H ελληνική αγορά ακινήτων για το 2024 επιβεβαιώνει μια σταθερή και διαχρονική τάση προτίμησης των αγοραστών προς παλαιότερες και πιο οικονομικές κατοικίες, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση του ενδιαφέροντος για νεόδμητα ακίνητα, ειδικά σε περιοχές με έντονη οικοδομική δραστηριότητα. Τα στοιχεία προκύπτουν από την ανάλυση των χιλιάδων αγοραπωλησιών που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο περασμένο έτος, όπως καταγράφονται από τη RE/MAX Ελλάς.

Συνολικά, οι κατοικίες καλύπτουν το 77,1% των συνολικών πωλήσεων ακινήτων πανελλαδικά, επιβεβαιώνοντας ότι η κύρια αγορά εστιάζεται στην απόκτηση οικιστικών ακινήτων, ενώ τα οικόπεδα και τα αγροτεμάχια καταλαμβάνουν το 18,2%, δείχνοντας παράλληλα ότι η γη συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό επενδυτικό κεφάλαιο. Τα επαγγελματικά ακίνητα, όπως γραφεία και καταστήματα, καταγράφουν μειωμένο ενδιαφέρον, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 4,7% των αγοραπωλησιών.

Αναλυτικότερα, το 66,1% των κατοικιών που άλλαξαν χέρια το 2024 ήταν ηλικίας άνω των 20 ετών, γεγονός που υπογραμμίζει την κυριαρχία της ζήτησης για οικονομικότερα ακίνητα. Η προτίμηση αυτή αποδίδεται στο γεγονός ότι τα παλαιά ακίνητα προσφέρονται σε πιο προσιτές τιμές, ενώ η δυνατότητα ανακαίνισης και αναβάθμισης προσφέρει προοπτική μελλοντικής υπεραξίας. Με άλλα λόγια, οι αγοραστές αναζητούν συνδυασμό κόστους απόκτησης και δυνατότητας αύξησης της αξίας του ακινήτου μέσα από παρεμβάσεις.

Τα νεόδμητα ακίνητα ηλικίας έως 5 ετών σημειώνουν άνοδο στη ζήτηση, καλύπτοντας το 19,3% του συνόλου, ποσοστό σημαντικά αυξημένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η τάση αυτή αντανακλά την αυξημένη αναζήτηση για σύγχρονα σπίτια που προσφέρουν καλύτερη ενεργειακή απόδοση, σύγχρονες ανέσεις και χαμηλότερα λειτουργικά κόστη. Η αύξηση της ζήτησης για νεόδμητα αφορά κυρίως περιοχές όπου η ανοικοδόμηση βρίσκεται σε άνοδο, υποδηλώνοντας αλλαγές στη δομή της αγοράς και μεγαλύτερη επενδυτική κινητικότητα.

Σε επίπεδο γεωγραφικής κατανομής, η Αττική διατηρεί την κυριαρχία της, με τις κατοικίες να καλύπτουν το 87,6% των συνολικών πωλήσεων ακινήτων. Από αυτές, το 82,9% είναι παλαιάς ηλικίας άνω των 20 ετών, ενώ τα νεόδμητα αντιστοιχούν μόλις στο 4%, στοιχείο που καταδεικνύει την περιορισμένη προσφορά νέων κτισμάτων στο Λεκανοπέδιο, αλλά και την προτίμηση των αγοραστών για πιο προσιτές λύσεις σε μια αγορά με αυξημένες τιμές ακινήτων.

Παρόμοια εικόνα καταγράφεται στη Θεσσαλονίκη, όπου οι κατοικίες αποτελούν το 88,2% των πωλήσεων, με τα νεόδμητα να αυξάνονται σε ποσοστό 7,6%, υψηλότερο σε σύγκριση με την Αττική. Το ποσοστό παλαιών κατοικιών φτάνει στο 80,6%, ενώ τα επαγγελματικά ακίνητα καλύπτουν το 8,4% των πωλήσεων.

Η υπόλοιπη Ελλάδα παρουσιάζει μια πιο διαφοροποιημένη εικόνα, καθώς οι κατοικίες καλύπτουν το 71,7% των πωλήσεων, τα οικόπεδα και αγροτεμάχια αυξάνουν το μερίδιό τους στο 25%, και τα επαγγελματικά ακίνητα περιορίζονται στο 3,3%. Η ζήτηση για νεόδμητα ακίνητα αγγίζει το 28%, το υψηλότερο πανελλαδικά, γεγονός που δείχνει ότι εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων υπάρχει μεγαλύτερη διαθεσιμότητα νέων κατοικιών και παράλληλα μεγαλύτερη αποδοχή της επένδυσης σε καινούργια ακίνητα.

Τα δεδομένα της έρευνας καταδεικνύουν πως, παρά τις προκλήσεις στην οικονομία και στην κατασκευαστική δραστηριότητα, οι αγοραστές ακινήτων συνεχίζουν να προσανατολίζονται προς επιλογές που συνδυάζουν οικονομία, αποδοτικότητα και δυνατότητα μελλοντικής αξιοποίησης. Η ισχυρή ζήτηση για παλαιά ακίνητα αντανακλά την ανάγκη για οικονομικότερα ακίνητα, ενώ η αυξανόμενη προτίμηση στα νεόδμητα δείχνει ότι η αγορά προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα και στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής.

Παράλληλα, η επένδυση σε οικόπεδα και αγροτεμάχια, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, παραμένει σημαντική, αντανακλώντας την ανάγκη για διαφοροποίηση των επενδύσεων και την αξιοποίηση της γης ως βασικού περιουσιακού στοιχείου. Οι επαγγελματικοί χώροι συνεχίζουν να καταγράφουν μικρότερο μερίδιο, υποδηλώνοντας ότι η αγορά εστιάζει περισσότερο στις οικιστικές και αγροτικές ανάγκες παρά στη βιομηχανική ή εμπορική ανάπτυξη.

Η τάση που αναδεικνύεται μέσα από τα στοιχεία της RE/MAX Ελλάς δημιουργεί ένα προφίλ αγοράς όπου το κόστος απόκτησης και η δυνατότητα μακροπρόθεσμης υπεραξίας καθορίζουν τις επιλογές των επενδυτών και των ιδιωτών αγοραστών. Το επόμενο διάστημα, η πορεία της αγοράς θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις οικονομικές εξελίξεις, την κατασκευαστική δραστηριότητα και τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν για τη στήριξη της κατοικίας και της γης.