«Το 5-4 είναι σκορ χόκεϊ, όχι ποδοσφαίρου. Αν σε ένα 3×3 στην προπόνηση το σκορ φτάσει στο 5-4, στέλνω τους παίκτες στα αποδυτήρια, καθώς δεν αμύνονται επαρκώς. Οπότε το να φέρεις τέτοιο σκορ σε ένα κανονικό παιχνίδι 11×11 είναι ντροπιαστικό». Η παραπάνω φράση του Ζοσέ Μουρίνιο μετά την ήττα της Τότεναμ με το συγκεκριμένο σκορ από την Άρσεναλ το 2004, περιγράφει αρκετά περιφραστικά τη νέα τάξη πραγμάτων που έφερε στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Η αναμέτρηση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με τη Σίτι είναι… talk of the country, αφού σε περίπτωση που οι Πολίτες περάσουν με νίκη αγγίζουν τον τίτλο πριν τα Χριστούγεννα. Η λάμψη που έχει συγκεντρώσει το ντέρμπι του Μάντσεστερ έχει να κάνει και με τους ανθρώπους που βρίσκονται στην άκρη των πάγκων. Μουρίνιο vs Γκουαρδιόλα. Δύο τεχνικοί παγκόσμιας κλάσης, δύο διαφορετικοί κόσμοι. Έστω κι αν ο Καταλανός, όταν συνάντησε ως παίκτης τον Πορτογάλο στη Βαρκελώνη, έμεινε εντυπωσιασμένος από τη δουλειά του. Για τον Πεπ που μονοπωλεί το ενδιαφέρον στο φετινό πρωτάθλημα έχουν γραφτεί πολλά. Η κροϊφική του αντίληψη για το παιχνίδι και οι τακτικοί του νεωτερισμοί είναι λογικό να εντυπωσιάζουν, όμως δεν πρέπει να ξεχνιέται πως ο αντίπαλός του δεν είναι απλά ένας ακόμα αμυντοκογενής τεχνικός. Η επιρροή του στο αγγλικό ποδόσφαιρο είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που οι περισσότεροι αναγνωρίζουν. Το 2004, όταν ο Μουρίνιο ανέλαβε την Τσέλσι, ήταν μια χρονιά συνολικής στροφής στον κόσμο της ασπρόμαυρης θεάς. Τόσο σε συλλογικό, όσο και σε ομαδικό επίπεδο. Με τις επιθετικογενείς προσεγγίσεις να γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς από την αρχή της δεκαετίας, η Πόρτο του Μουρίνιο κατέκτησε το Champions League, η Εθνική του Ρεχάγκελ το Euro και η Βαλένθια του Ράφα Μπενίτεθ, ενός λιγότερο αμυντικογενούς αλλά εξίσου παθιασμένου με την τακτική οργάνωση προπονητή, το Κύπελλο UEFA. Μουρίνιο και Μπενίτεθ είχαν κερδίσει το εισιτήριό τους για τον μαγικό κόσμο της Premier League και οι τελικοί τους προορισμοί θα μπορούσαν να είναι αντίστροφοι. Ο ατζέντης του Ζοσέ είχε προσεγγίσει, σύμφωνα με έγκυρα αγγλικά ρεπορτάζ, τη διοίκηση της Λίβερπουλ όσο ακόμα ο Ουγιέ ήταν στον πάγκο, μιας και ο νεαρός Πορτογάλος με την αύρα του νικητή καλόβλεπε το ενδεχόμενο των Ρεντς. Τελικά, κατέληξε στο Stamford Bridge και ο Μπενίτεθ ανέβηκε βορειότερα. Η σφραγίδα και των δύο στο αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν σαφής, κυρίως με την κατάκτηση του Champions League. Ανέβασαν το επίπεδο στην τακτική προσήλωση, την προσαρμοστικότητα στο στιλ των Ευρωπαίων αντιπάλων, έκλεισαν τα αυτιά στην αφέλεια που μπορούσε να προκύψει από ρομαντικά σχέδια για επιθετικό ποδόσφαιρο σε κάθε γήπεδο, με κάθε αντίπαλο, χρησιμοποίησαν την τακτική και την λογική του σκοπού που αγιάζει τα μέσα. Είναι χαρακτηριστική η πτώση στον μέσο όρο τερμάτων στην Premier League. Από 2.66 έφτασε το σε 2.45 το 2006/07, σε ιστορικό χαμηλό για το πολυδιαφημισμένο πρωτάθλημα. Ο Μουρίνιο ήταν εκείνος που τράβηξε περισσότερο τα βλέμματα, τόσο λόγω της κατάκτησης του Champions League με τους «Δράκους», όσο και με τη γενικότερη αύρα του. Η ιδιότητά του που ξεχώρισε από τη πρώτη στιγμή και χτίστηκε δίπλα σε τεράστιους προπονητές, ήταν η ενδελεχής μελέτη του αντιπάλου. Δεν είχε υπάρξει ποτέ κάτι αντίστοιχο στην Premier League. «Μας προετοιμάζει για τον αντίπαλο με τόσο βάθος, που δεν το έχω ξαναδεί ποτέ», έλεγε ο Τζον Τέρι. Δύο μέρες πριν από κάθε ματς, οι παίκτες έβρισκαν στα αποδυτήρια να τους περιμένει ένα ντοσιέ 6 ή 7 σελίδων, αφιερωμένο στον επόμενο αντίπαλο. Εξηγούσε τα σχήματα που χρησιμοποιεί, τον τρόπο που λειτουργεί στα στημένα και είχε ξεχωριστή αναφορά σε κάθε παίκτη, καθώς και ειδική αναφορά με διαγράμματα για εκείνους που ο Special One θεωρούσε παίκτες-κλειδιά. Λεπτομέρειες όπως τις κινήσεις που κάνουν στα κόρνερ, ο τρόπος που μοιράζουν τη μπάλα οι πιο επιδραστικοί παίκτες στην κυκλοφορία κ.ο.κ. Ο Μουρίνιο, που στην Μπενφίκα απογοητευμένος από το επίπεδο της ανάλυσης των «κατασκόπων» του πήρε με δικά του χρήματα έναν παλιό του συμφοιτητή για να του ετοιμάζει τα reports, ανέθεσε τον ρόλο του σκάουτ αντιπάλων σε έναν συμπατριώτη του που αρκετοί πίστεψαν ότι θα ακολουθήσει τα βήματά του. Τον Βίλας Μπόας. Η διαφορετική προσέγγιση φάνηκε και από την προετοιμασία. Η δουλειά στη φυσική κατάσταση που κυριαρχούσε επί των ημερών του Ρανιέρι, αλλά και άλλων τεχνικών στις υπόλοιπες ομάδες, αντικαταστάθηκε με την έμφαση στην τακτική, την αμυντική οργάνωση και την συνοχή. Και κατά τη διάρκεια της σεζόν, σε αντίθεση με τον Ιταλό, που πριν από κάθε ματς μιλούσε μόνο για τα δυνατά σημεία του αντιπάλου, ο Μουρίνιο εστίαζε στις αδυναμίες και στον τρόπο εκμετάλλευσής τους. Οι παίκτες είχαν μάθει να έχουν πλήρη στατιστική ανάλυση από την ProZone για τα δικά τους στοιχεία, όμως πλέον είχαν και για τον αντίπαλο. Και την ημέρα πριν από το ματς, έχοντας μελετήσει το ντοσιέ τους, ο Μουρίνιο ανέλυε μέσω video τα πάντα και στη συνέχεια η τελευταία προπόνηση ήταν αφιερωμένη μόνο στον αντίπαλο. Η ανάλυση του αντιπάλου προφανώς δεν ήταν κάτι το νέο, όμως συχνά αποτελούσε την κρυφή ελπίδα των μικρών ομάδων για να κόψουν βαθμούς από τους μεγάλους. Ο Ζοσέ το εφάρμοσε σε τέτοιο βάθος που δεν είχε ξαναγίνει και το έκανε σε ομάδα που έκανε πρωταθλητισμό και τελείωσε τη σεζόν με 95 βαθμούς, περισσότερους από ποτέ. Η αμυντική δουλειά των «Μπλε» ήταν αριστούργημα. Με τον Μακελελέ να δίνει τον ορισμό του αμυντικού χαφ, η ομάδα του κράτησε 24 φορές ανέπαφη την εστία της σε 38 ματς και δέχθηκε μόλις 15 γκολ. Μοιάζει σχεδόν ασύλληπτο για όσους δεν το θυμούνται, όμως από τα μέσα του Δεκέμβρη μέχρι τις αρχές του Μαρτίου, η Τσέλσι δεν δέχθηκε ούτε ένα γκολ στο πρωτάθλημα. Ο Special One συνήθιζε στις προπονήσεις να κάνει ασκήσεις κατοχής κρατώντας τουλάχιστον πέντε ποδοσφαιριστές πίσω από τη μπάλα, ενώ πάντα το πλάνο της αμυντική δουλειάς ξεκινούσε από τον σέντερ φορ. Ένα ακόμα σημείο στο οποίο έβαλε τη σφραγίδα του ήταν η δουλειά των εξτρέμ. Μολονότι στην αρχή έπαιζε ουσιαστικά με ρόμβο και χωρίς ακραίους μεσοεπιθετικούς. Παρότι ο σχηματισμός της ήταν αδιαπέραστος, δεν είχε φαντασία στην επίθεση. Η επιστροφή των Ρόμπεν και Νταφ και η τάχιστη προσαρμογή του πρώτου στις απαιτήσεις της Αγγλίας άλλαξε τα δεδομένα. Στα πρώτα της εννιά ματς η Τσέλσι είχε πετύχει οκτώ γκολ, κυρίως από στημένα. Στα επόμενα εννιά πέτυχε 30. Ο Ρόμπεν ήταν ο βασικός λόγος που το 4-3-3 έγινε η βασική επιλογή του Mou, χτίζοντας τη διάταξη γύρω από τη δική του αντίληψη. Ο ρόλος των εξτρέμ ήταν διαφορετικός από εκείνων του κλασικού 4-4-2 ή του 4-4-1-1. Ανέβαιναν ψηλά στον αγωνιστικό χώρο, έτρεχαν κάθετα, άνοιγαν το γήπεδο και κινούνταν πολύ στα κενά διαστήματα με τρόπο που αρκετές φορές έμοιαζαν επιθετικοί, χωρίς ωστόσο να χαλούν τις ισορροπίες και μαθαίνοντας να υπηρετούν πιστά την οργάνωση και το πλάνο. Για να κολλήσουν όμως οι δύο εξτρέμ στο πλάνο, χρειαζόταν να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος του τρανζίσιον. Ο όρος της μετάβασης έγινε περισσότερο δημοφιλής, άρχισε να συζητιέται σε ποδοσφαιρικούς κύκλους και σχολιαστές, μιας και ο Μουρίνιο του έδωσε περισσότερο έμφαση από ποτέ. «Ήταν πιθανότατα η πρώτη φορά που το άκουγα. Αν χάσεις τη μπάλα στην μετάβαση από την επίθεση στην άμυνα, κάνεις γρήγορες επιστροφές, γρήγορα σπριντ επανάκτησης. Από την άλλη, αν κερδίσεις την κατοχή, να φύγεις γρήγορα μπροστά», παραδεχόταν στη συνέχεια ο Νταφ. Για τον προπονητή του το αμυντικό τρανζίσιον ήταν εξίσου σημαντικό. Σε μια εποχή που τα σύγχρονα πλάγια μπακ αποκτούσαν όλο και περισσότερες επιθετικές αρμοδιότητες, ο Μουρίνιο απαιτούσε από τους εξτρέμ του να δουλεύουν πολύ σκληρά αμυντικά! Ο Πορτογάλος ήταν έτοιμος να αλλάξει σχήματα και πρόσωπα, όμως ήξερε πως η ομάδα του δεν θα χάσει τη συνοχή της, γιατί είχε ρίξει πρωτοφανή δουλειά πάνω σε αυτήν. Έκανε τους πάντες να κατανοήσουν ότι η αντεπίθεση και οι στημένες φάσεις δεν είναι ντροπή, αλλά απαιτούν άριστη προετοιμασία και οργάνωση. Ο Μουρίνιο δεν άλλαξε μόνο τη μοίρα των Πορτογάλων προπονητών με την πορεία και τους 7 τίτλους του στην Αγγλία, αλλά και το ίδιο το ποδόσφαιρο στην χώρα που τον φιλοξένησε. Η επιρροή του Ζοσέ είναι μεγάλη σε πάρα πολλούς τομείς, αλλάζοντας ουσιαστικά την τακτική σκέψη μιας ολόκληρης γενιάς, δίνοντας την πραγματική διάσταση της προετοιμασίας για κάθε αντίπαλο ξεχωριστά και της αμυντικής οργάνωσης, αλλά και κάνοντας δημοφιλές το 4-3-3, αν και σε πολλές περιπτώσεις αυτό που ακολούθησε ως προσπάθεια μίμησης έμοιαζε περισσότερο με 4-5-1. Όπως είχε εξηγήσει και ο ίδιος: «αν έχω ένα τρίγωνο στο κέντρο, τον Κλοντ Μακελελέ πίσω και δύο μπροστά του, πάντα θα έχω πλεονέκτημα απέναντι στο καθαρό 4-4-2, όπου οι δύο κεντρικοί μέσοι βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο. Θα έχω έναν έξτρα παίκτη. Ξεκινάει με τον Μακελελέ, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στις γραμμές. Αν κανείς δεν πάει πάνω του, βλέπει όλο το γήπεδο και έχει χρόνο. Αν τον κλείσουν, σημαίνει ότι ένας από τους κεντρικούς μέσους μένει ελεύθερος. Αν κλειστούν όλοι και βοηθήσουν οι ακραίοι μέσοι του αντιπάλου, τότε δημιουργούνται κενά στα “φτερά”, είτε για τους εξτρέμ είτε για τα μπακ μας. Δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει το 4-4-2 για να το σταματήσει». Μπορεί να σε γοητεύει ή να σε απωθεί με τις μεθόδους του, όμως αναμφισβήτητα έκανε το αγγλικό ποδόσφαιρο λιγότερο αφελές και δεν είναι τυχαίο πως 13 χρόνια μετά βρίσκεται και πάλι εκεί, ρυθμιστής της υπόθεσης του τίτλου, σε πείσμα όσων σε κάθε στραβή βιάζονται να τον χαρακτηρίσουν ξεπερασμένο και τελειωμένο… Πηγή: gazzetta.gr