Οι ταινίες «Extremely Loud and Incredibly Close» και «Μόνο σε μένα» «έκλεψαν» τη σημερινή παράσταση στο διαγωνιστικό τμήμα του 62ου κινηματογραφικού Φεστιβάλ Βερολίνου.

Ο αντίκτυπος της τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου σ’ ένα αγόρι ήταν το κύριο θέμα της αμερικανικής ταινίας «Extremely Loud and Incredibly Close» («Υπερβολικά δυνατά και απίθανα κοντά»), που σκηνοθέτησε ο Στίβεν Ντόλντρι («Οι ώρες»), με βάση ένα μπεστ-σέλερ.

Το αγόρι, που χάνει τον πατέρα του στις φλόγες των δίδυμων πύργων, προσπαθεί, με βάση ένα κλειδί κι ένα όνομα, που ανακαλύπτει στα πράγματα του πατέρα του, να βρει τον άνθρωπο που μπορεί να είχε σχέση με το κλειδί καθώς και το αντικείμενο για το οποίο φτιάχτηκε το κλειδί. Η προσπάθειά του θα τον φέρει σ’ επαφή με διάφορα άτομα στη Νέα Υόρκη αλλά και με έναν ηλικιωμένο, μουγκό άντρα που έχει νοικιάσει δωμάτιο στο σπίτι της γιαγιάς του – άντρας που, όπως θ’ ανακαλύψουμε στη συνέχεια, είναι ο παππούς του, που έχασε τη φωνή του στο βομβαρδισμό της Δρέσδης.

Ο Ντόλντρι προσπαθεί να συνδυάσει το σοκ του παλιότερου βομβαρδισμού με το σοκ της τρομοκρατικής επίθεσης στους πύργους και, ταυτόχρονα, μέσα από την αναζήτηση του αγοριού, να καταγράψει το πέρασμα του από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Ο παραλληλισμός των δυο αυτών καταστροφών έδωσε την ευκαιρία σε άραβα δημοσιογράφο, στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την προβολή της ταινίας, να ρωτήσει τον σκηνοθέτη αν με την ίδια ερευνητική και συμπονετική ματιά που αντιμετώπιζε το αγόρι και την οικογένειά του, θα αντιμετώπιζε παρόμοιες οικογένειες Ιρακινών που έχασαν αγαπητά τους πρόσωπα στην εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, που έγινε ως αντίποινα στην 11η Σεπτεμβρίου.

Ο Ντόλντρι απάντησε πως πρέπει κάποτε η επίθεση αυτή να αντιμετωπιστεί με την ίδια αντικειμενικότητα και με στόχο να διερευνηθούν οι αιτίες που οδήγησαν στα δυο αυτά τραγικά γεγονότα – κάτι, όπως πρόσθεσε, που πρέπει να διδάσκεται και στα αμερικανικά σχολεία.

Με ένα στιλ, που γνωρίσαμε και στις προηγούμενες ταινίες του (Οι ώρες, The Reader), φτιαγμένο για να ικανοποιήσει ένα πλατύ κοινό, και που συνδυάζει το ρεαλιστικό με το ονειρικό, ο σκηνοθέτης έδωσε στην ταινία του τη μορφή ενός παραμυθιού, χωρίς όμως αυτό να χάσει τη ρεαλιστική πλευρά του. Με κυριότερο ατού τις ερμηνείες των ηθοποιών του: του νεαρού Τόμας Χορν στο ρόλο του αγοριού, του Τομ Χανκς (πατέρας), της Σάντρα Μπούλοκ (μητέρας) και του Μαξ φον Σίντοβ (παππούς).

Η άλλη ενδιαφέρουσα ταινία του διαγωνιστικού τμήματος της σημερινής ημέρας ήταν η γαλλική «Μόνο σε μένα» (Amoiseule) του Φρεντερίκ Βιντό. Εμπνευσμένη από την αληθινή ιστορία της Αυστριακής Νατάσα Κάμπους, η ταινία αφηγείται, με μια σκηνοθεσία που στηρίζεται στη λεπτομέρεια των εκφράσεων και της συμπεριφοράς των προσώπων, τις προσπάθειες μιας νεαρής γυναίκας (πολύ καλή στο ρόλο η Αγκάτ Μπονιτζέρ, που σίγουρα θα είναι ανάμεσα στα φαβορί για το βραβείο ερμηνείας), που έχοντας απαχθεί, κοριτσάκι ακόμη, από έναν άντρα και παραμείνει αιχμάλωτή του για οκτώ ολόκληρα χρόνια, προσπαθεί, μετά τη δραπέτευσή της, να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή.

Αυτό που ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη είναι να δώσει την ιστορία από την πλευρά της γυναίκας, καταγράφοντας, μέσα από παράλληλα φλας-μπακ της περιόδου της αιχμαλωσίας της, τη σταδιακή ωρίμανσή της και την ανατροπή της σχέσης της με τον δεσμώτη της, που την εκμεταλλεύεται για να δραπετεύσει.