Το όχι και τόσο μακρινό 1998 οι κοινωνικοί εταίροι μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις συμφωνούσαν κάθε χρόνο για την αύξηση του κατώτατου μισθού μέσω της υπογραφής της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Τίποτα τότε δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε και πως η Ελλάδα θα γινόταν η πρώτη χώρα-μέλος της ΕΕ, η οποία όχι μόνο δεν θα αύξανε, αλλά θα τον μείωνε κατά πολύ.

Η τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού έγινε την 1η Ιουλίου του 2011. Τότε, είχε φτάσει στα 751,39 ευρώ για 12 πληρωμές ετησίως και 876,62 ευρώ για 14.

Λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, στις 14 Φεβρουαρίου 2012 σε μια Ελλάδα που είναι βουτηγμένη στην κρίση χρέους η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά αποφασίζει ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται με νομοθεσία από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Με πιο απλά λόγια στο πλαίσιο των μέτρων λιτότητας που επέβαλε η κυβέρνηση την χρονιά αυτή ανεστάλη στην Ελλάδα η εθνική συλλογική σύμβαση, και οι εθνικοί κατώτατοι μισθοί αποφασίστηκε να καθορίζονται πλέον με κυβερνητική απόφαση.

Τότε, ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών και κατά 32% για τους εργαζόμενους από 18 εώς 25 ετών (δημιουργία υποκατώτατου μισθού) και διαμορφώθηκε ως εξής:

-Για τους άνω των 25 ετών μειώθηκε κατά 165,31 ευρώ για 12 πληρωμές ετησίως (και κατά 192,86 ευρώ για 14 πληρωμές) και διαμορφώθηκε στα 586,08 ευρώ για 12 πληρωμές ετησίως (και στα 683,76 ευρώ για 14 πληρωμές).

-Για τους εργαζόμενους από 18 έως 25 ετών μειώθηκε κατά 240,44 ευρώ για 12 πληρωμές ετησίως (και κατά 280,52 ευρώ για 14 πληρωμές) και διαμορφώθηκε στα 510,95 ευρώ για 12 πληρωμές ετησίως (και στα 596,10 ευρώ για 14 πληρωμές).

Πέρασαν επτά ολόκληρα χρόνια και την 1η Φεβρουαρίου 2019, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 10,91% για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών και κατά 27,22% για τους εργαζόμενους από 18 έως 25 ετών (κατάργηση υποκατώτατου μισθού) και διαμορφώθηκε ως εξής:

-Για τους άνω των 25 ετών αυξήθηκε κατά 63,92 ευρώ για 12 πληρωμές ετησίως (και κατά 74,57 ευρώ για 14 πληρωμές).

-Για τους εργαζόμενους από 18 εώς 25 ετών αυξήθηκε κατά 139,05 ευρώ για 12 πληρωμές ετησίως (και κατά 162,23 ευρώ για 14 πληρωμές).

-Διαμορφώθηκε, ανεξαρτήτως ηλικίας, στα 650 ευρώ για 12 πληρωμές ετησίως (και στα 758,33 ευρώ για 14 πληρωμές ετησίως).

Τρία χρόνια αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 2022 έγινε μια πρώτη αύξηση στον κατώτατο μισθό και στις 20 Απριλίου η δεύτερη.

Ετσι, ο νέος κατώτατος μισθός αυξάνεται από 1η Μαΐου κατά 7,5%, ή 50 ευρώ τον μήνα και διαμορφώνεται σε 713 ευρώ από 663 ευρώ προηγουμένως. Δεδομένου ότι καταβάλλονται 14 μισθοί τον χρόνο, το ετήσιο όφελος για τους εργαζομένους από την αύξηση ισούται με έναν επιπλέον μισθό (50 ευρώ η μηνιαία αύξηση επί 14 μισθούς ισούται με 700 ευρώ).

Οι μηνιαίες αποδοχές σε 12μηνη βάση –όπως δηλαδή υπολογίζονται στην υπόλοιπη Ε.Ε.–, αν συνυπολογισθεί η καταβολή δώρων και επιδομάτων διαμορφώνονται σε 831,8 ευρώ από 773,5 ευρώ σήμερα. Εκτιμάται δηλαδή πως ένας 15ος μισθός προστίθεται στο εξής στο εισόδημα όσων σήμερα λαμβάνουν 663 ευρώ μεικτά.

Αν συνυπολογιστεί και η προηγούμενη αύξηση του κατώτατου μισθού που έγινε την 1η Ιανουαρίου 2022, προκύπτει αύξηση κατά 9,7%, ή 63 ευρώ τον μήνα (από 650 ευρώ στα 713 ευρώ). Σε αυτή την περίπτωση το όφελος σωρευτικά οδηγεί σε επιπλέον 882 ευρώ τον χρόνο.

Η ιστορία και η αναγκαιότητα του κατώτατου μισθού

Ο κατώτατος μισθός, θεσπίστηκε πρώτη φορά με δικαστική απόφαση το 1894 στη Νέα Ζηλανδία και το 1932 σε ομοσπονδιακό επίπεδο στις ΗΠΑ.

Σήμερα, τυγχάνει αποδοχής και υποστήριξης από ένα ευρύ φάσμα ηγετών, οικονομολόγων, οργανισμών, φορέων και κοινωνικών εταίρων.

Αν και οι πολέμιοί του δεν έχουν εκλείψει ακόμα και σήμερα, η δημόσια συζήτηση γύρω από τον κατώτατο μισθό περιορίζεται κυρίως στον τρόπο προσδιορισμού και το βέλτιστο επίπεδό του, και λιγότερο στην αναγκαιότητα ύπαρξής του.

Ακόμα και οργανισμοί όπως το ΔΝΤ αλλά και ο ΟΟΣΑ θεωρούν ότι ο κατώτατος μισθός, όπως άλλωστε και η νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, βοηθούν στην επίτευξη χαμηλής ανεργίας και στην ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.

Βέβαια ειδικά το ΔΝΤ, θεωρεί ότι ένα υπερβολικό επίπεδο προστασίας μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις της αγοράς εργασίας με αποτέλεσμα ορισμένες ομάδες, όπως οι νέοι, να βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλά ποσοστά ανεργίας.

Από την άλλη ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) τάσσεται υπέρ του θεσμού του κατώτατου μισθού, συστήνοντας, ωστόσο, ο κατώτατος μισθός να αυξάνεται λιγότερο από τον μέσο όρο των μισθών για να αυξηθούν οι ευκαιρίες απασχόλησης για τους χαμηλόμισθους.

Τα υπέρ και τα κατά

Γενικότερα πάντως, οι υποστηρικτές του κατώτατου μισθού ισχυρίζονται ότι βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο, μειώνει τη φτώχεια, εξαλείφει την ανισότητα μεταξύ των εργαζομένων, αυξάνει την αποδοτικότητά τους και υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να είναι πιο αποτελεσματικές, βελτιώνοντας την τεχνολογία.

Επίσης αναπτύσσεται η οικονομία, εφ’ όσον αυξάνεται η κυκλοφορία του χρήματος, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, μειώνονται τα έξοδα του κράτους για επιδόματα, ενισχύονται οι μικρές βιομηχανίες και επιχειρήσεις.

Οι επικριτές του κατώτατου μισθού ισχυρίζονται ότι αυξάνει τις τιμές των προϊόντων καθώς είναι επιζήμιο μέτρο για τις μεγάλες εταιρίες, και επιπλέον οδηγεί σε μείωση προσωπικού, αυξάνοντας την ανεργία σε ανειδίκευτους ή χωρίς προϋπηρεσία εργαζομένους.