Στην Αθήνα θα βρίσκονται από αύριο, Κυριακή, οι επικεφαλής του κλιμακίου της τρόικας προκειμένου να διαπραγματευθούν με την κυβέρνηση το νέο δανειακό πρόγραμμα και να μετάσχουν στις διαπραγματεύσεις, που θα λάβουν χώρα για το πρόγραμμα εθελοντικής ανταλλαγής ομόλογων (PSI).

Οι εκπρόσωποι των δανειστών, και συγκεκριμένα η ηγεσία του Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Ινστιτούτου, θα βρεθούν εντός της εβδομάδας στην Αθήνα προκειμένου να διαπραγματευθούν με το ελληνικό Δημόσιο τους όρους ανταλλαγής των ελληνικών ομολόγων, που κατέχουν οι ιδιώτες πιστωτές.

Στόχος της κυβέρνησης και της τρόικας, η οποία θα παρίσταται στις διαπραγματεύσεις, είναι η τελική απόφαση να οδηγεί σε μείωση του χρέους κατά 100 δισ. ευρώ ή 47% του ΑΕΠ, ώστε το 2020 το χρέος της χώρας να ανέρχεται στο 120% του ΑΕΠ.

Οι επικεφαλής της τρόικας, Πόουλ Τόμσεν (ΔΝΤ), Ματίας Μορς (Κομισιόν) και Κλάους Μαζούχ (ΕΚΤ), θα αποκρυσταλλώσουν έως τις 16 Δεκεμβρίου με την ελληνική κυβέρνηση το νέο δανειακό πρόγραμμα και τα δημοσιονομικά μέτρα, τις διαρθρωτικές αλλαγές, τους δημοσιονομικούς στόχους και τις αναπτυξιακές παρεμβάσεις που αυτό θα προβλέπει.

Στο επίκεντρο θα βρεθεί και το δημοσιονομικό κενό από την εκτέλεση του Προϋπολογισμού 2011, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί με νέα μέτρα μέσα στο 2012, που θα ληφθούν μέχρι τον Ιούνιο. Πλέον, ο στόχος για το φετινό έλλειμμα διαμορφώνεται στο 9,5% του ΑΕΠ, ωστόσο θα πρέπει να εξασφαλισθεί πως στα τέλη του 2012 δεν θα ξεπεράσει τα 14,9 δισ. ευρώ, κάτι που είναι απαραίτητη συνθήκη ώστε η χώρα να περάσει σε πρωτογενές πλεόνασμα.

Σύμφωνα με πληροφορίες του 24h.gr, χωρίς την καταγραφή πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2012, μπορεί να ανατραπούν οι παραδοχές για τη βιωσιμότητα του χρέους και να ζητηθεί από το ΔΝΤ ακομη μεγαλύτερο κούρεμα των ομολόγων που κατέχουν οι ιδιώτες επενδυτές.

Σε κάθε περίπτωση, την τρέχουσα επίσκεψη της τρόικας στην Αθήνα θα απασχολήσουν τόσο η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, όσο και η ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και ειδικά η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου και οι χρήσεις γης, αλλά και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, μέσα από τον περιορισμό του μισθολογικού κόστους και την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης.