Ανάμεσα στη ζέστη και τους αγανακτισμένους μιλιούνια τρέχουν να χωρέσουν, να στοιβαχτούν σχεδόν, σε ένα λεωφορείο, που θα τους μεταφέρει στη θάλασσα. Λίγες στιγμές δροσιάς με ένα ευρώ και εξήντα λεπτά…

Είναι ό,τι απέμεινε σήμερα μετά την ιστορική, πλέον, φράση του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του ’80, «να μη χαλάσουμε τα μπάνια του λαού». Και αυτά τα μπάνια θα εκμεταλλευθούν όσοι έχουν ανάγκη να απεξαρτηθούν από την σκληρή πραγματικότητα του μνημονίου.

Το «φθηνό» ελληνικό καλοκαιράκι, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», αποτελεί σχεδόν άπιαστο όνειρο για πολλούς Ελληνες χαμηλού εισοδήματος.

«Εργάζομαι στη γραμμή Ε 22, Ακαδημία – Σαρωνίδα και μερικές φορές φοβάμαι μη συμβεί κανένα ατύχημα γιατί ο κόσμος έχει τετραπλασιαστεί από πέρυσι» μας λέει ο Σταύρος, οδηγός λεωφορείου. Αναμενόμενο, καθώς τα μπάνια σε κλειστές παραλίες «τσούζουν» πολύ, η απόδραση στα νησιά είναι απλησίαστη, ενώ ο «μήνας» των διακοπών περιορίστηκε σε μία και στην καλύτερη των περιπτώσεων σε δύο εβδομάδες.

Ο Λευτέρης είναι πολύτεκνος, κάθε Κυριακή με τσάντες γεμάτες τάπερ και θερμός τρέχει με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους στην οδό Σίνα στην Ακαδημίας για να μπει στη σειρά, που θα του εξασφαλίσει πέντε θέσεις στο λεωφορείο Ακαδημία – Σαρωνίδα: «Πληρώνω 12 ευρώ και 80 λεπτά πήγαιν’ έλα, η Ελένη μου είναι μικρή και μπαίνει δωρεάν. Και σιγά το δώρο… για πολύτεκνος που είμαι, όταν ο ΟΑΣΑ δίνει ελευθέρας στους βουλευτές και τους ευρωβουλευτές.

Και ερωτώ, θα καταδεχτούν τα λεωφορεία από τις Μερσεντές; Δουλεύω στην ίδια βιομηχανία τροφίμων σαν εργάτης 15 χρόνια. Πέρυσι είχα πάρει τρεις εβδομάδες άδεια και έφτασα μέχρι το Αγκίστρι. Φέτος που έδιωξαν πάνω από 40 άτομα παίρνω μία εβδομάδα. Πού να πάω, όταν τις δύο μέρες τις τρως στο δρόμο, όταν θέλεις 200 ευρώ για εισιτήρια και 800, και λίγα λέω, για ξενοδοχείο και φαγητό. Και αυτά τα 12 ευρώ για τα μπάνια κατάχρηση είναι… Εννιακόσια ευρώ παίρνω καθαρά».

Η Μαρίκα είναι συνταξιούχος, σήμερα δεν κατάφερε να μπει στο λεωφορείο, κι αν αντέξει τη ζέστη θα περιμένει το επόμενο: «Κάποτε μαζευόμασταν τρεις φίλες και βάζαμε από κοινού βενζίνη για να φτάσουμε σε κανένα λιμανάκι. Τώρα εκεί που έφτασε κι αυτή, παίρνω το λεωφορείο. Το κάνω κάθε μέρα, εκτός από Σαββατοκύριακο, που είναι αδύνατο να αναπνεύσω στο λεωφορείο από τον κόσμο. Από τα 750 που έπαιρνα σύνταξη μού έκοψαν τα 250. Πώς να ζήσεις; Έβγαλα κάρτα διαδρομών, παίρνω το φαγάκι μου και τρέχω να συναντήσω τη δροσιά της να ξεχάσω την κατάντια μας. Ευτυχώς σε αυτή την ευλογημένη γη που λέγεται Αττική, υπάρχουν ακόμη λιμανάκια χωρίς εισιτήριο. Ετσι θα ξεκαλοκαιριάσω».