Ο νέος φιλόδοξος και εκσυγχρονιστικός νόμος 4310 για την έρευνα και την καινοτομία, που ψηφίστηκε από την Βουλή και ισχύει από τις 8 Δεκεμβρίου, παρουσιάστηκε σήμερα σε εκδήλωση της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, παρουσία όλης της ερευνητικής κοινότητας της χώρας. Παρουσιάστηκε επίσης για πρώτη φορά ο νέος Εθνικός Οδικός Χάρτης των Ερευνητικών Υποδομών, που περιλαμβάνει 26 μεγάλες ερευνητικές υποδομές προς ανάπτυξη.

Μετά από 29 χρόνια, όπως επεσήμανε ο υφυπουργός Παιδείας Αλέξανδρος Δερμετζόπουλος, η Ελλάδα αποκτά ένα νέο σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα, με στόχο της τόνωση της καινοτομίας, της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης. Όπως είπε, ο νέος νόμος για πρώτη φορά προωθεί μια Εθνική Στρατηγική Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΑΚ), που θα επικαιροποιείται κατά διαστήματα και η οποία, μεταξύ άλλων, δίνει έμφαση στο να φέρει πιο κοντά τα ερευνητικά κέντρα με τις επιχειρήσεις. Το μέγα ζητούμενο είναι η ανάπτυξη, τόνισε ο υφυπουργός, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την ενίσχυση της έρευνας.

Ο γενικός γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας δρ Χρήστος Βασιλάκος, που είχε τον καθοδηγητικό ρόλο στη δημιουργία του νέου θεσμικού πλαισίου, εξέφρασε την ελπίδα πως το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την έρευνα που θα κατατεθεί στη Βουλή έως το τέλος Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου (με βάση το νέο νόμο), καθώς και η χρηματοδότηση της έρευνας «θα απεμπλακούν από την πολιτική κατάσταση». «Δεν κατεβάζουμε τα μολύβια. Στη δημόσια διοίκηση πρέπει να υπάρχει συνέχεια», ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου μετά την εκδήλωση.

Ο νέος νόμος-πλαίσιο, που είναι ευθυγραμμισμένος με την ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική για την έρευνα και ισχύει τόσο για τους δημόσιους όσο και για τους ιδιωτικούς ερευνητικούς φορείς, έρχεται στην ουσία να αντικαταστήσει τον νόμο 1514 του 1985, ο οποίος στο μεταξύ είχε υποστεί σωρεία τροποποιήσεων. Ένας πιο πρόσφατος νόμος για την έρευνα, ο 3653 του 2008, ποτέ δεν εφαρμόστηκε πραγματικά, καθώς είχε τεθεί σε αναστολή. Το νέο θεσμικό πλαίσιο, όπως τόνισε ο κ.Βασιλάκος, προέκυψε μετά από εξαντλητική διαβούλευση με τους αρμόδιους ερευνητικούς, ακαδημαϊκούς, παραγωγικούς και συνδικαλιστικούς φορείς.

Μεταξύ άλλων καινοτομιών, ο νόμος προβλέπει την ψήφιση από τη Βουλή ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την έρευνα, επταετούς διάρκειας, ώστε να είναι ανεξάρτητο από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Για πρώτη φορά, προβλέπεται ο θεσμός του «επιστημονικού συνδέσμου» (chief scientific officer) σε κάθε υπουργείο, ενώ όλοι μαζί αυτοί οι σύνδεσμοι θα απαρτίζουν μια συντονιστική επιτροπή, η οποία θα συντονίζει σε διυπουργικό επίπεδο τα θέματα έρευνας και καινοτομίας, υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ, που αναλαμβάνει πλέον επιτελικό ρόλο.

Το υπάρχον βασικό συμβουλευτικό όργανο, το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ), μετονομάζεται σε Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΣΕΚ) και από 11μελές διευρύνεται σε 15μελές, με την προσθήκη αντιπροσώπων από τους παραγωγικούς φορείς και τις περιφέρειες. Συγκροτούνται επίσης και στις 13 περιφέρειες, ως τοπικά συμβουλευτικά όργανα, Περιφερειακά Συμβούλια Έρευνας και Καινοτομίας (ΠΣΕΚ).

Ο κ.Βασιλάκος διαβεβαίωσε, ότι δεν θίγεται το καθεστώς των εργαζομένων στα ερευνητικά κέντρα, καθώς και ότι ο κρατικός προϋπολογισμός αναλαμβάνει την πλήρη κάλυψη του μισθολογικού κόστους τους, καθώς και την μερική κάλύψη των λειτουργικών δαπανών τους.

Από την άλλη, λόγω της γενικότερης πολιτικής της ΕΕ, σταματά πλέον η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας (όχι της εφαρμοσμένης) από κοινοτικούς πόρους και θα γίνεται μόνο από εθνικούς. Ο κ. Βασιλάκος ανέφερε ότι το εθνικό σχέδιο δράσης για την έρευνα, που θα κατατεθεί στη Βουλή, θα περιλαμβάνει σχετικά κονδύλια της τάξης των 30 έως 40 εκατ. ευρώ και εξέφρασε την ελπίδα ότι «τα πολιτικά κόμματα θα έχουν την ωριμότητα να τα ψηφίσουν».

Το νέο θεσμικό πλαίσιο δίνει έμφαση στην αριστεία και στην αξιολόγηση των ερευνητικών κέντρων, των εργαζομένων τους, αλλά και της ίδιας της ΓΓΕΤ (θα είναι, όπως είπε ο κ.Βασιλάκος, η πρώτη Γενική Γραμματεία του κράτους που ανά τριετία θα υποβάλεται σε αξιολόγηση από εξωτερική επιτροπή).

Ο νέος νόμος προωθεί τη στενότερη σύνδεση ερευνητών και επιχειρήσεων και, σε αυτό το πλαίσιο, για πρώτη φορά επιτρέπει σε ερευνητές να συνάπτουν τριετείς ειδικές συμβάσεις για να απασχολούνται σε καινοτομικές εταιρίες, χωρίς να χάνουν την προϋπηρεσία τους στο ερευνητικό κέντρο τους.

Ο κ.Βασιλάκος εξέφρασε την ελπίδα ότι το νέο θεσμικό πλαίσιο θα ανακόψει τη «φυγή εγκεφάλων» (brain drain) στο εξωτερικό, η οποία έχει ενταθεί λόγω της κρίσης. Επίσης τόνισε ότι ο στόχος είναι έως το 2020 οι συνολικές δαπάνες της Ελλάδας (δημόσιες και ιδιωτικές) για Έρευνα και Ανάπτυξη (R & D) να φθάσουν το 1,2% του ΑΕΠ ή και το 1,5%, από 0,78% που ήσαν το 2013 και 0,69% το 2012.

Είπε ακόμη ότι, την περίοδο 2014-2020, η Ελλάδα θα απορροφήσει από την ΕΕ συνολικά κονδύλια περίπου 1 δισεκατομμυρίου ευρώ για την έρευνα και καινοτομία. Από αυτό το ποσό, περίπου 240 εκατ. ευρώ θα απορροφηθούν τους αμέσως επόμενους μήνες και ήδη προανήγγειλε τις σχετικές δράσεις χρηματοδότησης εκ μέρους της ΓΓΕΤ. Όπως ανέφερε, «είναι η τελευταία χρυσή ευκαιρία να εκμεταλλευθούμε τα χρήματα της ΕΕ, φέρνοντας πρακτικά αποτελέσματα στην αγορά και στην κοινωνία».

Η εθνική στρατηγική για την έρευνα θεωρεί κλειδί την «έξυπνη» εξειδίκευση και θέτει ως τομείς προτεραιότητας για χρηματοδότηση τα επόμενα χρόνια: τον αγροδιατροφικό τομέα, την ενέργεια, την υγεία και τα φάρμακα, τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, τον τουρισμό και τον πολιτισμό, το περιβάλλον, τα νέα υλικά και τις κατασκευές, καθώς και τις μεταφορές-logistics.

Ο νέος νόμος προσπαθεί να δημιουργήσει για πρώτη φορά έναν ενιαίο εθνικό χώρο έρευνας, ενώ δημιουργεί και τρία νέα ερευνητικά κέντρα στην Κεντρική Ελλάδα, τη Δυτική Ελλάδα και την Ανατολική Μακεδονία & Θράκη, προωθώντας τη συνεργασία με τα υπάρχοντα πανεπιστήμια και επιχειρήσεις στις αντίστοιχες περιοχές.

Την εκδήλωση χαιρέτισε και ο πρώην υπουργός Ανάπτυξης και πρώην πρόεδρος της Βουλής, Δημήτρης Σιούφας, ο οποίος εξέφρασε την ικανοποίηση και στήριξή του για το νέο θεσμικό πλαίσιο, επεσήμανε όμως ότι ο ερευνητικός ιστός της χώρας παραμένει κατεσπαρμένος και ότι αρκετά ερευνητικά κέντρα συνεχίζουν να μην βρίσκονται υπό την εποπτεία της ΓΓΕΤ.