Το απόγευμα της 5ης Ιουλίου 1971 η οικογένεια του αγροφύλακα σε ένα μικρό χωριό έξω από τις Σέρρες ανησύχησε καθώς ο γάιδαρος του επέστρεψε μόνος στο σπίτι σέρνοντας, μάλιστα, το σαμάρι του. Ο 37χρονος αγροφύλακας είχε φύγει την προηγούμενη ημέρα για να κάνει την συνηθισμένη βάρδια του στα βουνά της περιοχής.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Η μητέρα του αγροφύλακα πήγε αμέσως στην αστυνομία, όπου τους περιέγραψε τι είχε συμβεί αλλά εκείνοι την καθησύχασαν λέγοντάς της πως είχε δημιουργηθεί μία αναστάτωση, καθώς στην περιοχή ξέσπασε πυρκαγιά και για το λόγο αυτό ο γιος της θα αργούσε να επιστρέψει. Όπως, όμως, αποδείχθηκε την επόμενη ημέρα, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι αφού ένας από τους βοσκούς της περιοχής εξομολογήθηκε σε γνωστό του αρχιφύλακα πως «αστειευόταν με τον αγροφύλακα» και τον χτύπησε, χωρίς να το θέλει, με μαχαίρι στο στήθος.

Ο αρχιφύλακας ειδοποίησε τους συναδέλφους του μαζί με τους οποίους επισκέφτηκαν τη στάνη του 56χρονου βοσκού Β.Μ. ο οποίος και τους υπέδειξε, με τη σειρά του, που είχε γίνει το επεισόδιο.

Η ομάδα των αστυνομικών κατάφερε να εντοπίσει, λίγο αργότερα, τον αγροφύλακα νεκρό, δίπλα σε μία στέρνα με ποτίστρα για τα ζώα. Ακολουθώντας τα ίχνη του αίματος προέκυψε ότι ο 37χρονος είχε συρθεί τραυματισμένος περίπου 500 μέτρα από το σημείο που δέχτηκε την επίθεση στην προσπάθεια του να φτάσει στο κοντινό σταυροδρόμι για να ζητήσει βοήθεια από κάποιον περαστικό.

Ο αγροφύλακας, όμως, λίγο πριν ξεψυχίσει φρόντισε να αφήσει πίσω του τ’ όνομα του ανθρώπου που του έδωσε το μοιραίο χτύπημα στην καρδιά.

Στο «βιβλίο συμβάντων», που είχε μαζί του, έγραψε: «Με έσφαξε ο Β.Μ.» υποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο το δολοφόνο του.

«Τον βρήκαμε γαντζωμένο σε μία στέρνα που βρίσκεται στο σταυροδρόμι, νεκρό. Πέθανε προσπαθώντας να πιει νερό για να ανακουφιστεί. Είχε συρθεί από το σημείο που τον μαχαίρωσε ο Β.Μ. και στο δρόμο σκόρπισε τα ρούχα, τα παπούτσια του και το «βιβλίο συμβάντων», όπου πρόλαβε να γράψει “με έσφαξε το Β.Μ.” περιέγραψε, αργότερα, ο γαμπρός του θύματος ο οποίος έφτασε στο σημείο μαζί με άλλα συγγενικά του πρόσωπα, λίγο πριν από την αστυνομία.

Μαζί με τους αστυνομικούς ήταν και ο 56χρονος βοσκός ο οποίος, όταν είδε τον αγροφύλακα νεκρό, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, άρχισε να φωνάζει «Μ. σ’ έφαγα». Πολλοί ήταν εκείνοι που, στη συνέχεια, ερμήνευσαν τη φράση του 56χρονου ως μία έκφραση θριάμβου ενώ άλλοι έκαναν λόγο για δείγμα μετάνοιας.

ΠΕΡΙΠΟΛΙΚΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Λίγους μήνες αργότερα, ο 56χρονος κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Κατερίνης το οποίο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Ωστόσο, η απόφαση αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο με αποτέλεσμα ο άνδρας να κληθεί, εκ νέου, από την δικαιοσύνη να δώσει εξηγήσεις.

Το Απρίλιο του 1973 αναβίωσε και πάλι η υπόθεση στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Βέροιας.

Οι συγγενείς του θύματος κατέθεσαν πως ο κατηγορούμενος είχε απειλήσει στο παρελθόν τον αγροφύλακα γιατί δεν του επέτρεπε να βόσκει το κοπάδι του σε απαγορευμένες περιοχές. Μάλιστα, όπως είπαν στο δικαστήριο, ο 37χρονος τους είχε εκμυστηρευτεί ότι τον φοβόταν και εξέφρασαν την πεποίθηση πως ο κατηγορούμενος είχε προσχεδιάσει το έγκλημα του στήνοντας ενέδρα στον άτυχο άνδρα.

Επιπλέον, απέρριψαν τις αιτιάσεις του κατηγορούμενου ότι θεωρούσε πως τραυμάτισε ελαφρά το θύμα. Κι αυτό γιατί, όπως εκτίμησαν, ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε από απόσταση περίπου 300 μέτρων τις απεγνωσμένες προσπάθειες του 37χρονου να ζητήσει βοήθεια, χωρίς να αντιδρά. Αδιάψευστος μάρτυρας, είπαν, τα ίχνη από φαγητό που είχε αφήσει ο κατηγορούμενος στο σημείο, όπου στεκόταν ως παρατηρητής.

Δύστροπο, απείθαρχο και μόνιμο αντίδικο των οργάνων της τάξεως εμφάνισαν τον κατηγορούμενο οι μάρτυρες αγροφύλακες. Ως φιλήσυχο, πράο και καλό οικογενειάρχη περιέγραψαν το θύμα.

Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας, ο κατηγορούμενος έδωσε τη δική του εκδοχή για τη μοιραία ημέρα, λέγοντας πως όλα ήταν ένα τραγικό δυστύχημα. Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως το θύμα αλλά κι άλλοι συνάδελφοί του τον εκβίαζαν και για να μην του υποβάλουν μηνύσεις τους έδινε χρήματα. Όπως ακόμη ισχυρίστηκε, την προηγούμενη ημέρα έπινε καφέ με τον αγροφύλακα στον οποίο έδωσε 2.000 δρχ. Όταν, όμως, συναντήθηκαν πάλι στην ερημική αγροτική τοποθεσία εκείνος του ζήτησε κι ένα κατσίκι για να του επιτρέψει να βοσκήσει το κοπάδι του.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΗ

«Θέλησα να τον φοβίσω και γι’ αυτό τον τραυμάτισα ελαφριά. Όταν, όμως, είδα το αίμα φοβήθηκα κι έφυγα» είπε ο 56χρονος. Ο κατηγορούμενος δήλωσε μετανιωμένος επαναλαμβάνοντας, συνεχώς, πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει αλλά να τραυματίσει τον αγροφύλακα προκειμένου να φοβηθεί και να σταματήσει να τον εκβιάζει.

Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε την επικύρωση της ισόβιας κάθειρξης που είχε επιβάλει το κακουργιοδικείο Κατερίνης στον κατηγορούμενο, υποστηρίζοντας πως διέπραξε το έγκλημα για να απαλλαγεί «από έναν οχληρό γι αυτόν τηρητή του νόμου».

Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για τη δολοφονία του αγροφύλακα αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και του επέβαλε κάθειρξη 20 ετών και έξι μηνών.