Αρχίζει αύριο Πέμπτη ένας ακόμα γύρος διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο σύνδεσμο των εργοδοτών MEDEF και τα συνδικάτα, με στόχο την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας για τα εργασιακά.

Ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ έχει ήδη χαρακτηρίσει «ιστορική» τη συμφωνία, αν και ακόμα δεν είναι βέβαιο ότι θα συναφθεί.

Οι κοινωνικοί εταίροι έχουν στη διάθεσή τους μόλις ένα διήμερο για να επιτύχουν τη συναίνεση–κάτι που απέτυχαν να κάνουν στις προηγούμενες συλλογικές διαπραγματεύσεις του Δεκεμβρίου.

Εργοδοσία και συνδικάτα ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις από τον περασμένο Οκτώβριο προκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή ώστε οι νέες εργασιακές σχέσεις να εξασφαλίζουν περισσότερη ευελιξία στις επιχειρήσεις και περισσότερη ασφάλεια για τους εργαζομένους.

Οι πάντες περιμένουν ανυπόμονα να δουν εάν θα υπάρξει συμφωνία ή όχι, την Παρασκευή το βράδυ.

Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, κυβέρνηση και εθνοσυνέλευση θα κληθούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να πάρουν αποφάσεις.

Ευελιξία για τους μεν και ασφάλεια για τους όμως, μοιάζουν δύο έννοιες όλο και πιο δύσκολα συμβατές.

Η μικρής διάρκειας απασχόληση αποτελεί ένα βασικό αίτιο της αποτυχίας να επιτευχθεί συμβιβασμός.

Τα συνδικάτα ζητούν αύξηση των εργοδοτικών εισφορών για την αντιμετώπιση της ανεργίας, ειδικά των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν κατά κόρον συμβάσεις ορισμένου χρόνου και μικρής διάρκειας, χωρίς να περνούν ποτέ σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

Επί του παρόντος οι εργοδοτικές εισφορές ορίζονται, μέσα από ορισμένες προϋποθέσεις, από ένα ενιαίο ποσοστό ίσο με το 4% του ακαθάριστου μισθού.

Τα συνδικάτα ζητούν την αύξηση του ποσοστού της εισφοράς αυτής, που θα μπορούσε να φτάσει το 8 με 10%. Ελπίζουν έτσι ότι θα παύσει η κατάχρηση των συμβάσεων μικρής διάρκειας από τις επιχειρήσεις, και θα επανέλθούν στις συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Τα τέσσερα μάλιστα μεγαλύτερα συνδικάτα (CFDT, FO, CGT, CFDT ) θεωρούν την αύξηση της εργοδοτικής εισφοράς βασική προϋπόθεση για την όποια συμφωνία.

Από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι της εργοδοσίας είναι και αυτοί ανένδοτοι στις θέσεις τους που θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής: «ευελιξία» στις απολύσεις, «εσωτερική κινητικότητα», και συμφωνία για «διατήρηση της εργασίας». Η ορολογία αυτή σημαίνει:

* «ευελιξία»: οι εργοδότες ζητούν το θέμα των απολύσεων να παύσει να αποτελεί αιτία αντιδικιών, να μην προσέρχονται δηλαδή οι αντίδικοι σε αρμόδιο για τα εργασιακά δικαστήριο. Θεωρούν ότι η διαπραγμάτευση είναι ευκολότερη με την κυβέρνηση παρά με τα δικαστήρια.

* «εσωτερική κινητικότητα»: οι εργοδότες ζητούν πλήρη ελευθερία στην εκάστοτε ενδοεπιχειρησιακή οργάνωση της εργασίας, στην αλλαγή αντικείμενου για τον εργαζόμενο και στην δυνατότητα μετακίνησής του με αλλαγή τόπου εργασίας.

* «διατήρηση της εργασίας»: οι εργοδότες ζητούν οι εργαζόμενοι να αποδέχονται ενδεχόμενες μειώσεις μισθών προκειμένου να μην προχωρούν σε απολύσεις.

Τις θέσεις αυτές της εργοδοσίας απέρριψαν εκ νέου χθες οι γενικοί γραμματείς των δύο μεγάλων συνδικάτων της αριστεράς, CGT και FO, δηλώνοντας ότι δεν προτίθενται να τις αποδεχθούν.

«Δεν σκοπεύουμε να αποδεχθούμε μεγαλύτερη ευελιξία για την αγορά εργασίας στη Γαλλία» είπε ο γ.γ. της CGT, Μπερνάρ Τιμπό.

«Δεν είμαι αισιόδοξος για το ότι η FO θα μπορέσει να συνυπογράψει. Υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές ακόμα σήμερα, γύρω από το τι ζητούν τα συνδικάτα και τι επιθυμούν τα αφεντικά» δήλωσε και ο γ.γ. της FO Ζαν-Κλοντ Μαγί.