Μια μεγάλη διεθνής ερευνητική ομάδα από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, με τη σημαντική συμβολή ενός διακεκριμένου ελληνικής καταγωγής επιστήμονα, αναπτύσσει μια νέα μέθοδο διάγνωσης του καρκίνου. Το υπό δοκιμή μη επεμβατικό τεστ ελέγχει το αίμα για ίχνη από την κυκλοφορία του DNA τυχόν όγκου.

Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον Νικόλα Παπαδόπουλο της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς της Βαλτιμόρης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine», διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι όγκοι, ακόμα και αυτοί που ακόμα δεν έχουν κάνει μετάσταση σε άλλο σημείο του σώματος, απελευθερώνουν ένα μέρος από το γενετικό υλικό τους, που εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος του ασθενούς, σε επίπεδα που μπορεί να είναι ανιχνεύσιμα.

Η μελέτη δείχνει ότι το κυκλοφορούν DNA του όγκου στο αίμα (ctDNA) μπορεί να αποτελέσει ένα αξιόπιστο βιοδείκτη για πολλές μορφές καρκίνου. Στο μέλλον, σύμφωνα με τους ερευνητές, θα είναι δυνατό με ένα απλό τεστ αίματος να ανιχνεύονται πολλοί όγκοι στο αρχικό στάδιό τους, πράγμα που θα αυξάνει τις πιθανότητες θεραπείας του ασθενούς.

Το πλεονέκτημα ενός τέτοιου τεστ είναι ότι θα επιτρέπει στους γιατρούς να παρακολουθούν διαχρονικά με εύκολο τρόπο τις συνεχείς αλλαγές και μεταλλάξεις που υφίστανται τα κύτταρα ενός όγκου (π.χ. όταν εμφανίζει αντίσταση σε ένα αντικαρκινικό φάρμακο), αντίθετα με τη σημερινή στατική εικόνα που παρέχει η συμβατική βιοψία ενός όγκου.

Επίσης είναι σημαντικό ότι το νέο τεστ δεν θα είναι επεμβατικό όπως μια βιοψία. Η ανακάλυψη μη επεμβατικών μεθόδων για τη διάγνωση και παρακολούθηση των όγκων αποτελεί πραγματική πρόκληση για την ογκολογία.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα ctDNA σε 640 ασθενείς με διάφορες μορφές καρκίνου. Δαιπίστωσαν ότι το γενετικό υλικό των όγκων ήταν ανιχνεύσιμο στο αίμα άνω του 75% των ασθενών με προχωρημένο καρκίνο του παγκρέατος, των ωοθηκών, του εντέρου, της ουροδόχου κύστης, του οισοφάγου, του μαστού, του ήπατος και του δέρματος (μελάνωμα). Όμως το ctDNA ήταν ανιχνεύσιμο σε λιγότερους από τους μισούς (κάτω του 50%) ασθενείς με καρκίνο του εγκεφάλου, των νεφρών, του προστάτη και του θυροειδούς.

Σε ασθενείς με λιγότερο προχωρημένο καρκίνο, οι οποίοι είχαν τοπικούς μόνο όγκους, το DNA του όγκου στο αίμα ήταν ανιχνεύσιμο σε ποσοστό 73% για τον καρκίνο του εντέρου, 57% για τον γαστροισοφαγικό, 48% του παγκρέατος και 50% του μαστού (αδενοκαρκίνωμα).

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι το ctDNA συχνά είναι παρόν και ανιχνεύσιμο σε ασθενείς που δεν έχουν ανιχνεύσιμα καρκινικά κύτταρα στον οργανισμό τους, πράγμα που σημαίνει ότι ο νέος βιοδείκτης μπορεί να αποκαλύψει έγκαιρα ένα καρκίνο.

Ο Νικόλας Παπαδόπουλος γεννήθηκε και σπούδασε στην Ελλάδα, έκανε μεταπτυχιακό στο πανεπιστήμιο του Χιούστον, διδακτορικό στο πανεπιστήμιο του Τέξας και μεταδιδακτορική έρευνα στο Τμήμα Ογκολογίας της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς. Αφού διετέλεσε επίκουρος καθηγητής παθολογίας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και ανέπτυξε νέες τεχνικές γενετικής διάγνωσης για την εταιρία GMP Genetics, σήμερα είναι αναπληρωτής καθηγητής ογκολογίας του Κέντρου Καρκίνου Kimmel του πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς, καθώς επίσης διευθυντής στο Κέντρο Γενετικής και Θεραπευτικής του Καρκίνου Ludwig του Ιατρικού Ινστιτούτου Χάουαρντ Χιουζ.

Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς διεθνώς στη διάγνωση του καρκίνου και έγινε ευρύτερα γνωστός παγκοσμίως, όταν ανακάλυψε το γενετικό υπόβαθρο που προδιαθέτει τους ανθρώπους να εμφανίσουν μια από τις πιο συχνές κληρονομικές μορφές καρκίνου, τον «κληρονομούμενο μη πολυποδιακό καρκίνο του παχέoς εντέρου» (HNPCC).

Στη νέα έρευνα συμμετείχε και ο επίσης ελληνικής καταγωγής Εμμανουήλ Αντωναράκης.