Παρά το γεγονός ότι ήταν δημοφιλέστατος ηθοποιός, η πραγματική κληρονομιά του Κασσαβέτη είναι η δουλειά του πίσω από τις κάμερες.

Κι αυτό γιατί είναι αναμφίβολα ένας από τους πρωτεργάτες του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, ψάχνοντας τρόπους χρηματοδότησης που θα προσυπέγραφαν τον αδέσμευτο χαρακτήρα των ταινιών του.

Ο ανυπότακτος λοιπόν εικονοκλάστης προκάλεσε τις παραδεδομένες νόρμες για την κινηματογραφική μορφή, την ίδια στιγμή που έβαλε στο στόχαστρο και τον ίδιο τον τρόπο της παραγωγής ταινιών.

Ο πιονέρος λοιπόν της αυτοχρηματοδότησης και της αυτο-διανομής των ταινιών στις κινηματογραφικές αίθουσες θα άνοιγε τον δρόμο για όλους τους κατοπινούς ανεξάρτητους σκηνοθέτες και κινηματογραφιστές, βοηθώντας τους να κόψουν μια και καλή τους δεσμούς με την εξάρτηση του Χόλιγουντ και τον ακραίο έλεγχο που ασκεί στην παραγωγή.

Ας δούμε λοιπόν τη ζωή του ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη που θα θα τα έβαζε με το ίδιο το χολιγουντιανό «κύκλωμα»…

Πρώτα χρόνια

Ο Τζον Κασσαβέτης γεννιέται στις 9 Δεκεμβρίου 1929 στη Νέα Υόρκη, ως ο νεότερος από τους δύο γιους των ελλήνων μεταναστών Νικόλα και Κατερίνα Κασσαβέτη.

Ο μικρός πηγαίνει σχολείο στο Λονγκ Άιλαντ, ενώ κατόπιν σπουδάζει αγγλική φιλολογία στο Mohawk College και το Colgate University, πριν γραφτεί τελικά στη Δραματική Σχολή της Νέας Υόρκης (New York Academy of Dramatic Arts), από την οποία και αποφοιτά το 1950.

Πρώτες υποκριτικές δουλειές

Περιπλανιέται για σύντομο χρονικό διάστημα με θεατρικό θίασο του Ροντ Άιλαντ, την ώρα που προσπαθεί να κερδίσει μια υποκριτική θέση στον κόσμο του Μπρόντγουεϊ. Το 1953 έρχεται ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος, στο «Ταξί» του Γκρέγκορι Ρατόφ. Σειρά έχουν κατόπιν μια σειρά από τηλεοπτικές συμμετοχές, με τον Κασσαβέτη να γίνεται σχετικά γνωστός σε ρόλους «ταραγμένων νιάτων».

Μέχρι το 1955, ο Κασσαβέτης θα έχει βρει τον δρόμο για τον κινηματογράφο, μεταφέροντας στο μεγάλο πανί τη μανιέρα του «ανήσυχου εφήβου».

Σκηνοθετικό ντεμπούτο

Η καριέρα του Κασσαβέτη ως σκηνοθέτη θα ξεκινήσει σχετικά αναπάντεχα, αν και με μια γερή δόση θράσους! Ήταν το 1957 όταν εμφανίστηκε στη ραδιοφωνική εκπομπή «Night People», για να προωθήσει τον πρόσφατο ρόλο του στο φιλμ «Edge of the City». Την ώρα που συνομιλούσε λοιπόν με τον οικοδεσπότη Jean Shepherd, ο Κασσαβέτης σχολίασε ότι η ταινία τον είχε απογοητεύσει, ισχυριζόμενος ότι εκείνος θα την είχε κάνει πολύ καλύτερα.

Στο τέλος του ραδιοφωνικού προγράμματος, απηύθυνε την πρόσκληση-πρόκληση στους ακροατές που ενδιαφέρονταν για μια αυθεντική κινηματογραφία, εναλλακτική στη συμβατική φόρμουλα του Χόλιγουντ, να του δωρίσουν ένα δολάριο ή δύο για να χρηματοδοτήσουν τα όνειρά του! Υποσχέθηκε στο κοινό μια ταινία για πραγματικούς ανθρώπους και τους καληνύχτισε.

Κανείς δεν έπαθε μεγαλύτερο σοκ από τον ίδιο τον Κασσαβέτη όταν στις επόμενες εβδομάδες δέχτηκε τηλεφώνημα από τον ραδιοφωνικό σταθμό που του ανακοίνωνε ότι περισσότερα από 2.000 δολάρια είχαν συγκεντρωθεί από τον κόσμο! Πιστός στις δεσμεύσεις του, ξεκίνησε την παραγωγή της ταινίας του την αμέσως επόμενη βδομάδα, παρά το γεγονός ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ταινία ήθελε να κάνει.

Συγκεντρώνει άρον-άρον μια ομάδα ηθοποιών από το εργαστήρι υποκριτικής που συνεργαζόταν και ξεκινά να δουλεύει σε αυτό που θα ονομαζόταν αργότερα «Σκιές». Η παραγωγή δεν είχε σενάριο ούτε και επαγγελματίες τεχνικούς, το μόνο που έκαναν ήταν να νοικιάσουν μερικά φώτα και μια μηχανή λήψης 16 mm. Χωρίς σκηνοθετικές γνώσεις ή εμπειρία πίσω από την κάμερα, ο Κασσαβέτης και το ερασιτεχνικό συνεργείο του έκαναν το ένα λάθος πίσω από το άλλο, καταλήγοντας σε μια ταινία που η πρόζα των ηθοποιών δεν μπορούσε να ακουστεί (και θα οδηγούσε σε μια αργοπορία τριών ετών για την κυκλοφορία του φιλμ, μέχρι να ξαναγραφτούν όλοι οι ήχοι)!

Το αυτοσχεδιαστικό φιλμ παρακολουθεί την ιστορία μιας οικογένειας έγχρωμων μουσικών της τζαζ, θέτοντας αμείλικτα ερωτήματα για την ταυτότητα και την αγάπη, με την ίδια «περιθωριακή» ματιά που συναντάμε σε όλα τα εμβληματικά φιλμ του σπουδαίου σκηνοθέτη. Ανήμπορος να βρει διανομή στις ΗΠΑ, ο Κασσαβέτης αρχίζει να παρουσιάζει το φιλμ του από δω κι από κει το 1960, με τις πρώτες κριτικές να κάνουν λόγο για πρωτοποριακό επίτευγμα!

Αν δεν ήταν βέβαια το Βραβείο Κοινού στο φημισμένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας την ίδια χρονιά, η ταινία δεν θα έβρισκε ποτέ διανομή στις αίθουσες…

Χολιγουντιανές περιπέτειες

Μετά τη βράβευσή τους, οι «Σκιές» κυκλοφορούν στην Αμερική -με βρετανό διανομέα!-, σημειώνοντας σημαντική εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Τέτοια που φέρνει τον Κασσαβέτη στην προσοχή της Paramount, η οποία τον προσλαμβάνει για να σκηνοθετήσει το δράμα του 1961 «Too Late Blues». Η ταινία ήταν ωστόσο εισπρακτική καταστροφή, με το συμβόλαιο με το χολιγουντιανό στούντιο να λύεται άρον-άρον.

Σειρά είχε κατόπιν η United Artists, που του αναθέτει τη σκηνοθεσία της ταινίας «A Child Is Waiting», με παραγωγό τον περίφημο Stanley Kramer. Λίγο πριν από την ολοκλήρωσή της ωστόσο, με το φιλμ να είναι στη διαδικασία του μοντάζ, οι δύο άντρες θα τα «σπάσουν», με τον Κασσαβέτη να αποχωρεί από τη συνεργασία και τον Kramer να αναλαμβάνει το δραστικό πετσόκομμα του σκηνοθετικού οράματος του Κασσαβέτη, μοντάροντας εκ νέου το φιλμ. Γεγονός που θα κάνει τον Κασσαβέτη να αποκηρύξει κάθε σχέση με την ταινία…

Σύλληψη της ανεξάρτητης κινηματογραφίας

Εξοργισμένος από τις σκηνοθετικές περιπέτειές του στο Χόλιγουντ, ο Κασσαβέτης παίρνει όρκο τιμής να χρηματοδοτεί πλέον μόνος του τις ταινίες, για να μπορεί να έχει και τον τελικό έλεγχο της δουλειάς. Αυτό βέβαια σήμαινε πρακτικά ότι έπρεπε να ξεχάσει για ένα μεγάλο διάστημα μπόλικων ετών τη σκηνοθεσία, μέχρι να βρει τους απαραίτητους πόρους για να κάνει το ανεξάρτητο όνειρό του πραγματικότητα.

Επιστρέφει λοιπόν στην ηθοποιία, με μια σειρά από ρόλους να απασχολούν τον χρόνο του για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’60: από την ταινία του Don Siegel «The Killers» μέχρι και το φιλμ του Ρομάν Πολάνσκι «Το Μωρό της Ρόζμαρι», ο Κασσαβέτης κάνει τη μια υποκριτική δουλειά πίσω από την άλλη, με τον ρόλο του στο «The Dirty Dozens» του Robert Aldrich να του εξασφαλίζει Όσκαρ Β’ Αντρικού Ρόλου!

Το 1968 ήταν ωστόσο έτοιμος να επιστρέψει στη σκηνοθετική καρέκλα, αυτή τη φορά με τα «Πρόσωπα», την πρώτη από τις ταινίες του που θα πρωταγωνιστούσε η σύζυγός του και περίφημη ηθοποιός Τζίνα Ρόουλαντς, με την οποία και θα αποκτήσουν τρία παιδιά. Το κοφτερό δράμα του Κασσαβέτη, απολύτως ανεξάρτητο οικονομικά, θα γινόταν τεράστια εισπρακτική επιτυχία, την ίδια στιγμή που ο καλλιτεχνικός του θρίαμβος θα αναγνωριζόταν με δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ (σημαντικό πράγμα για μη χολιγουντιανή δουλειά) και πέντε ολόκληρα βιβλία στη βενετσιάνικη Μόστρα!

Όπως ήταν αναμενόμενο, η επιτυχία της ταινίας θα έφερνε μπόλικα χολιγουντιανά τηλεφωνήματα στον Κασσαβέτη, με τους παραγωγούς να του υπόσχονται απόλυτη ελευθερία κινήσεων, πλήρη έλεγχο των γυρισμάτων και το πολυπόθητο για κάθε σκηνοθέτη του Χόλιγουντ final cut.

Άνοδος στη φήμη

Το ανεξάρτητο εγχείρημά του είχε πετύχει, ήταν ώρα λοιπόν για τον Κασσαβέτη να συμβιβαστεί. Αφού συμφώνησε ακόμα και τις παραμικρές λεπτομέρειες με την Columbia, ξεκίνησε να δουλεύει το 1970 στην ταινία «Σύζυγοι», με το πρωταγωνιστικό δίδυμο Πίτερ Φολκ και Μπεν Γκατζάρα, η οποία και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Σειρά είχε το 1971 η συνεργασία με τη Universal για το «Μίνι και Μόσκοβιτς», το οποίο και ολοκληρώνεται χωρίς απρόοπτα.

Ο Κασσαβέτης δεν είχε ξεχάσει βέβαια την αγάπη του για την αυτοχρηματοδότηση, επιστρέφοντας στο ανεξάρτητο σινεμά με το αριστούργημά του «Μια Γυναίκα Εξομολογείται» (1974), ταινία που θα έφερνε στη Ρόουλαντς υποψηφιότητα για Όσκαρ Ηθοποιίας. Σειρά είχε κατόπιν το φιλμ νουάρ που σκάρωσε με τον από χρόνια φαν του, Μάρτιν Σκορσέζε, τον «Θάνατο Ενός Κινέζου Μπούκι» (1976), ταινία που δεν κατάφερε να βρει το κοινό της, με προβλήματα να σημειώνονται ακόμη και στη διανομή της.

Όταν την ίδια εμπορική μοίρα θα είχαν και οι «Νύχτες Πρεμιέρας» (1978), ο Κασσαβέτης ήταν πλέον αναγκασμένος να επιστρέψει στην οικονομική θαλπωρή των μεγάλων χολιγουντιανών στούντιο. Υπογράφει με την Columbia το 1980 για να γυρίσει την «Γκλόρια», με το επόμενο φιλμ του, «Ερωτική Θύελλα», να μη συμβαίνει πριν από την πάροδο 4 ετών (1984).

Η τελευταία του κινηματογραφική προσπάθεια έμελλε να ξυπνήσει μνήμες από τις πρώτες του χολιγουντιανές περιπέτειες. Με την κωμωδία του Andrew Bergman ήδη στη διαδικασία της παραγωγής, ο σκηνοθέτης αποχωρεί ενοχλημένος από τα γυρίσματα του «Big Trouble» το 1985, με τον Κασσαβέτη να αναλαμβάνει τα ηνία. Οι παραγωγοί θα πετσόκοβαν στο τέλος το μοντάζ του Κασσαβέτη, με τον ίδιο να αποκηρύσσει την ταινία αποκαλώντας τη δημοσίως «καταστροφή»!

Θάνατος

Ολοκληρώνοντας το «Big Trouble», ο Κασσαβέτης αρρωσταίνει. Παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, συνεχίζει να εργάζεται πυρετωδώς, με τον ίδιο να στρέφεται στο σανίδι όταν πια δεν μπορούσε να βρει χρηματοδότηση για τα φιλμ του.

Το θεατρικό έργο «Woman of Mystery» θα είναι η τελευταία δουλειά του στο σανίδι, παράσταση που θα κάνει πρεμιέρα στο Λος Άντζελες το 1987.

Ο Κασσαβέτης πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου 1989. Ο γιος του, Νικ, συνέχισε στα χνάρια του, δουλεύοντας ως ηθοποιός και σκηνοθέτης. Η πιο πρόσφατη ταινία του μάλιστα, το «She’s So Lovely» (1997), αποτελεί προσαρμογή ενός σεναρίου του Τζον Κασσαβέτη…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr