Ανάσα στην οικονομία δίνει η αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου και εσχάτως και του πετρελαίου, με το οικονομικό επιτελείο να ποντάρει σε καλύτερες επιδόσεις στο μέτωπο της ανάπτυξης και του δημοσιονομικού αποτελέσματος την ώρα που το σκηνικό στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ρευστό στη σκιά της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Το πρωτογενές έλλειμμα του 2022 να κλείσει τελικά ακόμα και κάτω από 1% του ΑΕΠ, όταν η τελευταία ανεπίσημη εκτίμηση αφορούσε υποχώρηση στο 1,2% του ΑΕΠ και ο προϋπολογισμός προέβλεπε πρωτογενές έλλειμμα 1,6%. Την τελευταία λέξη στα τελικά μεγέθη θα έχει η Eurostat με τις ανακοινώσεις του Απριλίου ενώ όπως έχει ήδη σημειώσει η ΕΛΣΤΑΤ, για τα τελικά μεγέθη θα μετρήσουν πιθανές νέες αναθεωρήσεις στα αρχικά στοιχεία για το ρυθμό ανάπτυξης του 2022 που έδειξαν επέκταση κατά 5,9% (στόχος 5,6%).

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που θα υποβληθεί τον Απρίλιο στις Βρυξέλλες ο στόχος για την ανάπτυξη της οικονομίας φέτος θα αναπροσαρμοστεί στη περιοχή του 2,3% έναντι πρόβλεψης για 1,8% στον προϋπολογισμό και για το πληθωρισμό στο 4,5% τον έναντι αρχικής εκτίμησης για 5%. Τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου εκτιμούν ότι η ραγδαία αποκλιμάκωση των τιμών στο φυσικό αέριο- κάτω από 40 ευρώ η μεγαβατώρα- «κουρεύει» τον λογαριασμό των επιδοτήσεων για το ρεύμα αυξάνοντας την δυναμική της οικονομίας, η οποία σε επίπεδα απολύτων τιμών θα είναι φέτος υψηλότερη τουλάχιστον κατά 2-3 δισ. ευρώ.

Ωστόσο στο υπουργείο Οικονομικών επισημαίνουν ότι το τοπίο στις διεθνείς αγορές παραμένει ρευστό εξ αιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης, της ανόδου των επιτοκίων, της πληθωριστικής «ρευστότητας» και των γεωπολιτικών και ουδείς είναι σε θέση να προβεί σε ασφαλή πρόβλεψη σημειώνοντας ότι υπάρχουν ρίσκα και αβεβαιότητες.

Αστάθμητο παράγοντα αποτελεί η νέα χρηματοπιστωτική κρίση που πυροδότησαν οι εξελίξεις με την Credit Suisse με τη κυβέρνηση να παρακολουθεί από κοντά τα γεγονότα σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και να βρίσκεται σε επιφυλακή για πάν ενδεχόμενο.

Στο υπουργείο Οικονομικών υπάρχει προβληματισμός και ανησυχία αλλά αρμόδια στελέχη εκφράζουν τη βεβαιότητα ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαθέτει ισχυρά αντισώματα με την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου, την υψηλή ρευστότητα και τον επαρκή δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας τονίζοντας παράλληλα ότι δεν έχουν διασύνδεση με τις ξένες τράπεζες, πράγμα που μειώνει την έκθεση στον κίνδυνο.

Ελληνική οικονομία

Πηγή με γνώση του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης που καταρτίζει το Γενικό Λογιστήριο για να σταλεί 30 Απριλίου στην Κομισιόν έλεγε χαρακτηριστικά ότι αν δεν υπήρχε η τραπεζική κρίση η εκτίμηση για τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας το 2023 θα ήταν μεγαλύτερη από 2,3% αλλά λόγω αβεβαιότητας θα πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι στις προβλέψεις.

Στο μέτωπο του πληθωρισμού παρά τις υψηλές ταχύτητες τω τιμών στα τρόφιμα εκτιμάται ότι θα υπάρξει αποκλιμάκωση του δείκτη στο 4,5% για το σύνολο του έτους από 5%. Επισημαίνεται ότι τον Φεβρουάριο ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 6,1% από 7% τον Ιανουάριο, ωστόσο οι αυξήσεις στα βασικά είδη έτρεχαν με ταχύτητα έως και 25,3% επιδεινώνοντας την «αιμορραγία» στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

Στο δημοσιονομικό τομέα κυβερνητικός παράγοντας έκανε λόγο για το βρόχο του Συμφώνου Σταθερότητας που σε συνδυασμό με τον «κόφτη» στις πρωτογενείς δαπάνες ελαχιστοποιεί τα περιθώρια για ευέλικτη δημοσιονομική πολιτική καθώς προέχει η επαναφορά του προϋπολογισμού σε τροχιά πρωτογενών πλεονασμάτων. Για το 2023 ο στόχος για πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ είναι διαχειρίσιμος αφού ο προϋπολογισμός ξεκινά από ένα καλό εφαλτήριο με το πρωτογενές έλλειμμα του 2022 λόγω της ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ να διολισθαίνει προ το 1% του ΑΕΠ, ίσως και χαμηλότερα έναντι της τελευταίας εκτίμησης για 1,6%.

Τα δύσκολα ξεκινούν από το 2024 και η πολιτική διαπραγμάτευση για πλεονάσματα χαμηλότερα από το 2% του ΑΕΠ που επιδιώκει η ελληνική πλευρά θα είναι αντικείμενο της επόμενης κυβέρνησης.