Μετά από μια περίοδο τριάντα, περίπου, χρόνων κατά τη διάρκεια των οποίων σχεδόν όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις , υποβαθμίζουν τον ρόλο της βιομηχανίας στην αναπτυξιακή διαδικασία , φαίνεται ότι , τελευταία, έχει αρχίσει να συνειδητοποιείται ευρύτερα , τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικού λόγου και προσπάθειας , η ανάγκη επανατοποθέτησης του παραγωγικού αυτού χώρου στο επίκεντρο του αναπτυξιακού ενδιαφέροντος της πολιτείας.

Αυτό , μάλιστα , συμβαίνει σε μια κρίσιμη στιγμή , καθώς η οριστική έξοδος της χώρας από τις διαδοχικές κρίσεις που βίωσε και η λειτουργική ένταξή της στην όποια κοινοτική « κανονικότητα » διαμορφωθεί , πολύ πιθανόν , μετά το τέλος της αναστολής των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης , θα απαιτήσει ταχείς και σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης , στην επίτευξη των οποίων η βιομηχανία μπορεί να συμβάλλει περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο.

Η ταχεία επαναβιομηχάνιση της χώρας – η αποβιομηχάνιση της οποίας υπήρξε βασική αιτία των δεινών , κυρίως , της προηγούμενης δεκαετίας – αποτελεί σήμερα άμεση οικονομική και κοινωνική προτεραιότητα.

Εκτιμάται λοιπόν πως, χωρίς άλλες καθυστερήσεις , θεωρούνται αυτονόητα και καθοριστικά:

1ον) Ίδρυση αυτόνομου Υπουργείου Βιομηχανίας , γεγονός που αποτελεί σημαντικό βήμα – τόσο σε επίπεδο συμβολισμών όσο και στο λειτουργικό πεδίο – για την προώθηση της διαδικασίας παραγωγικού μετασχηματισμού της χώρας.

Στόχος της πρωτοβουλίας αυτής είναι , ο όλος σχεδιασμός της αναβάθμισης του ρόλου της βιομηχανίας να γίνει χωρίς τις καθυστερήσεις της γραφειοκρατίας , τις ενδεχόμενες συγκρούσεις και τις αποσταθεροποιητικές τάσεις που, συνήθως , δημιουργεί η κατανομή των ευθυνών , για τη μεγέθυνση του κύριου αυτού αναπτυξιακού μας πυλώνα , όπου συχνά εμφιλοχωρούν αμφισβητήσεις , επικαλύψεις αρμοδιοτήτων , αλλά και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις.

Η ορθολογική λειτουργία του υπουργείου αυτού , θα διευκολύνει την επαναθεμελίωση , σε υγιέστερες βάσεις , του κρίσιμου αυτού , για το μέλλον της οικονομίας , παραγωγικού τομέα και την ταχύτερη μετάβασή του στην ψηφιακή εποχή και την περίοδο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

Μια ισχυρή βιομηχανία εξασφαλίζει στη χώρα ένα δυναμικό αναπτυξιακό μοχλό και ένα σταθερό επιταχυντή της οικονομικής της δραστηριότητας , καθώς περιορίζει αισθητά την εξάρτησή της από τον τουρισμό και τη ναυτιλία , – κλάδους που συνδέονται στενά με αβέβαιες και ασταθείς διεθνείς εξελίξεις , ενώ « προικίζει » με πρόσθετα αναπτυξιακά ερεθίσματα τη γενικότερη παραγωγική διαδικασία.

2ον) Συγκρότηση « Εθνικού Συμβουλίου Βιομηχανίας » , ενός επιτελικού « εργαλείου » προβληματισμού των κοινωνικών εταίρων για θέματα βιομηχανίας και διαλόγου με την πολιτεία , για την περαιτέρω αναβάθμιση της νέας βιομηχανικής στρατηγικής.

Το όργανο αυτό , θα αναλάβει:
● να αναλύει τις σύγχρονες τάσεις , του παγκόσμιου παραγωγικού συστήματος και των διακρατικών εμπορικών σχέσεων ( επιστροφή της βιομηχανίας στην Ευρώπη , ελάχιστα όρια εθνικής παραγωγικής αυτάρκειας σε κρίσιμα , για την υγεία και τη διατροφή , είδη , επανεξέταση των συνεπειών της διαφοροποίησης της δομής των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων, κ.α.).

● να επαναξιολογεί τα εθνικά συγκριτικά πλεονεκτήματα και να σχεδιάζει πολιτικές για την απόκτηση νέων , λαμβάνοντας υπόψη ότι , σήμερα , τέτοια πλεονεκτήματα μπορούν και να δημιουργηθούν με τις κατάλληλες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες , τις καινοτομικές παραγωγικές επιλογές ή την αξιοποίηση νέων συνεργειών ανάμεσα σε παραδοσιακούς παραγωγικούς κλάδους και νεοφυείς επιχειρήσεις.

● να υποβάλλει στην πολιτεία τεκμηριωμένες προτάσεις για μια συνολική βιομηχανική στρατηγική , στα πλαίσια της γενικότερης παραγωγικής μας ανασυγκρότησης, συνεργαζόμενη με τα αντίστοιχα Επιμελητήρια και τις Βιομηχανικές Ενώσεις.

3ον) Μείωση των τιμών ενέργειας προκειμένου να καταστεί εφικτή η διεύρυνση της συνεισφοράς της βιομηχανίας στη δημιουργία του εθνικού πλούτου.

Το υψηλό ενεργειακό κόστος αποτελεί , βασική αιτία εξασθένησης της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανικής παραγωγής , καθώς ήταν και είναι , στη χώρα μας , από τα ακριβότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επείγει , κατά συνέπεια , η λήψη περισσότερο στενευμένων μέτρων προκειμένου η τιμή ενέργειας να μεταβληθεί , από αντικίνητρο νέων βιομηχανικών επενδύσεων , σε παράγοντα εκσυγχρονισμού και διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης της χώρας , στα πλαίσια βέβαια των υφισταμένων εθνικών δυνατοτήτων.

Η ταχεία διαφοροποίηση του σημερινού ενεργειακού μας μείγματος με την ευρύτερη συμμετοχή σ’ αυτό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που , όχι μόνον έχουν μικρότερο κόστος , αλλά και περιορίζουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της βιομηχανικής δραστηριότητας και η αποτελεσματικότερη διασύνδεση του εθνικού ενεργειακού δικτύου με τα αντίστοιχα δίκτυα των γειτονικών μας κρατών , αποτελούν μέτρα που θα πρέπει να ενταχθούν στον πυρήνα της νέας βιομηχανικής μας πολιτικής.

4ον) Αναδιάρθρωσή του βιομηχανικού μας τομέα για τη διεύρυνση και ενδυνάμωσή του.
Σημαντικά μειονεκτήματα της ελληνικής βιομηχανίας είναι , τόσο το μικρό ποσοστό της απασχόλησής της , στο σύνολο των εργαζόμενων , όσο και τα περιορισμένα , σχετικά , άτομα υψηλών δεξιοτήτων , που περιλαμβάνονται σ’ αυτήν , γεγονός , εξάλλου , που ευθύνεται για την καταστροφική « φυγή » στο εξωτερικό των νέων επιστημόνων.

Για να καταστεί , κατά συνέπεια , η βιομηχανία μας πραγματική « ατμομηχανή » ανάπτυξης είναι αναγκαίος ο ριζικός εκσυγχρονισμός της , με την ενθάρρυνση της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων παραγωγής ειδών υψηλότερης προστιθέμενης , εγχωρίως , αξίας και τον εμπλουτισμό παραδοσιακών παραγωγικών χώρων με ποιοτικότερες θέσεις εργασίας για την προσφορά , εντός και εκτός της χώρας , αναβαθμισμένων ειδών.

Η ισχυροποίηση της βιομηχανίας , αποτελεί , σήμερα , μια από τις πλέον βασικές επιλογές που μπορούν να εγγυηθούν το τέλος μιας μακρόχρονης παρακμιακής εθνικής οικονομικά πορείας.
Είναι δε παρήγορο το γεγονός ότι , πολιτεία και επιχειρηματική κοινότητα το έχουν συνειδητά αντιληφθεί , ώστε κάθε σχετική προς τούτο προσπάθεια , να βρίσκεται σήμερα σε θετική κατεύθυνση.