Καθώς η βιώσιμη μόδα κερδίζει συνεχώς έδαφος έναντι της υψηλής ραπτικής μίας χρήσης, όλο και περισσότεροι σχεδιαστές βασίζονται στην παράδοση και χρησιμοποιούν φυσικούς πόρους για να παράγουν πρωτότυπα κομμάτια που σέβονται τα οικοσυστήματα που τα περιβάλλουν. Υπάρχουν, λοιπόν, κάποιες (ελάχιστες) Ελληνίδες υφάντρες που χρησιμοποιούν πλέον τον αρχαίο ξύλινο αργαλειό, βασιζόμενες σε μια μέθοδο παραγωγής εκτός δικτύου για να δημιουργήσουν μοναδικά ρούχα και αξεσουάρ.

Η παράδοση του αργαλειού που παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανή

Ο Όμηρος λέει στην Οδύσσεια του: «Έτσι, την ημέρα ύφαινε τον μεγάλο και αυξανόμενο ιστό της, τη νύχτα, με το φως των πυρσών που ήταν τοποθετημένες δίπλα της ξετύλιγε όλα όσα είχε κάνει…». Η Πηνελόπη, η σύζυγος του Οδυσσέα, έχει επινοήσει ένα έξυπνο σχέδιο για να κρατήσει τους μνηστήρες της μακριά, καθώς περιμένει στωικά να επιστρέψει ο χαμένος από καιρό σύζυγός της. Υποσχέθηκε να παντρευτεί έναν από αυτούς μόλις ολοκλήρωνε ένα σάβανο που ύφαινε στον ξύλινο αργαλειό της. Αλλά κάθε βράδυ, ξετύλιγε ό,τι που είχε υφάνει.

Όπως ακριβώς και με την Πηνελόπη του Ομήρου, η γνώση του αργαλειού συνδεόταν με γυναίκες υψηλού κύρους στην Αρχαία Ελλάδα. Ο κατακόρυφος αργαλειός με το βάρος του στημονιού που συνήθως χρησιμοποιούσαν είναι σήμερα τουλάχιστον 4.000 ετών. Με την εμφάνιση πιο σύγχρονων τύπων αργαλειού -όπως ο ηλεκτρικός αργαλειός- και τελικά της ραπτομηχανής, η ύφανση στον ξύλινο αργαλειό έχασε την ελκυστικότητά της. Για δεκαετίες, θεωρούνταν μια χαμένη τέχνη στην Ελλάδα, την οποία ασκούσαν μόνο λίγες ηλικιωμένες γυναίκες. Ευτυχώς, μερικές από αυτές τις γυναίκες την κληροδότησαν στις κόρες και τις εγγονές τους, βοηθώντας να διατηρηθεί η παράδοση ζωντανή, αναφέρει σχετικό δημοσίευμα στο theculturetrip.com.

Μια σύγχρονη αναγέννηση

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες να αναβιώσει ο ξύλινος αργαλειός σε όλη την παλιά του αίγλη και ταυτόχρονα να προωθηθεί ένας πιο αργός, πιο βιώσιμος τρόπος κατασκευής και κατανόησης της μόδας. Ορισμένοι Έλληνες σχεδιαστές έχουν στραφεί στον αργαλειό για να δημιουργήσουν μοναδικά κομμάτια ένδυσης και αξεσουάρ, βασιζόμενοι αποκλειστικά στη σωματική τους δύναμη που υπαγορεύει τις κινήσεις του αργαλειού.

«Ο παραδοσιακός ξύλινος αργαλειός δεν λειτουργεί με ηλεκτρισμό -είναι η καρδιά, το μυαλό, τα χέρια και τα πόδια του υφαντή που τον ζωντανεύουν. Η όλη διαδικασία ξεκινάει από μια απλή κλωστή και καταλήγει σχεδόν σε οτιδήποτε μπορεί να σκεφτεί και να σχεδιαστεί», λέει η Αναστασία Ξενάκη, τεχνίτης που εργάζεται στην Αθήνα, η οποία κληρονόμησε την τεχνογνωσία και το πάθος για την υφαντική από τη μητέρα της Ελένη.

Μαζί με τον συνεργάτη της Πέτρο Χριστοφοράτο, δημιούργησαν το LOOM%, μια μάρκα που ελπίζει να εξοικειώσει τους ανθρώπους με την ελληνική υφασμάτινη κληρονομιά μέσα από κλασικά αντικείμενα με μια σύγχρονη εκδοχή. Χρησιμοποιώντας παραδοσιακές τεχνικές ύφανσης, η Αναστασία Ξενάκη ενσωματώνει έθιμα και μοτίβα από όλη την Ελλάδα στα είδη σπιτιού και τα αξεσουάρ της, ενώ διατηρεί το brand φιλικό προς το περιβάλλον ως επί το πλείστον.

«Όλα τα κομμάτια δημιουργούνται με μυϊκή δύναμη. Προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε το αποτύπωμα άνθρακα χρησιμοποιώντας υλικά όπως βαμβάκι, μαλλί, λινάρι και φυσικό μετάξι», λέει η ίδια. «Οι συσκευασίες μας είναι κατασκευασμένες από ανακυκλωμένα υλικά και ξύλο, ενώ η επόμενη αποστολή μας είναι να απαλλαγούμε εντελώς από το δέρμα των ζώων, αντικαθιστώντας το με φυτικά και οργανικά υλικά, όπως μανιτάρια».

Ωστόσο, το συγκεκριμένο brand δεν είναι το μόνο που αξιοποιεί στο έπακρο τις ρίζες και τον ξύλινο αργαλειό. Η σχεδιάστρια Φαίη Χατζή διδάχθηκε την τέχνη πριν από λίγο καιρό, από γυναίκες υφάντρες στο νησί της Μυκόνου, το οποίο (όση έκπληξη και να προκαλεί και όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται για τον κοσμοπολίτικο προορισμό) είναι γνωστό για την πλούσια υφαντική του παράδοση.

Ακολουθεί μια οικολογική διαδικασία από την αρχή μέχρι το τέλος, συλλέγοντας το μαλλί από τα πρόβατα -χωρίς να τα πληγώνει-, στη συνέχεια το πλένει και σχηματίζει νήμα. Υφαίνει τις πρώτες ύλες στον αργαλειό ή τις ράβει πάνω σε υφάσματα από μετάξι, βαμβάκι, λινό ή βισκόζη, για να δημιουργήσει κομμάτια όπως φορέματα, ρούχα παραλίας και σάλια εμπνευσμένα από την ελληνιστική περίοδο και τον μινωικό πολιτισμό. Η σχεδιάστρια φτιάχνει ακόμη και το μετάξι στο σπίτι, αφού εκτρέφει η ίδια τους μεταξοσκώληκες.

Τα πάντα γίνονται με το χέρι χρησιμοποιώντας εργαλεία και τεχνικές παλαιάς κοπής, απολύτως φιλικές προς το περιβάλλον, όπως αυτές που χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελλάδα, ενώ η ίδια θεωρεί την ύφανση ως μια βαθιά διαλογιστική διαδικασία. «Επηρεάζομαι πάντα από τη θάλασσα, τα βράχια και τον άνεμο, μπαίνοντας σε μια κατάσταση διαλογισμού κάθε φορά που αλληλεπιδρώ με τη φύση. Αυτή η ενέργεια βγαίνει και στα σχέδιά μου. Μπορείτε να δείτε το φως της Μυκόνου να αντανακλάται στα κομμάτια μου», εξηγεί στο theculturetrip.com.

Γιατί βιώσιμη μόδα;

Η επαναχρησιμοποίηση υλικών ή ολόκληρων κομματιών για τη δημιουργία νέων είναι ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς αυτών των γυναικών, με βάση την πεποίθησή τους ότι η αργή και βιώσιμη μόδα μπορεί να είναι πολύ καλύτερη από τη γρήγορη μόδα, με πολλούς τρόπους.

Προερχόμενη από το Μέτσοβο, η Αλεξάνδρα Μπίσσα είναι μία από εκείνες τις σχεδιάστριες κλωστοϋφαντουργίας που πιστεύουν ότι η ύφανση στον αργαλειό έχει θέση στη μόδα και θα συνεχίσει να έχει, καθώς «οι άνθρωποι χρειάζονται ποιότητα -πρέπει να ξέρουν ότι τα αντικείμενα που φορούν είναι μοναδικά- αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας αργής διαδικασίας, δημιουργώντας έναν συγκεκριμένο αριθμό κομματιών που οι άνθρωποι θα τα χρησιμοποιήσουν σωστά, και όχι μια μάζα ρούχων που θα καταλήξει σε κάδους απορριμμάτων».

Μεγαλώνοντας, η Αλεξάνδρα Μπίσσα βρισκόταν διαρκώς περιτριγυρισμένη από τα υφάσματα της γιαγιάς της, γεγονός που την έκανε περίεργη για την υφαντική. Τελικά, ζήτησε από τη θεία της Αθηνά, μια από τις τελευταίες εναπομείνασες γυναίκες υφάντρες στο Μέτσοβο, να της διδάξει την τέχνη. «Ακόμα και σήμερα, στρέφομαι στα υφάσματα της γιαγιάς μου για έμπνευση», λέει, «ανακαλύπτοντας πάντα κάτι καινούργιο. Το να μην μπορώ να υφαίνω με τα ίδια μου τα χέρια μου φαίνεται αδιανόητο για μένα. Το να συμμετέχω σε κάθε στάδιο της διαδικασίας είναι αυτό που με καθορίζει ως δημιουργό».

Τώρα εργάζεται από το στούντιό της στην Αθήνα, δημιουργώντας κομμάτια κατά παραγγελία με φυσικά νήματα, τα οποία βρίσκει σε εταιρείες που μοιράζονται τη δική της πράσινη νοοτροπία. «Επιλέγω αυτές που νοιάζονται για τους εργαζομένους τους και που χρησιμοποιούν σύγχρονες τεχνικές που προστατεύουν το περιβάλλον», λέει.

Μια άλλη υφάντρα που αγκαλιάζει τη βιωσιμότητα είναι η Αλεξάνδρα Θεοχάρη. Η σχεδιάστρια διδάχθηκε πώς να δουλεύει τον αργαλειό από μια ομάδα μοναχών στο εργαστήριο υφαντικής της Μονής της Αγίας Ειρήνης στο νησί της Κρήτης. Σύντομα, ίδρυσε τη δική της μάρκα, η οποία γεννήθηκε από την αγάπη της για την Κρήτη. Το νησί εμπνέει τη δουλειά της μέσα από τη μακρά ιστορία του, τα όμορφα τοπία και τα διάφορα μοτίβα και εικόνες που συναντάμε στα κρητικά υφάσματα του 16ου και 17ου αιώνα -από παγώνια και λουλούδια μέχρι φίδια και κατσίκες.

Όπως λέει η ίδια, «η KLOTHO [το brand της] βασίζεται στην παράδοση χωρίς να αλλοιώνει την ουσία της, αλλά δίνοντάς της μια φρέσκια ματιά». Στην ελληνική μυθολογία, η Klotho είναι μία από τις τρεις Μοίρες που πλέκει το νήμα της Ζωής των θνητών, συνδέοντας το παρελθόν με το μέλλον.

Η Θεοχάρη είναι υπερήφανη για τη φιλοσοφία της μάρκας που δεν παράγει καθόλου απόβλητα. «Δουλεύουμε μόνο σε παραδοσιακούς ξύλινους αργαλειούς που βασίζονται στη χειρωνακτική εργασία και φροντίζουμε να επαναχρησιμοποιούμε όλα τα υλικά που περισσεύουν, ενσωματώνοντάς τα στη συσκευασία μας ή στην επένδυση των ρούχων μας. Οι κλωστές μας είναι φυσικές, από βαμβάκι, φυσικές ίνες, λινάρι ή μπαμπού».

Το μήνυμα που έρχεται και από τις τέσσερις γυναίκες είναι σαφές: η ύφανση στον ξύλινο αργαλειό είναι ένας εξαιρετικός τρόπος προστασίας και προσφοράς στη φύση, ενώ παράλληλα επιτρέπει στους υφαντές και στους καταναλωτές να συνδεθούν πραγματικά με τα αντικείμενα που φτιάχνουν ή αγοράζουν, γιορτάζοντας την υφαντική κληρονομιά της Ελλάδας, μία κλωστή τη φορά.