”Η αύξηση του ορίου απολύσεων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο δυναμιτίζει τις ήδη εύθραυστες σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, σε ένα περιβάλλον έντασης, όπως αυτό που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση” σημειώνει μεταξύ άλλων η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων σε ανακοίνωση με την οποία δημοσιοποιεί τη θέση της για τα εργασιακά και τα ασφαλιστικά θέματα.

Η ΚΕΕ αναφέρει ότι η Κυβέρνηση, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της, αποδεικνύει καθημερινά ότι πλέον η πολιτική της πρωτοβουλία και η κυβερνητική της δικαιοδοσία έχουν πάψει να είναι πρωτογενείς, και πηγάζουν αποκλειστικά από το Μνημόνιο Συνεργασίας με την “τρόικα”.

Αναφορικά με τις εργασιακές σχέσεις, η ΚΕΕ σημειώνει ότι ”η επιλογή της Κυβέρνησης να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές επί των σχετικών θεμάτων με κανονιστική πράξη, δηλαδή με Προεδρικό Διάταγμα προκάλεσε δίκαιες κοινωνικές αντιδράσεις που τελικά οδήγησαν στην επιστροφή στον ορθό δρόμο, που είναι αυτός της κοινοβουλευτικής οδού”. Όμως, συμπληρώνει η ΚΕΕ, το περιεχόμενο των προτεινόμενων ρυθμίσεων εξακολουθεί να προβληματίζει:

– Η δραστική μείωση του απαιτούμενου χρόνου προειδοποίησης των απολύσεων, παρά τις όποιες αλλαγές της τελευταίας στιγμής, συνεπάγεται τη αύξηση της δυνατότητας ευκολότερων απολύσεων με μειωμένες αποζημιώσεις.

– Η απαξίωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στις εργασιακές σχέσεις καθίσταται όλο και εντονότερη καθώς τα προβλεπόμενα στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας κατώτατα όρια αμοιβών μπορούν να παραβιάζονται και εναπόκειται στον ΟΑΕΔ να καλύπτει – αλήθεια από ποιους πόρους δεδομένου ότι κατά τα λεγόμενα του αρμόδιου Υπουργού ο ΟΑΕΔ δεν έχει ταμιακή επάρκεια – τις διαφορές.

– Η απαξίωση του μηχανισμού μεσολάβησης και διαιτησίας ο οποίος – παρά τις διευκρινήσεις της Κυβέρνησης περί διατήρησης της ισοτιμίας της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων στη σχετική διαδικασία κατόπιν κοινής απόφασης τους -θα έχει αρμοδιότητες κατ’ εξοχήν μεσολαβητικού χαρακτήρα.

Η ΚΕΕ αναφέρει ότι αυτά είναι ζητήματα που ποτέ δεν έθεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όποτε κλήθηκε, η επιχειρηματική κοινότητα καθώς ”η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διακρίνονται για το μικρομεσαίο μέγεθος τους, έχουν αποδεδειγμένα καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τη διατήρηση της απασχόλησης και των θέσεων εργασίας των εργαζομένων καθώς πολύ συχνά απορροφούν τις συνέπειες των κυβερνητικών επιλογών (π.χ. φορολογικές αυξήσεις) με επίπτωση στις δαπάνες τους, χωρίς να προβαίνουν σε μειώσεις προσωπικού. Άλλωστε ο εργαζόμενος είναι και καταναλωτής, δηλαδή κινητήριος μοχλός της αγοράς και αυτό τον κύκλο αλληλεπιδράσεων η Κυβέρνηση δείχνει να τον αγνοεί παντελώς”.

Αναφορικά με την κοινωνική ασφάλιση, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι ακόμη πιο ανατρεπτικές. Η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων και η πλήρης εξομοίωση του ασφαλιστικού καθεστώτος ανδρών – γυναικών, αλλά και εργαζομένων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα της οικονομίας προκαλεί αντιδράσεις, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο. Έχει δει ήδη το φως της δημοσιότητας μια πρώτη εκτίμηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκτιμά ότι α) η κατάργηση της ρύθμισης που προβλέπει ότι το ύψος της σύνταξης πρέπει να είναι ανάλογο του μηνιαίου μισθού που λάμβανε ο εργαζόμενος όταν ήταν εν ενεργεία (άποψη που έχει δεχθεί και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) ελέγχεται ως αντισυνταγματική και β) οι ενοποιήσεις των ασφαλιστικών φορέων και συγκρότηση τριών μεγάλων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών, σε βάθος δεκαετίας επίσης ελέγχονται ως αντισυνταγματικές καθώς η προβλεπόμενη ενοποίηση θα αναμείξει εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα με εκείνους που απασχολούνται στο Δημόσιο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κρίνεται από την ΚΕΕ και η διαπίστωση ότι στο σχέδιο νόμου που δόθηκε στη δημοσιότητα δεν περιλαμβάνεται η κυβερνητική εξαγγελία ότι εξαιρούνται από τις νέες ρυθμίσεις όσοι θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εντός του 2010.

Ειδικά επί των θεμάτων της κοινωνικής ασφάλισης η ΚΕΕΕ δηλώνει ότι επιφυλάσσεται να τοποθετηθεί μόλις οριστικοποιηθεί το κείμενο της νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης.