Η Μαρία Κίτσου, σε μία εξομολόγηση που συγκλονίζει, περιέγραψε το συναισθηματικό βάρος της ημέρας που αποχαιρέτησε τον πατέρα της και, λίγες ώρες μετά, ανέβηκε για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή ως πρωταγωνίστρια.

Μιλώντας στην εκπομπή «Στούντιο 4», η ηθοποιός αποκάλυψε την τραγική σύμπτωση: ο πατέρας της, τον οποίο έχασε από λευχαιμία σε ηλικία 27 ετών, κηδεύτηκε την ίδια ακριβώς ημέρα με την πρεμιέρα της πρώτης της παράστασης.

«Τον πατέρα μου έχασα στα 27 μου στην πρώτη μου παράσταση, στην πρεμιέρα δηλαδή ήταν η κηδεία του. Με καταρράκωσε. Ήταν μεγάλο σοκ. Έφυγε μέσα σε ενάμιση μήνα από λευχαιμία.»

Η Μαρία Κίτσου εξήγησε ότι, παρά τον τεράστιο πόνο, πήγε στο θέατρο όχι επειδή πίστευε στο κλισέ ότι «ο ηθοποιός πρέπει να πεθαίνει στο σανίδι» (με το οποίο διαφωνεί κάθετα), αλλά γιατί ήξερε ότι θα ήταν βοηθητικό για την ίδια.

«Βάζω τον άνθρωπο πάνω απ’ όλα, αλλά το έκανα γιατί θα μου έκανε εμένα καλό.»

Η δύναμη που «κληροδότησε» ο πατέρας

Η ηθοποιός περιέγραψε με ευαισθησία την τεράστια συναισθηματική φόρτιση με την οποία ανέβηκε στη σκηνή εκείνο το βράδυ. Ο πατέρας της είχε προλάβει να την δει στις πρόβες της παράστασης.

Αν και ο πρώτος χρόνος μετά την απώλεια ήταν εξαιρετικά δύσκολος, η Μαρία Κίτσου ένιωσε σταδιακά μία αλλαγή. Όπως εξομολογήθηκε, ένιωσε να δυναμώνει, σαν ο πατέρας της να της είχε «δώσει τη δύναμή του».

«Αργότερα όμως ένιωσα πολύ δυνατή, σαν να μου έδωσε τη δύναμή του. Ένιωθα ότι μπορώ να αντιμετωπίσω τα πάντα. Κρατάς τα καλά, τα κακά πάνε στον ψυχοθεραπευτή. Ο πόνος μειώνεται, μαθαίνεις να τον διαχειρίζεσαι.»

Παιδικά χρόνια: Το «καθήκον» της αριστείας

Στο πλαίσιο της ίδιας συνέντευξης, η Μαρία Κίτσου αναφέρθηκε και στα παιδικά της χρόνια, περιγράφοντας πώς ήταν ως παιδί.

Αν και όλοι την αποκαλούσαν «το γελαστό παιδί», η ίδια θυμάται πως ένιωθε πάντα ένα καθήκον να είναι άριστη σε όλα. Η επίδοση της στο σχολείο είχε τεράστια σημασία για την οικογένειά της.

«Το να είμαι η καλύτερη μαθήτρια είχε τεράστια σημασία στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου κρέμαγε τους ελέγχους μου στον τοίχο. Υπήρχε πειθαρχία, υπήρχε και φόβος. Αλλά μην ξεχνάμε ότι ζήσανε σκληρές εποχές και θέλανε τα παιδιά τους να προοδεύσουν.»