στον Λευκό Οίκο.

Ο νέος δασμολογικός πόλεμος του Αμερικανού προέδρου ενάντια σε εχθρούς αλλά και συμμάχους καθιστά ξεκάθαρο πως ο προστατευτισμός δεν είναι πλέον απλώς μια τάση αλλά η νέα πραγματικότητα, τουλάχιστον για το προσεχές μέλλον.

Ωστόσο οι αρνητικές προβλέψεις από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την παγκόσμια οικονομία, εξαιτίας των δασμών σε συνδυασμό με την επικείμενη αύξηση των τιμών δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες για το πόσο αποτελεσματικό μπορεί να είναι πραγματικά αυτό το οικονομικό εργαλείο.