Ανάμικτα είναι τα συναισθήματα μπροστά στην ανακοίνωση του σχεδίου νόμου για το νέο σύστημα εξετάσεων, που έδωσε στη δημοσιότητα το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών.

Γράφει ο Νίκος Τσάδαρης

Αν και το υπουργείο έχει στα χέρια του ολοκληρωμένο το σχέδιο Εκπαίδευσης Αξιολόγησης και δια βίου Μάθησης όλων των χρηστών του δρόμου από τον Πανελλήνιο Σύλλογο Εκπαιδευτών Οδήγησης και Κυκλοφοριακής Αγωγής (ΣΕΟ), καθώς και δεκάδες υπομνήματα και προτάσεις από την Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας της Βουλής, προτιμήθηκε, τι άλλο; Η πρόταση των υπαλλήλων εξεταστών του ΥΠΜΕ: μια πρόταση η οποία ασχολείται αποσπασματικά -και όχι ολιστικά- με το κεφαλαιώδες ζήτημα της συμμετοχής ενός χρήστη στην Κοινωνία της Κυκλοφορίας.

Είναι εμφανής η προσπάθεια του νομοθέτη να παραδώσει τις θέσεις των εξεταστών στους υπαλλήλους (που ήδη τις καταλαμβάνουν), και οι οποίοι επιτελούν –δυστυχώς- το έργο τους χωρίς να επιστρατεύουν τις υποχρεωτικές αρετές της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας

Συνεχίζοντας στο ίδιο μοτίβο, το σχέδιο νόμου, όχι μόνο δε δίνει λύσεις για τη σύγχρονη κινητικότητα και τις προτεραιότητες του αύριο, αλλά νομοθετεί για το χθες, με τους ακόλουθους τρόπους:

– Διατηρεί το άθλιο σύστημα θεωρητικής εκπαίδευσης και αξιολόγησης, και δεν εισάγει νέες, αποτελεσματικότερες μεθόδους, όπως άγνωστες ερωτήσεις σε σχέση με την κινητικότητα, key studies κ.α.

– Με το άρθρο 4, προσπαθεί να διαμορφώσει συνθήκες διαφάνειας στην διαδικασία της πορείας και των δοκιμασιών, προσπάθεια που έχει όμως ναρκοθετήσει εκ προοιμίου με το άρθρο 3.

– Η διαδικασία αξιολόγησης παραμένει στη μορφή on-off, και δεν αλλάζει στη μορφή του check up, έτσι δεν μπορεί να παίξει κανένα ουσιαστικό επανορθωτικό ρόλο στην εκπαίδευση του εξεταζόμενου.

– Οι θεματικές ενότητες αξιολόγησης που περιέχει παραμένουν ίδιες με αυτές του 1980… Είναι απαράδεκτο η στάθμευση και η οπισθοπορεία με στροφή να θεωρούνται (το 2018) τα θέσφατα για την επάρκεια και την ασφάλεια ενός οδηγού!

– Οι πίστες και οι προστατευμένοι χώροι δύσκολα θα βρεθούν/διαμορφωθούν, και η δυσκολία αυτή θα αποτελέσει ανάχωμα στην οποιαδήποτε αλλαγή/βελτίωση.

– Το ζήτημα της μη μηχανοκίνητης κινητικότητας δεν εξετάζεται καν, και απουσιάζουν οι βάσεις για την θεσμοθέτηση του Διπλώματος Κινητικότητας (πρόταση του Συλλόγου, σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση για το δίπλωμα αυτό καθίσταται υποχρεωτικό μάθημα σε όλη την εκπαιδευτική διαδικασία).

– Τέλος, η θεσμοθέτηση του διπλώματος στα 17, με τον λειψό τρόπο που εισάγεται, θα δημιουργήσει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προσδοκά, λαμβάνοντας υπόψη την ελλιπή κατάρτιση μιας γενιάς παλαιότερης, η οποία καλείται από τους αντίστοιχους νόμους που τη γαλούχησαν, να εκπαιδεύσει την επόμενη.

Όλα τα παραπάνω (που προσυπογράφονται ανεπιφύλακτα από τον υπογράφοντα) αποτελούν και τις θέσεις του Πανελλήνιου Συλλόγου Εκπαιδευτών Οδήγησης και Κυκλοφοριακής Αγωγής, αν και κατά τα φαινόμενα τίποτα δεν θα αλλάξει / βελτιωθεί στη διάρκεια της διαβούλευσης.

Επιπλέον, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι το νέο σύστημα που θα νομοθετηθεί είναι άρτιο και θα «παράγει» ασφαλείς οδηγούς, θα αργήσει πολλά χρόνια προκειμένου να επηρεάσει θετικά το σύνολο των διπλωματούχων οδηγών που έχουν πάρει δίπλωμα με ελλειμματικές και –συνήθως- αδιαφανείς διαδικασίες.