Οικονομική ανάπτυξη 2,4% το 2023, πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης και της ΕΕ, «βλέπει» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα στις εαρινές οικονομικές της προβλέψεις που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, επισημαίνοντας ότι η επέκταση της παραγωγής υποστηρίζεται από μια ανθεκτική αγορά εργασίας και την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP).

Ο βασικός πληθωρισμός ήταν κατά μέσο όρο 9,3% το 2022, αλλά αναμένεται να μετριαστεί στο 2,4% έως το 2024 λόγω της χαλάρωσης των τιμών της ενέργειας. Αν και παραμένει αρνητικό, το έλλειμμα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης συνεχίζει να συρρικνώνεται λόγω της βελτιωμένης συλλογής εσόδων. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω.

Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί το 2023 και θα μετριαστεί περαιτέρω το 2024 σε 1,9%. Παρά την ενεργειακή κρίση και τις συναφείς πληθωριστικές πιέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 5,9% το 2022. Η έντονη ιδιωτική κατανάλωση, η σημαντική επενδυτική δραστηριότητα και η ώθηση που δόθηκε από την ανάκαμψη του τουρισμού κατά τη θερινή περίοδο συνέβαλαν στην ισχυρή ανάπτυξη. Επιπλέον, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά το τελευταίο τρίμηνο του 2022 παρά τις εκτεταμένες πιέσεις στις τιμές που συνεπάγονται σημαντικό αποτέλεσμα μεταφοράς για το 2023.

Το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,4% φέτος, λόγω τόσο της εγχώριας όσο και της εξωτερικής ζήτησης. Ωστόσο, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με την ανάκαμψη μετά την πανδημία πέρυσι, εν μέσω απώλειας του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και ενός ακόμη αρνητικού ποσοστού αποταμίευσης. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η συνεχιζόμενη εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) μετατοπίζεται από τις μεταρρυθμίσεις προς τις επενδύσεις και, ως εκ τούτου, πρόκειται να διατηρήσει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, ιδίως στις κατασκευές και σε μικρότερο βαθμό στον εξοπλισμό, αντισταθμίζοντας εν μέρει τον αντίκτυπο από τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης. Η πλήρης ανάκαμψη του διεθνούς τουρισμού στα προ πανδημίας επίπεδα αναμένεται να ενισχύσει τις ελληνικές εξαγωγές. Σύμφωνα με τη συγκράτηση της εγχώριας ζήτησης, η αύξηση των εισαγωγών αναμένεται να υποχωρήσει, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Ωστόσο, το εμπορικό έλλειμμα αναμένεται να παραμείνει υψηλό παρά την πτώση των τιμών της ενέργειας και τη θετική επίδραση των όρων του εμπορίου.

Το 2024, η Επιτροπή προβλέπει ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα θα βρίσκεται στο 1,9%, σταδιακά συγκλίνοντας προς το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό. Οι επενδύσεις πρόκειται να παραμείνουν βασικός συντελεστής στην αύξηση της παραγωγής, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς από ό,τι το 2021-2023, ενώ οι δαπάνες των νοικοκυριών είναι πιθανό να υποστηριχθούν από την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, προβλέπει η Επιτροπή.

Ανθεκτική αγορά εργασίας εν μέσω αυξανόμενων μισθολογικών πιέσεων

Η αγορά εργασίας βελτιώθηκε σημαντικά το 2022 εν μέσω διαρκούς δημιουργίας θέσεων εργασίας. Παρόλο που οι άνθρωποι συνέχισαν να επιστρέφουν στην αγορά εργασίας μετά την πανδημία, υποδηλώνοντας αύξηση του εργατικού δυναμικού, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 12,5% το 2022 και αναμένεται να μειωθεί στο 11,8% έως το 2024. Παρά την αναμενόμενη ανάκαμψη της αύξησης των ονομαστικών μισθών φέτος και στη συνέχεια, η αύξηση των πραγματικών μισθών δεν αναμένεται να γίνει θετική πριν από το 2024, εκτιμά η Επιτροπή.

Ο πληθωρισμός θα επιβραδυνθεί λόγω των χαμηλότερων τιμών της ενέργειας

Ο γενικός πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν κατά μέσο όρο 9,3% το 2022, αλλά μειώθηκε στο 6,3% έως το 1ο τρίμηνο του 2023. Οι πιέσεις στις τιμές αναμένεται να μετριαστούν περαιτέρω φέτος χάρη στη χαλάρωση των τιμών της ενέργειας. Οι τιμές καταναλωτή προβλέπεται να αυξηθούν κατά 4,2% και 2,4% το 2023 και το 2024 αντίστοιχα. Ωστόσο, η καθυστερημένη μετάβαση των υψηλών τιμών ενέργειας και τροφίμων σε υπηρεσίες και μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά, η οποία έχει γίνει πιο ορατή από το τελευταίο τρίμηνο του 2022, θα ωθήσει τον πυρήνα του πληθωρισμού το 2023. Παρά την αύξηση κατά 9,4% του ελάχιστου μισθού τον Απρίλιο του 2023, οι κίνδυνοι μιας σπείρας μισθού-τιμής φαίνεται συγκρατημένη. Ωστόσο, οι ανοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό προκύπτουν από μια πιο γρήγορη προσαρμογή των μισθών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερο πυρήνα πληθωρισμού.

Η επιστροφή στο πρωτογενές πλεόνασμα ήρθε νωρίτερα από το αναμενόμενο

Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2022 αποδείχθηκε σημαντικά χαμηλότερο από το αναμενόμενο, φθάνοντας το 2,3% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 4,1% του ΑΕΠ που προβλεπόταν το φθινόπωρο. Το πρωτογενές ισοζύγιο κατέγραψε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ. Αυτή η βελτίωση οφείλεται κυρίως στα καλύτερα από τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα, ιδίως από τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τους άμεσους φόρους.

Μετά το καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα το 2022, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να συρρικνωθεί περαιτέρω στο 1,3% το 2023. Αυτό μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των υπόλοιπων μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία (τα οποία εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 1,5% του ΑΕΠ το 2022) και σε σημαντική μείωση του κόστους των μέτρων για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων των υψηλών τιμών της ενέργειας (από 2,5% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,2% το 2023). Ταυτόχρονα, η αύξηση των μισθών του Δημοσίου και των κοινωνικών παροχών αναμένεται να παραμείνει ισχνή. Η πρόβλεψη επηρεάζει επίσης δύο προσωρινά μέτρα που εισήχθησαν ως απάντηση στις πληθωριστικές πιέσεις με εκτιμώμενο δημοσιονομικό κόστος 0,3% του ΑΕΠ: (α) ένα κουπόνι 35 ευρώ το μήνα για την περίοδο Φεβρουαρίου έως Ιουλίου 2023 για νοικοκυριά που πληρούν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια και ( β) εφάπαξ συνταξιοδοτικό επίδομα για συνταξιούχους των οποίων η σύνταξη επί του παρόντος δεν είναι αναπροσαρμοσμένη.

Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 0,6% του ΑΕΠ το 2024, υποδηλώνοντας πρωτογενές πλεόνασμα 2,5%. Η βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου οφείλεται στη σταδιακή κατάργηση των υπόλοιπων ενεργειακών μέτρων έως το 2024. Παρά την προγραμματισμένη μεταρρύθμιση του μισθολογίου με εκτιμώμενη δημοσιονομική επίπτωση 0,2% του ΑΕΠ για το 2024, οι δημόσιες δαπάνες αναμένεται να παραμείνουν συνολικά σίγαση βελτιώνοντας έτσι την ισορροπία.

Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε απότομα το 2022, κυρίως λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Ο δείκτης αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 160,2% του ΑΕΠ το 2023 και στο 154,4% το 2024, βοηθούμενος από τα πρωτογενή πλεονάσματα και την οικονομική ανάπτυξη.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, οι δημοσιονομικές προοπτικές εξακολουθούν να υπόκεινται σε ανοδικούς και καθοδικούς κινδύνους. Ειδικότερα, οι αρνητικοί κίνδυνοι προέρχονται από εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, με κυριότερο τις δικαστικές υποθέσεις κατά της Εταιρείας Δημόσιας Περιουσίας (ΕΤΑΔ). Ανοδικά, εάν συνεχιστεί η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, τα έσοδα θα μπορούσαν να είναι υψηλότερα από τα αναμενόμενα επί του παρόντος.