Ο διοικητής της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. Νοτιοανατολικής Αττικής, κ. Γιάννης Νέζες, περιγράφει σοκαρισμένος το θέαμα των θανάσιμα τραυματισμένων συναδέλφων του. «Όσο καλά εκπαιδευμένος και να είναι κάποιος, υπάρχουν φορές που δεν μπορεί να ξεφύγει. Η θέα των δύο νεκρών συναδέλφων μου θα με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή».

Ο ίδιος και άλλοι έξι αστυνομικοί που συνάντησε ο Ελεύθερος Τύπος κατά τη διάρκεια περιπολίας τους, πέντε ημέρες μετά τον τραγικό χαμό των δύο ειδικών φρουρών σε ενέδρα θανάτου στου Ρέντη, δηλώνουν ότι είναι ζήτημα τιμής για αυτούς η σύλληψη των δολοφόνων.

«Έφτασα δέκα λεπτά μετά το συμβάν στο σημείο της δολοφονίας και το θέαμα ήταν τραγικό. Ο αστυνομικός ζει πολλές δύσκολες στιγμές και μία από αυτές είναι να σηκώσει νεκρό κάποιο συνάδελφό του», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Νέζες.

Τα ρίσκα που παίρνουν οι Αστυνομικοί είναι πολλαπλά και ποικίλουν. Η μέρα τους ξεκινάει στις 7 το πρωί. Από της στιγμή που πιάνουν βάρδια και για έξι ώρες, εκτός από τον κίνδυνο για την ίδια τη ζωή τους από κακοποιούς και εγκληματίες, διατρέχουν και νομικούς κινδύνους κατά την προστριβή τους με τους πολίτες, ενώ ειδικότερα για την ομάδα ΔΙ.ΑΣ. παραμονεύει και ένας επιπλέον κίνδυνος: αυτός του μοτοσικλετιστή.

«Φεύγω από το σπίτι να πάω για υπηρεσία και δεν ξέρω αν θα γυρίσω πίσω». Ο 32χρονος ειδικός φρουρός κ. Νίκος Γιαννόπουλος που περιμένει το πρώτο του παιδί, αναφέρει ότι καθημερινά η γυναίκα του και όλη η οικογένεια του ανυπομονούν να επιστρέψει στο σπίτι από τη δουλειά.

Ο ίδιος, αν και δεν είναι νέος αστυνομικός, παραδέχεται πως η κάθε ημέρα είναι και μια καινούργια πρόκληση. Όπως λέει: «Όση εμπειρία και αν έχεις, όσο καλά προετοιμασμένος και αν είσαι, δεν ξέρεις από πού θα σου έρθει…».

Ανάλογη είναι και η καθημερινότητα του 23χρονου Δημήτρη Βασιλογιάννη. «Είμαι έξι ώρες την ημέρα πάνω στη μηχανή. Γνωρίζω ότι παίρνω το ρίσκο να τραυματιστώ σοβαρά ή ακόμα και να χάσω τη ζωή μου», αναφέρει στην εφημερίδα και προσθέτει: «Μένω μόνος μου. Οι γονείς μου δε μένουν στην Αθήνα. Όταν έχω βάρδια, καρδιοχτυπούν».

Εκείνο που κάνει τους αστυνομικούς να «παγώνουν» περισσότερο από κάθε άλλο είναι, σύμφωνα με τους ίδιους, όταν αντικρίζουν βαριά τραυματισμένους ή νεκρούς τους συναδέλφους τους.

Όπως λέει ο κ. Γιαννόπουλος: «Είναι πολύ άσχημη η στιγμή του τραυματισμού ενός αστυνομικού που κάνουμε μαζί περιπολία. Όταν δηλαδή πρέπει να τον σηκώσεις από κάτω και δε μιλάει ή όταν ακούς από τον ασύρματο περιστατικά ότι συνάδελφοι δέχονται πυρά, και μάλιστα πολλές φορές από βαρύ οπλισμό».