Σε διαρκή αναδίφηση βρίσκεται ο ελληνικός τουρισμός. Ανατέμνοντας την πορεία του τα τελευταία έτη, διακρίνει αλλαγές που σμιλεύουν το νέο τουριστικό προφίλ της χώρας, το οποίο ακολουθεί τις νόρμες της παγκόσμιας τουριστικής βιομηχανίας. Στο πλαίσιο αυτό, καταγράφονται περισσότερα αλλά μικρότερης διάρκειας ταξίδια, με αποτέλεσμα λιγότερες διανυκτερεύσεις, ενίσχυση του brand της Ελλάδας στις μεγάλες αγορές της Δυτικής Ευρώπης με συνακόλουθη και την αύξηση των τουριστικών εισπράξεων της χώρας, άνοδος της κρουαζιέρας, σταδιακή βελτίωση της εποχικότητας και ενίσχυση των τουριστικών μεγεθών στην Αττική και ειδικά στην Αθήνα.
Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού τουρισμού από το 2019 μέχρι σήμερα και αποτυπώνονται στα βασικά μεγέθη του τομέα στην «Ετήσια Έκθεση του Τουρισμού 2024», μαζί με τις Ετήσιες Εκθέσεις για τις 13 Περιφέρειες που έχει εκπονήσει το Ινστιτούτο Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ).
Η ανάλυση περιλαμβάνει και τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας για την επόμενη μέρα, όπως, μεταξύ άλλων, η κλιματική αλλαγή, οι φορολογικές επιβαρύνσεις και το ανορθολογικό Τέλος Κλιματικής Αλλαγής, αλλά και η ανάγκη για σαφή και αποτελεσματικό χωροταξικό σχεδιασμό.
Όπως διαπιστώνεται ανά Περιφέρεια, εκτός από την Αττική, μεγάλη κερδισμένη με μεγάλες διψήφιες ποσοστιαίες αυξήσεις και στα τρία μεγέθη είναι και η Ήπειρος -αν και με κατά πολύ μικρότερα μεγέθη- ενώ μικρότερες ποσοστιαίες αυξήσεις και στα τρία μεγέθη παρουσιάζουν η Κρήτη και τα Ιόνια Νησιά.
Από τις υπόλοιπες Περιφέρειες, αύξηση εισπράξεων, παρά τη μείωση των διανυκτερεύσεων, παρουσιάζουν το Νότιο Αιγαίο, η Στερεά Ελλάδα και η Δυτική Ελλάδα. Το Βόρειο Αιγαίο, παρά τη μείωση των επισκέψεων, παρουσιάζει αύξηση διανυκτερεύσεων και εισπράξεων.
Το αντίθετο ισχύει για την Ανατολική Μακεδονία – Θράκη, Πελοπόννησο, Θεσσαλία και Δυτική Μακεδονία που παρουσιάζουν σημαντικές μειώσεις και στα τρία μεγέθη. Η Κεντρική Μακεδονία, παρά την αύξηση των επισκέψεων, καταγράφει μείωση διανυκτερεύσεων και εισπράξεων.
Ως προς την εποχικότητα, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ενώ οι διανυκτερεύσεις στο σύνολο είναι πρακτικά αμετάβλητες με οριακή μείωση μεταξύ 2019 και 2024, υπάρχει σημαντικό, διψήφιο ποσοστό μείωσης κατά 11% στο γ’ τρίμηνο της υψηλής περιόδου και σημαντική αύξηση στα υπόλοιπα τρίμηνα κατά 13%.
Η διαπίστωση αυτή έχει επίπτωση στα συνολικά έσοδα, δεδομένου ότι παραδοσιακά το γ’ τρίμηνο της περιόδου αιχμής έχει και τη μεγαλύτερη Μέση Δαπάνη ανά Διανυκτέρευση.
Σημαντικό ρόλο στην αύξηση των εισπράξεων, παρά την υστέρηση των διανυκτερεύσεων, έπαιξε η αλλαγή στο μίγμα των αγορών/ εθνικοτήτων που επισκέπτονται την Ελλάδα με αύξηση του top-5 (Γερμανία, Ην. Βασίλειο, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία).
Οι προκλήσεις

Στην έκθεση γίνεται αναφορά και στις προκλήσεις στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί ο τομέας, πιο άμεσα αλλά και σε μεσο-μακροχρόνιο ορίζοντα.
Η κλιματική αλλαγή και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει την Ελλάδα, δηλαδή με υπερβολική ζέστη και ακραία καιρικά φαινόμενα όπως ο Ιανός ή ο Daniel κλπ., επιδρά τόσο στη ζήτηση με σταδιακή μείωση της έντασης της εποχικότητας από το τρίτο σε άλλα τρίμηνα, όσο και στην προσφορά, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για επενδύσεις – κυρίως δημόσιες, αλλά και ιδιωτικές – σε ανθεκτικότερες υποδομές και σε επενδύσεις, όπως είναι οι μονώσεις, καθώς και για κάλυψη των αυξημένων ενεργειακών απαιτήσεων.
Συναφές είναι και το θέμα της περιβαλλοντικής πιστοποίησης των ξενοδοχείων, όπου η Ελλάδα παρουσιάζει χαμηλότερο ποσοστό πιστοποιημένων ξενοδοχείων σε σχέση με τους ανταγωνιστές της.
Η ανάγκη για έγκαιρη και αποτελεσματική προσαρμογή της εκπαίδευσης και της κατάρτισης στις σύγχρονες τάσεις με έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, είναι μείζονος σημασίας καθώς βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του ελληνικού τουρισμού είναι οι εργαζόμενοί του που, εκτός από υψηλό επίπεδο εξυπηρέτησης, προσφέρουν και την αίσθηση της ελληνικής φιλοξενίας.
Ο υψηλός ΦΠΑ και το ανορθολογικό Τέλος Κλιματικής Αλλαγής επιβαρύνουν σημαντικά την τιμή και συνεπώς την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού ξενοδοχειακού προϊόντος, ιδιαίτερα των μονάδων εκείνων που έχουν μικρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, πιέζουν τη λειτουργική κερδοφορία και εμποδίζουν τη χωρική και χρονική επέκταση της δραστηριότητας και την ανάδειξη νέων προορισμών.
Επιπλέον, η πλειονότητα των επιχειρήσεων του τουριστικού τομέα, μικρομεσαίες κατά κύριο λόγο, οι οποίες συνθέτουν ένα σημαντικό τμήμα της ταυτότητας και κατ’ επέκταση της διαφοροποίησης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, έχει εξαιρετικά περιορισμένη πρόσβαση στον τραπεζικό τομέα.
Ο κ. Ηλίας Κικίλιας, γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, δήλωσε μεταξύ άλλων: «Το 2024 ο ελληνικός τουρισμός επιβεβαίωσε τη δυναμική και τον κομβικό του ρόλο για τη χώρα, ενώ και τα στοιχεία του δεκαμήνου του 2025 καταγράφουν συνέχιση της θετικής πορείας.
Το τουριστικό οικοσύστημα, για να διατηρήσει την ισχυρή του θέση και να διευρύνει τη δραστηριότητά του στο χώρο και στον χρόνο, χρειάζεται στρατηγική, σχέδιο, οργάνωση, αποτελεσματική διακυβέρνηση προορισμών και επαρκείς υποδομές.
Η επέκταση της σεζόν και η ανάδειξη νέων προορισμών που θα απορροφήσουν ένα μέρος της ζήτησης από τους πιο δημοφιλείς, προσκρούουν επίσης και στην υπερβάλλουσα και ανορθολογική φορολόγηση του προϊόντος».